Με την ΑΠ 1118/2023 επικαιροποιείται η νομολογία του Αρείου Πάγου αναφορικά με την ερμηνεία του όρου «παραίτιος» σχετικά με τον αιτούντα αποζημίωση ύστερα από αμετάκλητη αθώωση του κι ενόσω είχε προηγηθεί κράτησή του συνεπεία καταδικαστικής απόφασης ή προσωρινή κράτηση του (536 ΚΠΔ).
Σχετικές διατάξεις: Κατά τη διάταξη του άρθρου 535 παρ. 1 του ΚΠΔ “‘Εχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από το Δημόσιο αποζημίωση: α) οι προσωρινά κρατηθέντες, που αθωώθηκαν αμετάκλητα με βούλευμα ή απόφαση δικαστηρίου, β) οι κρατηθέντες με καταδικαστική απόφαση, η οποία μετέπειτα εξαφανίσθηκε αμετάκλητα συνεπεία ενδίκου μέσου και γ) οι καταδικασθέντες και κρατηθέντες, που αθωώθηκαν με δικαστική απόφαση ύστερα από επανάληψη της διαδικασίας”.
Κατά το άρθρο 536 του ιδίου Κώδικα “Το Δημόσιο δεν έχει υποχρέωση για αποζημίωση, αν εκείνος που καταδικάσθηκε ή κρατήθηκε προσωρινά έγινε από πρόθεση παραίτιος της καταδίκης ή της προσωρινής κράτησης”, κατά δε το άρθρο 538 παρ. 1, 2 ΚΠΔ “1. Εκείνος που έχει δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση, υποβάλλει την αίτησή του στο ίδιο δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο που εξέδωσε την αθωωτική απόφαση ή βούλευμα ή εξαφάνισε την καταδικαστική απόφαση συνεπεία ενδίκου μέσου…2. Η αίτηση υποβάλλεται γραπτά και παραδίδεται στον εισαγγελέα του αρμόδιου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από το αμετάκλητο της απόφασης ή του βουλεύματος ή από την έκδοση της απόφασης επί της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας”.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 539 παρ. 1, 2, 3 ΚΠΔ “1. Η αίτηση εισάγεται αμέσως στο δικαστήριο ή στο δικαστικό συμβούλιο προς εκδίκαση, αφού ειδοποιηθεί ο αιτών ή ο αντίκλητός του για να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο ή στο δικαστικό συμβούλιο…2. Το δικαστήριο και το δικαστικό συμβούλιο αποτελείται κατά προτίμηση από τους ίδιους δικαστές που αποφάνθηκαν για την ποινική υπόθεση. 3. Σχετικά με την υποχρέωση του Δημοσίου για αποζημίωση αποφαίνεται το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο, αφού προηγουμένως ακουστούν ο αιτών και ο Εισαγγελέας”.
Κατά δε το άρθρο 540 ΚΠΔ “Σε περίπτωση, που γίνει δεκτή η αίτηση για αποζημίωση, επιδικάζεται στον αιτούντα αμετακλήτως κατ’ αποκοπή αποζημίωση συνολικά για τεκμαρτή περιουσιακή ζημία και για ηθική βλάβη, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη των είκοσι (20) ευρώ ούτε ανώτερη των πενήντα (50) ευρώ την ημέρα και της οποίας το ύψος προσδιορίζεται αφού ληφθεί υπόψη και η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου. Το κατώτερο και το ανώτερο όριο της αποζημίωσης μπορεί να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων”, ενώ, τέλος, κατά το άρθρο 542 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα “Οι διατάξεις των άρθρων 535 – 540 εφαρμόζονται ανάλογα και από τον ‘Αρειο Πάγο, όταν αυτός απαλλάσσει εκείνον που καταδικάσθηκε ή παραπέμφθηκε για κακούργημα ή πλημμέλημα”.
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι αίτηση για αποζημίωση μπορεί να υποβάλει και εκείνος που κρατήθηκε με καταδικαστική απόφαση, η οποία μετέπειτα εξαφανίσθηκε αμετάκλητα συνεπεία ενδίκου μέσου, ότι η αίτηση υποβάλλεται στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την αθωωτικής απόφαση ή εξαφάνισε την καταδικαστική απόφαση συνεπεία ενδίκου μέσου, ότι αν το εκδόν την αθωωτική απόφαση είναι το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, η αίτηση εισάγεται ενώπιον του Αρείου Πάγου προς εκδίκαση πρέπει δε να υποβληθεί μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από το αμετάκλητο της απόφασης.
Εξάλλου, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι το Δημόσιο δεν έχει υποχρέωση για αποζημίωση, αν εκείνος που καταδικάσθηκε ή κρατήθηκε προσωρινά έγινε από πρόθεση παραίτιος της καταδίκης ή της υποχρεωτικής κράτησης. Παραίτιος από πρόθεση, όρος ο οποίος διαφοροποιείται όχι μόνο λεκτικά αλλά και εννοιολογικά από εκείνον του υπαιτίου, θεωρείται εκείνος που με τη συμπεριφορά του, η οποία δεν είναι ανάγκη να χαρακτηρίζεται ως υπαίτια ή να θεμελιώνει οποιαδήποτε ενοχή, συνετέλεσε στην προσωρινή κράτηση ή την καταδίκη του, αποτέλεσμα το οποίο είτε επεδίωξε ο ίδιος, είτε το αποδέχθηκε ως ενδεχόμενο ή αναγκαίο (ΑΠ 448/2014, ΑΠ 1279/2007).
Για να αποκλεισθεί το δικαίωμα αποζημίωσης απαιτείται πάντως, να υφίσταται σχέση αιτίου και αποτελέσματος μεταξύ της συμπεριφοράς και της καταδίκης του μετέπειτα αθωωθέντος, ως πρόθεση δε μπορεί να θεωρηθεί μεταξύ άλλων ενεργειών και παραλείψεων του προσωρινώς κρατηθέντος ή καταδικασθέντος, η άρνηση απολογίας, η ψευδής ομολογία ή ψευδής δήλωση (ΑΠ 444/2015).
Προϋπόθεση για τη θεμελίωση του δικαιώματος για αποζημίωση είναι να έχει εκτιθεί ολοκληρωτικά η ποινή από τον αιτούντα – αδίκως καταδικασθέντα, διότι ασφαλώς δεν δικαιούται αποζημίωσης ο καταδικασθείς του οποίου η ποινή ανεστάλη κατά τα άρθρα 99 επ. ΠΚ. Για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη και η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ