Σύμφωνα με την ΑΚ 1847 § 1, ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών, που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και τον λόγο της. Στην επαγωγή από διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει πλασματικά αποδεκτή (ΑΚ 1850 εδ. β΄).
Από την ανωτέρω ρύθμιση προκύπτει ότι ο νομοθέτης δεν επέλεξε σταθερό χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας, αλλά καθιέρωσε ένα κινητό σύστημα έναρξης αυτής, εξαρτώντας την από υποκειμενικά μεγέθη (γνώση της επαγωγής και του λόγου της), αποσκοπώντας κυρίως στην προστασία του κληρονόμου. Συνεπώς, η αποποίηση κληρονομιάς που έγινε από κληρονόμο μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τον θάνατο του κληρονομούμενου δεν την καθιστά άνευ ετέρου εκπρόθεσμη και τον αποποιηθέντα κληρονόμο πλασματικό κληρονόμο.
Γνώση της επαγωγής, ως γεγονός έναρξης της τετράμηνης προθεσμίας, νοείται η γνώση από τον κληρονόμο του θανάτου του κληρονομουμένου, γνώση δε του λόγου της επαγωγής συνιστά η εκ διαθήκης ή κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή κλήση του κληρονόμου στην κληρονομία· κατά την κρατούσα γνώμη απαιτείται να έμαθε ο κληρονόμος ότι συντρέχουν οι νομικές προϋποθέσεις και τα πραγματικά περιστατικά που επιφέρουν την επαγωγή της κληρονομίας σε αυτόν (ΑΠ 827/2017· ΑΠ 951/2013). Απαιτείται μάλιστα θετική γνώση· δεν αρκεί η υπαίτια άγνοια, ακόμη και αν οφείλεται σε βαριά αμέλεια του κληρονόμου.
Ενόψει των ανωτέρω, όταν πρόκειται για διαδοχή εξ αδιαθέτου, οπότε ο δικαιολογητικός αυτής λόγος της συγγενικής σχέσης μεταξύ κληρονομουμένου και κληρονόμου είναι από την αρχή δεδομένος και γνωστός στον τελευταίο, η τετράμηνη προθεσμία προς αποποίηση αρχίζει καταρχήν από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση του θανάτου του κληρονομούμενου συγγενούς του, εκτός αν η επαγωγή προς τον συγκεκριμένο κληρονόμο στηρίζεται σε γεγονότα μεταγενέστερα του θανάτου του κληρονομουμένου, όπως ιδίως η αποποίηση της κληρονομίας από κληρονόμο που προηγείτο κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Η γνώση της επαγωγής δεν αφορά δηλαδή μόνο γνώση περιστατικών κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου αλλά και γεγονότων που ολοκληρώνονται σε χρόνο μεταγενέστερο του θανάτου του κληρονομουμένου, όπως π.χ. η αποποίηση του αρχικώς καλούμενου κληρονόμου ή η κήρυξή του ως αναξίου να κληρονομήσει (ΓνμδΝΣΚ 83/2007· ΑΠ 493/2003).
Η πλάνη του κληρονόμου ως προς την επέλευση της επαγωγής αποτρέπει την έναρξη (άρα και τη συμπλήρωση) της προθεσμίας προς αποποίηση. Μάλιστα, στην ΑΚ 1851 εδ. α΄ ορίζεται ρητά ότι η αποποίηση είναι άκυρη, αν έγινε από πλάνη ως προς τον λόγο της επαγωγής. Κατά την κρατούσα γνώμη, την έναρξη της προθεσμίας κωλύει όχι μόνο η πλάνη περί τα πράγματα αλλά και η πλάνη περί το δίκαιο (ΑΠ 951/2013∙ ΑΠ 1087/2011).
Αν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια ή πλάνη ως προς το εναρκτήριο γεγονός της προθεσμίας αποποίησης (την επαγωγή και τον λόγο της), η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να εκκινήσει ούτε βεβαίως να συμπληρωθεί, ώστε να θεωρηθεί ότι η κληρονομία έγινε πλασματικά αποδεκτή. Εφόσον ο κληρονόμος έσπευσε να αποποιηθεί αμέσως μετά την άρση της εν λόγω πλάνης και πάντως εντός της νόμιμης προθεσμίας, η αποποίησή του πρέπει να θεωρηθεί εμπρόθεσμη. Σε αυτή συνεπώς την περίπτωση δεν χωρεί ακύρωση πλασματικής αποδοχής (βλ. ΑΚ 1857 § 4), δεδομένου ότι δεν έλαβε εν τέλει χώρα τέτοια αποδοχή. Για την άρση ωστόσο τυχόν αμφισβήτησης ως προς το εμπρόθεσμο ή μη της αποποίησης, ο αποποιηθείς κληρονόμος μπορεί να εγείρει αρνητική αναγνωριστική του κληρονομικού δικαιώματος αγωγή (ζητώντας δηλαδή να αναγνωριστεί ότι δεν κατέστη κληρονόμος) ή/και αγωγή αναγνώρισης του κύρους της δηλώσεως αποποίησης κληρονομίας, στην οποία προέβη (βλ. ΚΠολΔ 70). Η αγωγή αυτή μπορεί να ασκηθεί τόσο κατά των κληρονόμων, στους οποίους επάγεται η κληρονομιά επί αποδοχής της αγωγής του ενάγοντος, καθώς αυτοί έλκουν έννομο κληρονομικό συμφέρον από την έκπτωση του ενάγοντος, όσο και κατά των δανειστών της κληρονομίας.
Με την εν λόγω αναγνωριστική αγωγή μπορεί να σωρευθεί επικουρικά (ΚΠολΔ 219) η αγωγή ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας λόγω πλάνης, παρόλο που οι βάσεις κάθε αγωγής αντιφάσκουν μεταξύ τους (ΠΠρΘεσ 372/2021 ΤΝΠ Qualex· ΠΠρΘεσ 1019/2021 ΤΝΠ Qualex· ΠΠρΡόδ 50/2021 ΤΝΠ Qualex). Στην περίπτωση αυτήν η επικουρικά σωρευόμενη διαπλαστική αγωγή θα εξετασθεί, εφόσον η κύρια αναγνωριστική αγωγή απορριφθεί.
Η αναγνωριστική του κύρους της αποποίησης αγωγή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία. Λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα του αιτήματος της αγωγής, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου. Επιπλέον, δεν απαιτείται η εγγραφή της αγωγής στα βιβλία διεκδικήσεων, διότι δεν εντάσσεται στις αγωγές του άρθρου 220 § 1 του ΚΠολΔ. Ούτε η αγωγή ακύρωσης της πλασµατικής αποδοχής της κληρονοµίας λόγω πλάνης υπόκειται ως διαπλαστική σε δικαστικό ένσηµο, ενώ επίσης δεν απαιτείται η εγγραφή ούτε της εν λόγω αγωγής στα βιβλία διεκδικήσεων ή στα κτηµατολογικά φύλλα των κληρονοµιαίων ακινήτων, διότι δεν είναι εµπράγµατη, µεικτή ή αγωγή νοµής (ΚΠολΔ 220).
* Ο κ. Κίμων Σαϊτάκης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μεταδιδάκτορας (Post-doc) της Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ