Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης και τα διαδικαστικά κωλύματα αποτελούν το δικονομικό αντικείμενο της δίκης και σχετίζονται (α) είτε με το δικαιοδοτικό όργανο, (β) είτε με τους διαδίκους, (γ) είτε με το αντικείμενο της δίκης. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης που σχετίζονται με το δικαστήριο είναι η δικαιοδοσία και η αρμοδιότητα (υλική και τοπική). Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης που σχετίζονται με τους διαδίκους είναι η ικανότητα διαδίκου, η ικανότητα δικαστικής παραστάσεως και ελλείψει της τελευταίας η νόμιμη εκπροσώπηση στη δίκη, η νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον. Υποστηρίζεται ότι η ικανότητα προς το δικολογείν δεν θεωρείται κατ’ ακριβολογίαν διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, με το επιχείρημα ότι η έλλειψή της δεν έχει ως κύρωση το απαράδεκτο της αγωγής, αλλά τη μη νόμιμη παράσταση του διαδίκου και κατά συνέπεια την ερημοδικία του (βλ. όμως και ΑΠ 630/2023 areiospagos.gr, όπου η ικανότητα προς το δικολογείν χαρακτηρίζεται ως μία εκ των διαδικαστικών προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν για την έγκυρη γένεση και διεξαγωγή της δίκης). Με το αντικείμενο της δίκης σχετίζεται ως διαδικαστική προϋπόθεση το κύρος του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης, δηλαδή κατά βάση ότι έχει τηρηθεί ο έγγραφος τύπος και ότι έχει το ελάχιστο αναγκαίο περιεχόμενο που αναφέρεται στα άρθρα 118, 119 και 216 ΚΠολΔ. Με το αντικείμενο της δίκης σχετίζονται και τα διαδικαστικά κωλύματα της εκκρεμοδικίας και του δεδικασμένου.
Η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης δεν υπάγονται στο πεδίο της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και οι διάδικοι στερούνται της εξουσίας να διαθέσουν αυτές τις προϋποθέσεις είτε με παραίτηση από τη σχετική ένσταση ή με αποδοχή του σχετικού ισχυρισμού του αντιδίκου (βλ. Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία τ. 2, σελ. 397-398).Η έλλειψη μιας διαδικαστικής προϋποθέσεως ή η ύπαρξη ενός διαδικαστικού κωλύματος οδηγεί κατά κανόνα σε απόρριψη της αγωγής ή του ενδίκου βοηθήματος ως απαράδεκτου, εκτός από την έλλειψη υλικής ή τοπικής αρμοδιότητας, οπότε το αναρμόδιο δικαστήριο παραπέμπει κατ’ άρθρον 46 ΚΠολΔ στο αρμόδιο με εξαίρεση τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (βλ. άρθρο 683 παρ. 5 ΚΠολΔ) και την ύπαρξη εκκρεμοδικίας, οπότε το δικαστήριο αναστέλλει την εκδίκαση της υποθέσεως (βλ. άρθρο 222 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Το βάρος απόδειξης της συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων το φέρει ο ενάγων, διότι ο ισχυρισμός του εναγομένου περί ελλείψεώς τους συνιστά άρνηση (βλ. Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, τ. 2, σελ. 398, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα [-Νίκα], Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, άρθρο 73, σελ. 167). Το βάρος απόδειξης της ύπαρξης ενός διαδικαστικού κωλύματος (εκκρεμοδικίας ή δεδικασμένου), το φέρει, όμως, ο εναγόμενος (Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία τ. 2, σελ. 398).
Εάν λείπουν περισσότερες διαδικαστικές προϋποθέσεις τίθεται το ζήτημα με ποια σειρά θα πρέπει να τις εξετάσει το δικαστήριο, δεδομένου ότι δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Κρατεί η άποψη ότι πρώτα θα πρέπει να εξετάζεται η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων που αφορούν στο δικαστήριο, στη συνέχεια η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων που αφορούν στους διαδίκους και ύστερα οι σχετικές με το αντικείμενο της δίκης θετικές και αρνητικές διαδικαστικές προϋποθέσεις. Έχει, ωστόσο διατυπωθεί και η άποψη ότι θα πρέπει πρώτα να εξετάζονται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της ικανότητας των διαδίκων και της αντιπροσωπευτικής εξουσίας των αντιπροσώπων τους και ύστερα η αρμοδιότητα του δικαστηρίου, ενώ από τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που αφορούν στους διαδίκους θα πρέπει να προηγείται η έρευνα της ύπαρξης δικαιοδοσίας (βλ. Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, τ. 2, σελ. 270). Με το δεδομένο, όμως, ότι η αναρμοδιότητα, υλική ή τοπική, δεν επιφέρει κατά κανόνα ως συνέπεια την απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος ως απαράδεκτου, αλλά την παραπομπή του στο αρμόδιο δικαστήριο, προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη ότι θα πρέπει πρώτα να εξετάζεται η διαδικαστική προϋπόθεση της υλικής και τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου, ώστε σε περίπτωση αναρμοδιότητας και παραπομπής του ενδίκου βοηθήματος στο αρμόδιο δικαστήριο να είναι το τελευταίο που θα κρίνει τη συνδρομή ή όχι των λοιπών διαδικαστικών προϋποθέσεων.
Ως προς το ζήτημα αυτό ο Άρειος Πάγος (Α2 Πολιτικό Τμήμα) με την πρόσφατη υπ’ αριθμόν 343/2023 απόφασή του έκρινε επί λέξει τα εξής: «Οι διαδικαστικές πράξεις, που αποτελούν κύριο συστατικό στοιχείο της δίκης ως έννομης σχέσης και ως διαδικασίας, προβλέπονται και ρυθμίζονται από το νόμο, και, μάλιστα, ασκούνται κατά ορισμένο τύπο και έχουν ορισμένο περιεχόμενο. Ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος καταλαμβάνει όλες τις βαθμίδες της δικονομικής αξιολόγησης των διαδικαστικών πράξεων και, συνεπώς, την κρίση για το υποστατό, την ακυρότητα και το παραδεκτό των διαδικαστικών πράξεων. Ανυπόστατη είναι η διαδικαστική πράξη, όταν ελλείπουν οι ουσιώδεις όροι, οι οποίοι συνιστούν, σύμφωνα με ορισμένο κανόνα δικαίου, τα συνθετικά στοιχεία συγκεκριμένης μορφής αυτής. Η έλλειψη ουσιώδους όρου του πραγματικού της διαδικαστικής πράξης, συνεπεία της οποίας είναι ανυπόστατη, μπορεί να οφείλεται σε διαφόρους λόγους (έλλειψη του κατά νόμο απαιτούμενου περιεχομένου της, έλλειψη ως προς το υποκείμενό της ή ως προς συστατικό τύπο κλπ). Έτσι, η διαδικαστική πράξη μπορεί να είναι ανυπόστατη και όταν δεν έχουν τηρηθεί ορισμένες διατυπώσεις, που είναι απαραίτητες για την τελείωσή της. Εξάλλου, απαράδεκτη είναι η διαδικαστική πράξη, η οποία δεν πληροί τις κατά νόμο προϋποθέσεις για τον έλεγχο του περιεχομένου της. Ειδικότερα, με τον όρο “απαράδεκτο” νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή αυτό που δημιουργείται από την αθέτηση – παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (Ολ ΑΠ 2/2001, ΑΠ 480/2020, ΑΠ 175/2019). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το απαράδεκτο αφορά μόνο στις “επιτευκτικές” διαδικαστικές πράξεις, δηλαδή εκείνες που τείνουν στη δημιουργία των αναγκαίων όρων για την έκδοση συγκεκριμένης απόφασης, ώστε η κατ’ αποτέλεσμα ενέργειά τους να εκδηλώνεται με την απόφαση και μόνο δυνάμει αυτής. Θεμέλιο και κινητήριο μοχλό της δίκης αποτελεί η αγωγή. Με αυτήν ανοίγει η διαδικασία και η έννομη σχέση της δίκης. Με την αγωγή φέρεται προς διάγνωση συγκεκριμένο ιδιωτικού δικαίου δικαίωμα που έχει προσβληθεί. Ενώ, όμως, η ουσιαστικού δικαίου αξίωση στρέφεται κατά του υπόχρεου η αγωγή απευθύνεται προς την πολιτεία ως φορέα της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Από τις διατάξεις των άρθρων 215 παρ. 1 και 221 παρ. 1α ΚΠολΔ προκύπτει ότι η άσκηση της αγωγής είναι σύνθετη διαδικαστική πράξη και ολοκληρώνεται με την ενέργεια των επί μέρους διαδικαστικών πράξεων της κατάθεσης και της επίδοσης, οι οποίες εκτιμώνται ως μια ενότητα (ΑΠ 1974/2008, πρβλ ΑΠ 1181/2022). Από το χρόνο της κατάθεσης της αγωγής επέρχονται οι δικονομικές συνέπειές της, όπως είναι και η εκκρεμοδικία. Με την παρ. 2 του άρθρου 215 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του ν. 4335/2015, με έναρξη ισχύος την 1-1-2016, θεσπίστηκε σύντομη προθεσμία επίδοσης της αγωγής, αφετηριαζόμενη από το χρόνο της κατάθεσής της, ρητά δε ορίστηκε ότι, αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα, δηλαδή ανυπόστατη. Περαιτέρω, την έκδοση απόφασης επί της ουσίας, που είναι ο τελικός στόχος της δίκης, εξαρτά ο νόμος από την πλήρωση σειράς προϋποθέσεων, οι οποίες ερευνώνται από το δικαστήριο πριν από την ουσία της υπόθεσης. Οι διαδικαστικές αυτές προϋποθέσεις της δίκης αναφέρονται είτε στο δικαστήριο (π.χ. δικαιοδοσία, αρμοδιότητα) είτε στους διαδίκους (π.χ. ικανότητα δικαστικής παράστασης, ικανότητα διαδίκου) είτε στο αντικείμενο της δίκης (π.χ. εκκρεμοδικία, δεδικασμένο), η έρευνα δε αυτών χωρεί όχι μόνον κατ’ ένσταση αλλά και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 73 ΚΠολΔ), χωρίς να υπάρχει πρόβλεψη στο νόμο, σε περίπτωση έλλειψης συνδρομής περισσότερων διαδικαστικών προϋποθέσεων, ως προς τη σειρά με την οποία θα χωρήσει η σχετική έρευνα. Κατά κανόνα, αν ελλείπει κάποια διαδικαστική προϋπόθεση, επέρχεται ως κύρωση το απαράδεκτο της αγωγής, εκτός από την έλλειψη της καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητας, η οποία δεν επιφέρει το απαράδεκτο αυτής, αλλά η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο κατά το άρθρο 46 ΚΠολΔ. Συνεπώς, το πολιτικό δικαστήριο εισέρχεται στην έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής μόνον όταν διαπιστώσει τη συνδρομή των αναγκαίων διαδικαστικών προϋποθέσεων. Ωστόσο, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις δεν παριστούν απλώς προϋποθέσεις για την επί της ουσίας έρευνα της επίδικης ουσιαστικής αξίωσης, αλλά σκοπεύουν, γενικότερα, να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας, κάθε δε μεμονωμένη προϋπόθεση υπηρετεί και τους δικούς της σκοπούς. Αποτελούν, δηλαδή, αφηρημένες εγγυήσεις δικαστικής προστασίας, εξασφαλίζοντας διαφάνεια, σαφήνεια και βεβαιότητα δικαίου, χωρίς να επαφίεται η διάπλαση της δίκης στην ελεύθερη κρίση του δικαστή. Ειδικότερα, η κατά τόπον αρμοδιότητα κατανέμει της αγωγές σε συγκεκριμένο καθ’ ύλην δικαστήριο, η κατανομή δε αυτή υπακούει στην ανάγκη να δικασθεί η συγκεκριμένη διαφορά από το καταλληλότερο δικαστήριο, υπό συνθήκες προσιτές και με γνώμονα την ορθή και ταχεία επίλυσή της. Ενόψει αυτών, μολονότι, όπως αναφέρθηκε, δεν προβλέπεται η σειρά έρευνας των διαδικαστικών προϋποθέσεων, πρέπει κατά προτεραιότητα να εξετάζεται η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων που αφορούν το δικαστήριο, στη συνέχεια αυτών που αφορούν τους διαδίκους και ακολούθως των σχετικών με το αντικείμενο της δίκης. Το νομότυπο της άσκησης της αγωγής δεν αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, αλλά προϋπόθεση της ίδιας της διαδικαστικής αυτής πράξης. Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι διαδικαστικές πράξεις αποσκοπούν στην επίτευξη του σκοπού της δίκης, δηλαδή στη δημιουργία, εξέλιξη και περάτωση της δικαστικής διαδικασίας παροχής έννομης προστασίας, ρυθμίζονται δε από το δικονομικό δίκαιο ως προς τις προϋποθέσεις και τις έννομες συνέπειες. Επομένως, εφόσον, όπως αναφέρθηκε, η πρώτη επί μέρους διαδικαστική πράξη της άσκησης της αγωγής είναι η κατάθεση αυτής, η οποία και επιλέγεται από το νόμο ως αφετηριακό χρονικό σημείο για την επέλευση των δικονομικών συνεπειών και, ως εκ τούτου, προσδιορίζει την καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται, το δικαστήριο αυτό οφείλει να εξετάσει, κατά προτεραιότητα, στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης έρευνας των διαδικαστικών προϋποθέσεων, αν πράγματι έχει αρμοδιότητα, τοπική και υλική, να δικάσει την αγωγή, αφού μόνον το αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο δικαστήριο μπορεί να κρίνει τη συνδρομή ή μη και των λοιπών διαδικαστικών προϋποθέσεων, καθώς και το ισχυρό ή ανίσχυρο των διαδικαστικών πράξεων υπό οποιαδήποτε μορφή του και, συνακόλουθα, το κύρος, το έγκυρο ή μη, της επίδοσης, με την οποία ολοκληρώνεται η άσκηση της αγωγής. Τούτο επιβάλλεται και από την αρχή του φυσικού δικαστή. Κατά συνέπεια, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση, με την οποία θα αποφαίνεται ότι δεν ασκήθηκε αγωγή, δηλαδή ότι είναι ανυπόστατη, χωρίς προηγουμένως να ερευνήσει και να κρίνει ότι έχει αρμοδιότητα προς εκδίκασή της. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ, αν το Δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται για αυτό αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και προσδιορίζει το αρμόδιο Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 46 εδ. β ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η παραπεμπτική απόφαση, όταν τελεσιδικήσει είναι υποχρεωτική, τόσο για την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο έγινε η παραπομπή, και του άρθρου 513 παρ. 1α ΚΠολΔ, με το οποίο ορίζεται ότι έφεση επιτρέπεται κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό και παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας, προκύπτει ότι κατά τα λοιπά η απόφαση αυτή ουδεμία άλλη δέσμευση παράγει για το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο και μόνο κρίνει αδέσμευτα για το υποστατό της αγωγής, κατ’ άρθρο 215 ΚΠολΔ, και ως προς τη συνδρομή των λοιπών διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ.
* Ο κ. Παντελεήμων Ρεντούλης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μέλος ΣΕΠ Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής ΕΚΠΑ, Διδάσκων Πολιτική Δικονομία στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ