fbpx

Πρόκληση και προσφορά για την τέλεση εγκλήματος (186 ΠΚ) – διαχρονικό δίκαιο

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 831/2021 εξετάζεται από πλευράς διαχρονικού δικαίου η διάταξη του άρθρου 186 ΠΚ «Πρόκληση και προσφορά για την τέλεση εγκλήματος» και εντοπίζονται οι διαφοροποιήσεις της παλαιάς και νέας διάταξης του ιδιώνυμου αυτού εγκλήματος.

186 ΠΚ και διαχρονικό δίκαιο. «Κατά τη διάταξη του άρθρου 186 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ “όποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο κακούργημα, καθώς και όποιος προσφέρεται ή αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή προσφορά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”. Για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από την άνω διάταξη ιδιώνυμου (έναντι των περί ηθικής αυτουργίας διατάξεων) και υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος, απαιτείται η με οποιονδήποτε τρόπο πρόκληση ή παρότρυνση κάποιου να διαπράξει ένα κακούργημα. Πρόκληση αποτελεί η δήλωση του δράστη, με την οποία επιζητείται να πεισθεί έτερο πρόσωπο για τη διάπραξη ενός κακουργήματος, ενώ παρότρυνση είναι απλώς η προσπάθεια επίδρασης στη βούληση άλλου προκειμένου αυτός να τελέσει ένα κακούργημα. Η πρόκληση δύναται να λάβει τη μορφή συμβουλής, διαταγής, απειλής κ.λπ, ενώ η παρότρυνση δύναται να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με ενθάρρυνση, υποδείξεις, συστάσεις, συμβουλές κ.λπ. (ΑΠ 1077/2016)

 Κατά τη διάταξη του άρθρου 186 παρ.1 του νέου Ποινικού Κώδικα (ν.4619/2019) “όποιος δίνει ή υπόσχεται αμοιβή σε άλλον για να τελέσει ορισμένο κακούργημα, καθώς και όποιος αποδέχεται αυτήν την προσφορά και αναλαμβάνει την τέλεσή του, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη”. Η νέα αυτή διάταξη, με την οποία περιορίζεται το εύρος της αξιόποινης συμπεριφοράς τού εν λόγω αδικήματος, είναι ευμενέστερη της προϊσχύσασας, αφού η πράξη είναι πλέον αξιόποινη μόνον όταν ο δράστης δίνει ή υπόσχεται αμοιβή σε άλλον για να τελέσει ορισμένο κακούργημα (ή πλημμέλημα κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου) και όχι όταν μετέρχεται γενικά οποιονδήποτε άλλο τρόπο από τους προαναφερθέντες, όπως προβλεπόταν από την αντίστοιχη διάταξη του προϊσχύσαντος ΠΚ (ΑΠ 1428/2019).»

Κρίση του ΑΠ επί της ενδίκου υποθέσεως«Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο.  Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε’ του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΟΛ.ΑΠ 2/2011)

Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γρεβενών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα ειδικώς αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα εξής: “…στα Γρεβενά, στο Κατάστημα Κράτησης Φελίου κατά τον μήνα Φεβρουάριο του 2017 και σε ημερομηνία που δεν κατέστη δυνατό να προσδιορισθεί επακριβώς, ο κατηγορούμενος με πρόθεση, παρότρυνε έναντι αμοιβής κάποιον να διαπράξει ορισμένο κακούργημα και συγκεκριμένα, ενώ ετύγχανε κρατούμενος στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών, με πρόθεση παρότρυνε τον τότε συγκροτούμενο του Α. Κ. του Α., να διαπράξει, έναντι αμοιβής, που δεν κατέστη δυνατό να προσδιοριστεί, το κακούργημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση (αρθ. 299 παρ. 1 ΠΚ), ήτοι να σκοτώσει την πεθερά του, Π. Λ. του Κ., σε περίπτωση που του χορηγείτο κάποια τακτική άδεια….. Κατ’ ακολουθία, λοιπόν, των ανωτέρω, στην προκειμένη περίπτωση, κατά την κρίση της πλειοψηφίας αυτού του Δικαστηρίου, (….) οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου κρίνονται απορριπτέοι και περαιτέρω κρίνεται ότι πληρούται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο αξιόποινης πράξης του άρθρου 186 Π.Κ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον Ν. 4619/2019, και το οποίο είναι ευμενέστερο και άρα εφαρμοστέο κατ’ άρθρο 2 Π.Κ και για τον λόγο αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την τέλεση αυτής.” Στη συνέχεια, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι “στα …, κατά τον μήνα Φεβρουάριο του 2017 και σε ημερομηνία που δεν κατέστη δυνατό να προσδιορισθεί επακριβώς κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση, με πρόθεση, προκάλεσε κάποιον να διαπράξει ορισμένο κακούργημα και συγκεκριμένα, ενώ ετύγχανε κρατούμενος στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών, προκάλεσε, σε συνομιλία που είχε μαζί του, με πειθώ, τον συγκρατούμενό του και δεύτερο κατηγορούμενο, Α. Κ. του Α., να διαπράξει το κακούργημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση (αρθ. 299 παρ. 1 Π’Κ), ήτοι να φονεύσει με πρόθεση, την πεθερά του (του πρώτου κατηγορουμένου), Π. Λ. του Κ., σε περίπτωση που του χορηγείτο κάποια τακτική άδεια.”

Έτσι που έκρινε το Δικαστήριο, στέρησε νόμιμης βάσης την απόφασή του, καθόσον υφίσταται αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού αυτής αναφορικά με τον τρόπο τέλεσης του επίδικου εγκλήματος, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος του Αρείου Πάγου σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου. Ειδικότερα, ενώ στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη με υπόσχεση αμοιβής, σύμφωνα δηλ. με την ευμενέστερη διάταξη του άρθρου 186 παρ.1 του νέου ΠΚ, στο διατακτικό αναφέρεται ότι τέλεσε αυτήν με πειθώ και μόνο, που όμως δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της προβλεπόμενης από την ευμενέστερη διάταξη του άρθρου 186 παρ.1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ αξιόποινης πράξης. Συνεπώς, είναι βάσιμος ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε’ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού και αφού παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως, (άρθρο 519 ΚΠΔ).»

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -