Σύμφωνα με την περ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρείται τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας «αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά τον νόμο έλαβε αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν». Ωστόσο ενόψει της διατύπωσης του λόγου αυτού αναίρεσης, ιδία δε κατά την τρίτη περίπτωση αυτού, έχει δημιουργηθεί μείζον πρόβλημα αν επιβάλλεται ή όχι να γίνεται ειδική αναφορά στην προσβαλλομένη απόφαση ενός εκάστου των αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας. ώστε να καθίσταται αναμφίβολο αν πράγματι τα έλαβε υπόψη του ή όχι.
Πρόκειται για ένα θέμα, το οποίο όχι μόνο δεν έχει επιλύσει οριστικά ο Αρειος Πάγος -καίτοι αποτελεί έναν από τους συνήθεις χρησιμοποιούμενους από τους αναιρεσείοντες λόγους αναίρεσης- αλλ’ αντίθετα έχει διαμορφώσει ήδη τρεις (3) διαφορετικές απόψεις, με αποτέλεσμα όχι μόνον να δημιουργείται ασάφεια σχετικά με το ορισμένο και παραδεκτό του λόγου αυτού, αλλά και να περιορίζεται το δικαίωμα παροχής έννομης κατά την αναιρετική διαδικασία.
Συγκεκριμένα ο Αρειος Πάγος έχει κρίνει ότι, όταν το δικαστήριο της ουσίας διαλαμβάνει γενικά στην απόφασή του ότι έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλέστηκαν οι διάδικοι, δεν καθίσταται αναμφίβολο αν τα έλαβε πράγματι υπόψη του και η απόφασή του αναιρείται (βλ. 191/2006 και 218/2016 – 155/2005 Δ. 36, 1027 – 526/2005 Δ. 36, 1205 – ΑΠ 690/2005 Δ. 37, 104, κ.ά.) και σε άλλες περιπτώσεις έκρινε ότι δεν απαιτείται ειδική αναφορά ενός εκάστου των αποδεικτικών μέσων, αλλά αρκεί να καθίσταται βέβαιο από το περιεχόμενο της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα (βλ. 409/2004, 427/2004 Δ. 36, 361 – 472/2004 Δ. 36, 368 – 104/2005, Δ. 36, 1027 – 1541/2005 Δ. 37, 255 κ.ά.), ενώ πολλές φορές επιλέγει και την εξής ενδιάμεση εκδοχή και συγκεκριμένα ότι η γενική αναφορά, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του όλα τα προσκομισθέντα και επικληθέντα αποδεικτικά μέσα, δεν αποκλείει την ίδρυση του λόγου αυτού, όταν από το περιεχόμενο της απόφασής του δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε πράγματι υπόψη (βλ. ΑΠ 549/2018 ΝοΒ 66, 1462 – 22/2005 Δ. 36, 764 – 131/2005 Δ. 36, 767 – 106/2005 Δ. 36, 1027 – 763/2005 Δ. 37, 104 – 832/2005 Δ. 37, 104 – 1594/2005 Δ. 37, 422, κ.ά.).
Το πρόβλημα αυτό είχε απασχολήσει ιδιαίτερα και τη συντακτική επιτροπή του σχεδίου του Κ.Πολ.Δ. (ίδετε περισ. Κ.Μπέη, Πολιτική Δικονομία, τομ. 3, σελ. 2205 επ.) και είχαν διαμορφωθεί σχετικά δύο απόψεις: Κατά την πρώτη, η μη ειδική απαρίθμηση στην απόφαση των ληφθέντων υπόψη αποδεικτικών μέσων αποτελεί λόγο για την αναίρεσή της, κατά τη δεύτερη όμως όχι, αφενός μεν γιατί θεωρεί επαρκή την αντίστοιχη βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι πράγματι τα έλαβε όλα υπόψη του και αφετέρου γιατί υπάρχει κίνδυνος να αναιρούνται αποφάσεις οι οποίες αν και έλαβαν υπόψη τους όλα τα αποδεικτικά μέσα εν τούτοις από παραδρομή δεν αναγράφηκε ένα ή ορισμένα απ’ αυτά. Τελικά η επιτροπή αποφάσισε να παραμείνει η διατύπωση της διάταξης όπως υπήρχε στο σχέδιο και άφησε στον Άρειο Πάγο τη διαμόρφωση της προσφορότερης με το γράμμα και το πνεύμα της διάταξης αυτής νομολογίας. Ωστόσο, όπως έδειξε και η μετέπειτα πορεία των πραγμάτων, η νομολογία του Αρείου Πάγου δεν δικαίωσε την πεποίθηση των συντακτών του Κ.Πολ.Δ., αφού μέχρι σήμερα δεν έχει καταλήξει σε ασφαλή κριτήρια ως προς το πότε αναιρούνται και πότε δεν αναιρούνται, για τον λόγο αυτόν, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας. Κατά τον Καθηγητή Κ.Μπέη (Πολιτική Δικονομία, τομ. 3, σελ. 2207) ένα αντικειμενικό μέτρο για την ορθή εφαρμογή της εν λόγω διάταξης θα ήταν η πιστή τήρηση του άρθρου 340 Κ.Πολ.Δ. (που αφορά την αποδεικτική δύναμη των αποδεικτικών μέσων), δηλαδή, η αναίρεση κάθε απόφασης που δεν θα περιέχει ειδική εκτίμηση για κάθε αποδεικτικό μέσο, πλην όμως η μέχρι σήμερα νομολογία του Αρείου Πάγου δεν δέχεται τη λύση αυτή παρόλο που το άρθρο 340 Κ.Πολ.Δ. αξιώνει ειδική αιτιολογία της δικαστικής εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων. Την υιοθέτηση της παραπάνω θέσης ενισχύει και η πρακτική των δικαστηρίων της ουσίας, να εξαίρουν ορισμένα αποδεικτικά μέσα από την γενική αναφορά, ότι τα έλαβαν όλα υπόψη τους, και να τα εκτιμούν ιδιαιτέρα σε σχέση με τα υπόλοιπα. Η πρακτική αυτή επιτείνει τον σχετικό προβληματισμό, καθώς καθιστά εντονότερα αμφίβολο, αν το δικαστήριο της ουσίας έχει πράγματι λάβει υπόψη του και τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα ή αν τελικώς στήριξε την ουσιαστική κρίση του μόνο επί των εξαιρετικώς και ιδιαιτέρως μνημονευθέντων αποδεικτικών μέσων.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Κουτσουλέλος είναι Δικηγόρος Αθηνών και ιδρυτικό μέλος του επιστημονικού σωματείου Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ