fbpx
Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου, 2024

Προπαρασκευαστικές αποφάσεις και οι διακρίσεις αυτών (548 ΚΠΔ)

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης


Με την ΑΠ 508/2022 ερμηνεύεται το άρθρο 548 ΚΠΔ σχετικά με τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις του δικαστηρίου, γίνεται η διάκριση αυτών, καθώς και ποιες από τις αποφάσεις αυτές είναι ανακλητές.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 548 του ΚΠΔ«η προπαρασκευαστική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί. Το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί αυτές τις αποφάσεις του».

Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, προπαρασκευαστικές (μη οριστικές) είναι οι αποφάσεις που δεν αποφαίνονται τελειωτικώς επί της κατηγορίας.

Γνήσιες προπαρασκευαστικές και, επομένως, ανακλητές είναι οι αποφάσεις που εκδίδονται πριν από την τελειωτική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της κατηγορίας επιλύοντας διάφορα παρεμπίπτοντα ζητήματα προς διευκόλυνση και πρόοδο της διαδικασίας και προς παρασκευή της τελειωτικής κρίσης και απόφασης επί της κατηγορίας.

Μη γνήσιες προπαρασκευαστικές και, επομένως, μη ανακλητές είναι οι αποφάσεις που κρίνουν ενστάσεις παραγραφής, αναρμοδιότητας, δεδικασμένου, αποβολής πολιτικής αγωγή, αιτήσεις εξαίρεσης, διότι επιλύουν οριστικά τα παραπάνω ζητήματα και τυχόν επανάκριση αυτών και ανάκληση θα καθιστούσε το ίδιο δικαστήριο δευτεροβάθμιο του εαυτού του και θα δημιουργούσε ανασφάλεια δικαίου.

Ένδικη υπόθεση: Προκειμένου για έγκλημα κατ’ έγκληση διωκόμενο, η ύπαρξη της έγκλησης ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, το οποίο αν διαπιστώσει ότι δεν υποβλήθηκε έγκληση, οφείλει να κηρύξει την ποινική δίωξη απαράδεκτη, άλλως υπερβαίνει την εξουσία του (ΑΠ 720/2019). Από τα πρακτικά των προσβαλλόμενων αποφάσεων, παραδεκτώς επισκοπούμενα για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων υπέβαλε ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας, το οποίο με την προπαρασκευαστική του απόφαση 739/19-11-2019 ανέβαλε, κατά το άρθρο 352 του ΚΠΔ, τη συζήτηση της υπόθεσης προκειμένου να κληθεί ο μάρτυς Σ. Π., τον ισχυρισμό περί του ότι είναι απαράδεκτη η ποινική δίωξη σε βάρος του, διότι δεν έχει υποβληθεί έγκληση αλλά και ούτε δήλωση συνέχισης της δίκης κατά το άρθρο 464 του ΠΚ.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Άρτας με την 739/19-11-2019 προπαρασκευαστική απόφαση απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με το ακόλουθο σκεπτικό: [Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου Άρθρο 337 «Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας» παρ. 1: Όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, με γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση. Παρ. 2: Με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη της προηγουμένης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος των δώδεκα ετών. Από τη γραμματική διατύπωση του νόμου προκύπτει ότι η περίπτωση της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου, είναι σαφώς διακριτή από την παράγραφο 1, όχι μόνο ως προς το πλαίσιο ποινής που προβλέπει, αλλά και ως προς την αναγκαιότητα υποβολής εγκλήσεως. Η παράγραφος 1 ρητά προβλέπει ότι ποινική δίωξη ασκείται μόνο κατόπιν εγκλήσεως. Όταν όμως πρόκειται για περίπτωση όπου ο παθών τυγχάνει πρόσωπο μικρότερο των 12 ετών, τότε η υποβολή της έγκλησης δεν είναι αναγκαία για την άσκηση της ποινικής δίωξης. Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος φέρεται να τέλεσε το αδίκημα του άρθρου 337 Π.Κ. σε βάρος προσώπου μικρότερου των 12 ετών, ως εκ τούτου εφαρμογή έχει η παράγραφος 2 του άρθρου 337 Π.Κ. και επομένως δεν απαιτείται η υποβολή εγκλήσεως. Μετά ταύτα η σχετικώς υποβληθείσα ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί.].

Στη συνέχεια, ο αναιρεσείων επανέφερε τον ως άνω ισχυρισμό, στην μετά αναβολή εκδίκαση της υπόθεσης, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, κατά την έκδοση της τελειωτικής απόφασης 275/1-9-2020 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με το ακόλουθο σκεπτικό: [Όταν το δικαστήριο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ όταν παραλείπει να αποφασίσει κάτι για το οποίο υποχρεούται στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (ΑΠ 592/2011 ΠοινΧρ 2012/263, ΑΠ 69/2014, ΠοινΧρ 2014/459). Στην προκειμένη περίπτωση ο συνήγορος του κατηγορουμένου επαναφέρει την από 1.9.2020 ένσταση – δήλωσή του, υπό όμοιο, ακριβώς περιεχόμενο και αίτημα με εκείνο επί του οποίου έκρινε τελειωτικά, το Δικαστήριο τούτου, σε προγενέστερη συνεδρίασή του (19.11.2019), οπότε με την αναβλητική απόφασή του με αριθμό 739/19.11.2019 (προδικαστική και ανακλητέα, μόνο, κατά περί κρεισσόνων αποδείξεων διάταξή του, σε περίπτωση σχετικού λόγου) έταμε το εγερθέν συναφώς, ζήτημα, δεν φέρεται δε, στο στάδιο τούτο, παραδεκτώς εκ νέου αυτή η δήλωση – ένσταση, αφού πλέον το ζήτημα τούτο, ενδεχομένως, είναι δυνατό να επιλυθεί μόνο με συμπροσβολή της 739/2019 αποφάσεως και της παρούσας και δη κατά το δίκαιο της αναιρέσεως].

Με τις παραδοχές αυτές που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό των προσβαλλόμενων αποφάσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας, τόσον της προπαρασκευαστικής απόφασης, όσον και της τελειωτικής, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε σε αυτές την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεδομένου ότι

Α) στην προπαρασκευαστική απόφαση εκτίθεται ότι η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας προσώπου νεότερου των 12 ετών διώκεται αυτεπαγγέλτως κατά τη διάταξη του άρθρου 337 παρ. 2 του ΠΚ και δεν απαιτείται η υποβολή έγκλησης και

Β) στην τελειωτική απόφαση εκτίθεται ότι η κρίση αυτή της προπαρασκευαστικής απόφασης ήταν μη ανακλητή διότι επέλυσε οριστικά το ζήτημα της απόρριψης του ισχυρισμού περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης και δεν μπορούσε να ανακληθεί.

Κατά συνέπεια, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Ε’, και Θ’ του ΚΠΔ, πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της κρινόμενης αίτησης, με τους οποίους αποδίδεται στις προσβαλλόμενες αποφάσεις οι πλημμέλειες του απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω μη υποβολής έγκλησης για την πράξη του άρθρου 337 παρ. 2 του ΠΚ, της υπέρβασης εξουσίας με τη συνέχιση της σε βάρος του ποινικής δίωξης, της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 δ’ του ΚΠΔ και της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, είναι αβάσιμοι.

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -