fbpx
Πέμπτη, 19 Σεπτεμβρίου, 2024

Συμπλοκή και συνέργεια ανηλίκου σε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως – Απόρριψη ελαφρυντικού 133 ΠΚ

Χρόνος ανάγνωσης 10 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 10 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 755/2022 κρίθηκε αναίρεση ανηλίκου κατηγορούμενου ο οποίος κρίθηκε ένοχος για τις αξιόποινες πράξεις: 1) της συμπλοκής και β) της συνέργειας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και του επιβλήθηκε, για την πρώτη πράξη το αναμορφωτικό μέτρο της επίπληξης και για τη δεύτερη ο περιορισμός του σε Κατάστημα Κράτησης Νέων για πέντε (5) έτη, ενώ απορρίφθηκε και η χορήγηση ελαφρυντικού μετεφηβικής ηλικίας.

Νομικό μέρος. Α. Ανθρωποκτονία 299 ΠΚ «Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ (Ν. 4619/2019) ορίζεται, ότι “1. Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών”, ενώ στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται, ότι “2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη.” Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, “με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης, καθώς και όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος (ΑΠ 290/2016). Με άμεσο δόλο ενεργεί εκείνος που θέλει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, δηλαδή την καταστροφή της ζωής του άλλου ανθρώπου καθώς και αυτός που ενώ προβλέπει ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του ή της παράλειψής του δεν αφίσταται αυτής (“αναγκαίος δόλος”), με ενδεχόμενο δε δόλο, η ύπαρξη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς (ΑΠ 123/2015), πράττει εκείνος, ο οποίος προβλέπει ως δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα της θανατώσεως του άλλου και το αποδέχεται. Ειδικότερα, επί ενδεχόμενου δόλου, ο υπαίτιος δεν θέλει μεν ούτε επιδιώκει το εγκληματικό αποτέλεσμα, το προβλέπει όμως ως ενδεχόμενη συνέπεια της ενέργειας ή παραλείψεως του και το αποδέχεται, απαιτείται δηλαδή πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος και αποδοχή της πραγμάτωσής του. Κατά τον προσδιορισμό της μορφής αυτής υπαιτιότητας, ο Ποινικός Κώδικας υιοθέτησε τη θεωρία της εγκληματικής επιδοκιμασίας, σύμφωνα με την οποία, για την ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου πρέπει να διακριβωθεί, αφενός μεν ότι ο δράστης προέβλεψε ως δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα, εξαιτίας της ενέργειας ή παράλειψής του (διανοητικό-γνωστικό στοιχείο του δόλου), αφετέρου δε ότι το αποδέχθηκε (βουλητικό στοιχείο του δόλου). Η συνδρομή του στοιχείου της αποδοχής, που αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου, είναι ζήτημα απόδειξης και δεν προκαθορίζεται από το βαθμό της πιθανότητας, με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε από τη διαπίστωση ότι ο δράστης, αν και προείδε τούτο ως δυνατό, προχώρησε στην πράξη του ή αποδέχθηκε την παράλειψή του, δίχως να λάβει υπόψη του μια τέτοια προειδοποίηση, δεδομένου ότι η έννοια του δόλου, είτε άμεσου είτε ενδεχόμενου, συντίθεται από το γνωστικό και το βουλητικό στοιχείο του εγκληματικού αποτελέσματος και τα δύο δε αυτά στοιχεία είναι ισότιμα μεταξύ τους, οπότε δεν αρκεί μόνο η γνώση του υψηλού κινδύνου επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος από τυχόν ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, για να μεταβάλει σε ενδεχόμενο δόλο μια βαριά ή ελαφρά παράβαση του οικείου καθήκοντος επιμέλειας, αλλά προσαπαιτείται και η διαπίστωση ότι ο υπαίτιος, κατά τον κρίσιμο χρόνο τέλεσης της πράξης, δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του δυναμένου να επέλθει από την πράξη του εγκληματικού αποτελέσματος και εντεύθεν το επιδοκίμασε (ΑΠ 192/2015, ΑΠ 768/2013). Κριτήρια που λειτουργούν προς την κατεύθυνση του ενδεχόμενου δόλου είναι, μεταξύ άλλων, το υψηλό αντικειμενικό ποσοστό επικινδυνότητας της πράξης, η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδίωκε ο δράστης με τη συμπεριφορά του, οι δηλώσεις του δράστη πριν κατά ή μετά την πράξη, οι προηγούμενες σχέσεις μεταξύ δράστη και θύματος, η λήψη μέτρων από το δράστη για την αυτοπροστασία του και η μετέπειτα συμπεριφορά του. (ΟλΑΠ 4/2010, ΑΠ 1496/2018, ΑΠ 217/2018). Περαιτέρω, από τη διατύπωση του προαναφερόμενου άρθρου 299 Π.Κ. συνάγεται, ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση γίνεται διάκριση του δόλου σε δύο διαβαθμίσεις, ήτοι σε προμελετημένο (της παρ. 1) και απρομελέτητο (της παρ. 2), όταν υπάρχει βρασμός ψυχικής ορμής. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως, μολονότι αυτό δεν αναφέρεται ρητώς στη διάταξη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται υπό το κράτος ψυχικής υπερδιεγέρσεως και κατά τη λήψη της αποφάσεως και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας, γιατί, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 Π.Κ. για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη. Για την ύπαρξη του στοιχείου του βρασμού ψυχικής ορμής, στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος (οργής, θλίψης, φόβου, πάθους κλπ.), αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φτάνει σε τέτοια ψυχική κατάσταση και ένταση, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα της στάθμισης των αιτίων που κινούν στην πράξη ή απωθούν απ` αυτήν, χωρίς, όμως, η σχετική διατάραξη της συνείδησης να αναιρεί ή να μειώνει σημαντικά την ικανότητα καταλογισμού της πράξης. Προς τούτο, το δικαστήριο, στην πρώτη περίπτωση, πρέπει να διαλαμβάνει στην αιτιολογία της αποφάσεώς του, ότι ο δράστης ενήργησε με ψυχική ηρεμία. Δεδομένου, όμως, ότι στο νόμο δεν ορίζεται ως στοιχείο του δόλου του δράστη η ψυχική του ηρεμία, απαιτείται αυτό να προκύπτει είτε με ρητή έκθεση, είτε με άλλη παρεμφερή φράση, είτε από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά. Η ανθρωποκτόνος πρόθεση του δράστη (έστω και μη προσδιορισμένης ταυτότητας) δεν είναι πάντοτε εμφανής και κατά το πλείστον προκύπτει από την καταγραφή και εκτίμηση διαφόρων αντικειμενικών στοιχείων, όπως οι προηγούμενες σχέσεις δράστη-θύματος, το είδος του μέσου που χρησιμοποιήθηκε, η κατεύθυνση του πλήγματος ή της βολής, ο αριθμός των πληγμάτων, η απόσταση βολής, το μέρος του σώματος που πιθανόν επλήγη, οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η πράξη, η μεταγενέστερη συμπεριφορά του δράστη κ.ο.κ. (ΑΠ 608/2020, ΑΠ 230/2020, ΑΠ 1862/2019, ΑΠ 591/2019, ΑΠ 160/2019)».

Β. Συμπλοκή. «Κατά τη διάταξη του άρθρου 313 Π.Κ. “αν εξαιτίας συμπλοκής ή επίθεσης επήλθε θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη ανθρώπων (αρθ. 310), καθένας από εκείνους που πήραν μέρος στη συμπλοκή ή στην επίθεση τιμωρείται για μόνη τη συμμετοχή του σ’ αυτήν με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, εκτός αν έχει εμπλακεί χωρίς υπαιτιότητά του”. Με την ανωτέρω διάταξη τιμωρείται η απλή συμμετοχή σε συμπλοκή ή επίθεση, ως εξόχως επικίνδυνη δραστηριότητα. Πρόκειται για ιδιώνυμο έγκλημα, αναγκαίας συμμετοχής και αφηρημένης διακινδυνεύσεως, αφού μόνη συμμετοχή σε συμπλοκή έχει επικινδυνότητα. Συμπλοκή είναι η σύγκρουση δύο ή περισσοτέρων μεθ’ ενός ή περισσοτέρων κατ’ αλλήλων βιαιοπραγούντων, θα πρέπει δε να έχει ως επακόλουθο το θάνατο ή τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπων, η επέλευση των οποίων συνιστά εξωτερικό όρο του αξιοποίνου. Για τη στοιχειοθέτηση της εν λόγω πράξης πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπλοκής ή της επιθέσεως και του θανάτου ή της βαρείας σωματικής βλάβης, υποκειμενικά δε αρκεί απλός δόλος (πρόθεση), που περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη, ότι για συμπλοκή περισσοτέρων κατά την άνω έννοια. Αυτουργός του εγκλήματος είναι όποιος είναι παρών κατά τη βιαιοπραγική φιλονικία και συμβάλλει (σωματικώς ή ψυχικώς) σε επαγωγή των βιαιοπραγιών (ΑΠ 1857/2016)».

Γ. Συνέργεια. «Κατά το άρθρο 46 παρ. 1 στοιχ. β’ του προϊσχύσαντος ΠΚ, “με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης”, ενώ κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, με τον υπότιτλο “απλός συνεργός”, “όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β’ του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)”. Με το αντίστοιχο άρθρο 47 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ, που φέρει τον γενικό τίτλο “Συνεργός”, ορίζεται ότι “Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου, πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης, θέτοντας το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού”. Κατά την έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων, άμεση συνέργεια είναι η συνδρομή που παρέχεται στο δράστη της αξιόποινης πράξης κατά τη διάρκειά της και στην εκτέλεσή της, μάλιστα δε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε, ενώ οποιαδήποτε άλλη συνδρομή και ιδίως η συνδρομή που παρέχεται στο δράστη της αξιόποινης πράξης πριν από την τέλεσή της, είναι απλή συνέργεια. Για την πράξη της απλής συνέργειας, υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού, ο οποίος συνίσταται στη γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωσή της, διευκολύνοντας τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού μπορεί να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξης, με την ενίσχυση της απόφασης που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξης καθώς και η ενθάρρυνση αυτού καθ’ οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με φωνές, χειρονομίες, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξης ή την παροχή υπόσχεσης για συγκάλυψη του εγκλήματος με την εξάλειψη των ιχνών του (ΑΠ 678/2020, ΑΠ 552/2020)».

Απόρριψη ισχυρισμού του ελαφρυντικού της μετεφηβικής ηλικίας. «Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 133 ΠΚ, όπως ισχύει από 1.7.2019 μετά την τροποποίηση με Ν. 4619/2019, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83 ΠΚ) σε όποιον κατά το χρόνο που τέλεσε αξιόποινη πράξη είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο όχι όμως και το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του. Το δικαστήριο μπορεί: α) να διατάξει τον περιορισμό του σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (άρθρο 54) εφόσον κρίνει ότι η τέλεση της πράξης οφείλεται στην ελλιπή ανάπτυξη της προσωπικότητά ς του, λόγω της νεαρής ηλικίας του και ότι ο περιορισμός αυτός θα είναι αρκετός για να αποφευχθεί η τέλεση άλλων εγκλημάτων, ή β) να επιβάλει μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 3 εδ. β’ του άρθρου 130 (ΑΠ 528/2020, ΑΠ 160/2019, ΑΠ 2/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης ο αναιρεσείων δια του συνηγόρου του, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, υπέβαλε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικά πλην άλλων ισχυρισμών και τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του, του ελαφρυντικού της μετεφηβικής ηλικίας (άρθρο 133 ΠΚ) ως ακολούθως ” κατά την τέλεση των πράξεων για τις οποίες κατηγορούμαι ήμουν 17 ετών ανήλικος, και, συνεπώς, συντρέχει στην περίπτωσή μου η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου του ΠΚ και, συνεπώς, το δικαστήριό σας συνεκτιμώντας όλες τις περιστάσεις κατά τις οποίες τελέστηκαν τα γεγονότα, μπορεί να μου επιβάλλει μειωμένη ποινή”. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό ως αβάσιμο με την εξής κατά λέξη αιτιολογία: “Στην προκειμένη περίπτωση από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος επηρεάστηκε από τυχόν ανωριμότητα της μετεφηβικής ηλικίας ούτε τα εγκλήματα αυτά ανάγονται σε παραβατική συμπεριφορά που χαρακτηρίζει νέους μετεφηβικής ηλικίας. Αντίθετα αποδεικνύεται ότι αυτός ενήργησε κάνοντας συνειδητή επιλογή των πράξεων του και δεν συντρέχει λόγος επιβολής μειωμένης ποινής λόγω μετεφηβικής ηλικίας κατ’ άρθρο 133 ΠΚ”. Η αιτιολογία της απορριπτικής αυτής κρίσης του δικαστηρίου είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού με σαφήνεια και πληρότητα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους έκρινε το δικάσαν δικαστήριο ότι η εγκληματική συμπεριφορά του αναιρεσείντος αποτελούσε συνειδητή επιλογή και δεν έχει σχέση με τη νεανική ανωριμότητά του ώστε να δικαιολογείται η επιεικής μεταχείριση αυτού. Επομένως, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία της απόφασης σε σχέση με την απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος είναι κατ’ ουσία αβάσιμος και απορριπτέος».

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -