Με την ΑΠ 423/2021 αναιρείται απόφαση καθορισμού συνολικής ποινής (συγχώνευση), υπολοίπου ποινής μετά από μερική έκτιση και νέας καταδικαστικής απόφασης για πράξη που τελέστηκε στο διάστημα της δοκιμασίας από τον καταδικασμένο μετά την υφ΄όρον απόλυσή του.
Αναίρεση κατά απόφασης συγχωνεύσεως ποινών. «Το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Εφετών Ναυπλίου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 2/14.1.2021, αίτηση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου Παντελή Μάτσικα, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Ναυπλίου Νικολάου Χωρίκη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 82/2021. Από τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 551 Κ.Π.Δ. συνάγεται, ότι κατά της συγχωνευτικής απόφασης, με την οποία καθορίζεται συνολική ποινή, επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης στον καταδικασμένο και στον εισαγγελέα για όλους τους λόγους, που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και αυτός της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Π.Δ).»
Σχετικές διατάξεις. «Κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 Β, 108 και 109 του Π.Κ., αν από την απόλυση του καταδίκου σε στερητική της ελευθερίας ποινή, υπό τον όρο της ανάκλησης, περάσει το χρονικό διάστημα της ποινής, το οποίο υπολειπόταν για έκτιση, σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι ανώτερο από τρία έτη ή αν περάσουν τρία έτη χωρίς να γίνει ανάκληση ή άρση, η ποινή θεωρείται ότι εκτίθηκε. Η ισόβια κάθειρξη θεωρείται ότι εκτίθηκε, αν περάσουν δέκα έτη από την απόλυση χωρίς να γίνει ανάκληση ή άρση της απόλυσης. Αν όμως μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη από ένα έτος, εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά τον χρόνο της απόλυσης. Η απόλυση δηλαδή υπό τον όρο της ανάκλησης, δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή αλλά στάδιο της εκτέλεσής της, που επιδιώκει την αποτροπή της υποτροπής με τη βελτίωση του καταδίκου και την κοινωνική του αποκατάσταση (Ολ. Α.Π. 106/1991).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 43 παρ. 3 και 4 Ν. 4489/2017 (έκτακτα μέτρα για την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης) “3. Κρατούμενοι οι οποίοι, κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, εκτίουν ποινή κάθειρξης άνω των δέκα (10) ετών απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα δεύτερο της ποινής που τους επιβλήθηκε ή έχουν συμπληρώσει το ένα τρίτο πραγματικής έκτισης της ποινής αυτής…. 5. Στους απολυόμενους, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 3, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών με την ίδια διάταξή του, μπορεί να επιβάλει: α) την υποχρέωσή τους να εμφανίζονται. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 109 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζεται αναλόγως”. Κατά τη διάταξη της παρ. 8 του ως άνω άρθρου, ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 13 παρ.1 Ν. 4571/2018 (ΦΕΚ Α 186/30.10.2018), που εφαρμόζεται ως επιεικέστερη στην προκειμένη περίπτωση, κατ’ άρθρο 2 Π.Κ. “8. Εάν ο απολυθείς, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, τελέσει μέσα σε πέντε (5) έτη από την αποφυλάκισή του νέα αξιόποινη πράξη από δόλο και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη των δύο (2) ετών, εκτίει αθροιστικά και το υπόλοιπο της ποινής για την οποία είχε απολυθεί υπό όρο”, μετά δε την κατά τα ανωτέρω αντικατάστασή της ορίζεται ότι: “8. Εάν ο απολυθείς, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το άρθρο 109 του Ποινικού Κώδικα, τελέσει έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβληθεί αμετακλήτως οποιαδήποτε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη από δύο (2) έτη, εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, για την οποία είχε απολυθεί υπό όρο”.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 97 Π.Κ., οι διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, για τον καθορισμό ως εκτιτέας μιας συνολικής ποινής σε περίπτωση συρροής στερητικών της ελευθερίας ποινών, εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη οποτεδήποτε, και αν τελέσθηκε αυτή.
Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 551 παρ. 1 ΚΠΔ, η οποία ορίζει ότι αν πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του ποινικού κώδικα για τη συρροή, συνάγεται ότι, αν κατά το στάδιο της δοκιμασίας εκείνου που απολύθηκε υπό τον όρο της ανάκλησης κατά τα άρθρα 105 επ. του προϊσχύσαντος Π.Κ. (αρθ. 105 Β επ. του ισχύοντος Π.Κ.) συμπέσει στερητική της ελευθερίας ποινή ανώτερη του ενός έτους για άλλη από δόλο πράξη, παρόλο ότι η ποινή που έχει ανασταλεί και η νέα συναντώνται κατά την εκτέλεση, δεν επιτρέπεται να καταγνωσθεί μία συνολική ποινή, με συνυπολογισμό της ποινής που έχει ανασταλεί υπό τον όρο της ανάκλησης, καθόσον ολόκληρο το υπόλοιπο της τελευταίας εκτίεται αθροιστικά, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 108 Π.Κ., αποκλείοντας έτσι τη συγχώνευση με τη νέα ποινή (Α.Π, 496/2019, 349/2019, 648/2018).
Η αυτοδίκαιη άρση της υφ’ όρον απόλυσης και η εκτέλεση της ποινής και κατά το υπόλοιπο τμήμα της, για το οποίο χορηγήθηκε, δεν εμποδίζεται από το γεγονός ότι δεν επήλθε το αμετάκλητο της νέας καταδίκης για το έγκλημα που τέλεσε ο καταδικασμένος με δόλο, μέσα στον χρόνο της δοκιμαστικής ελευθερίας και για το οποίο του επιβλήθηκε στερητική της ελευθερίας ποινή πάνω από ένα έτος και τούτο, διότι ο καθορισμός της συνολικής ποινής συγχωρείται και πριν επέλθει το αμετάκλητο των καταδικαστικών αποφάσεων, που πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ιδίου προσώπου, σύμφωνα με το άρθρο 551 ΚΠΔ (Α.Π. 634/2019, 496/2019). (ΠΡΟΣΟΧΗ στο άρθρο 108 με τον ν. 4855/2021 προβλέπεται πλέον ότι «1. Η απόλυση αίρεται αν μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το επόμενο άρθρο, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα με δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη από ένα (1) έτος. Στην περίπτωση αυτή εκτίει αθροιστικά, από τότε που θα γίνει αμετάκλητη η νέα καταδίκη, και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο όφειλε να εκτίσει κατά τον χρόνο της απόλυσης.»)
Τα ανωτέρω, ως προς τον μη συνυπολογισμό της ποινής που έχει ανασταλεί υπό τον όρο της ανάκλησης σε νέα συνολική ποινή, ισχύουν, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και του ως άνω σκοπού της υφ’ όρο απόλυσης, και στις περιπτώσεις της απόλυσης με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του αρθρ. 43 Ν 4489/2017, εφόσον ο απολυθείς τελέσει εντός του οριζόμενου κατά τα ανωτέρω χρονικού διαστήματος από την αποφυλάκισή του νέα αξιόποινη πράξη από δόλο και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη των δύο ετών, δεδομένου ότι και στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης, προβλέπεται δε ρητά η αθροιστική έκτιση του υπολοίπου της ποινής (Α.Π. 1358/2017). Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε.»
Ένδικη υπόθεση-πραγματικά περιστατικά. «Στην προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή, για τον αναιρετικό έλεγχο, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής:
Ο F B του F εξέτιε στο κατάστημα κράτησης Τρικάλων συνολική ποινή κάθειρξης δέκα εννέα (19) ετών και τεσσάρων (4) μηνών, η οποία καθορίστηκε με τη με αριθ. 330/31-5-2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου, στην οποία επιμετρήθηκαν οι αναφερόμενες στις με αριθ. 293/2018, 234/2018, 106/2017 αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου και 104/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου ποινές.
Με την με αριθ. 232/2018 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Τρικάλων, που εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις του αρθρ. 43 Ν. 4489/2017, ο ανωτέρω απολύθηκε υπό τον όρο της ανάκλησης και αποφυλακίστηκε την 12-7-2018 (σχετ. το με αριθ. πρωτ. 11495/12-7-2018 αποφυλακιστήριο), με εναπομείναν υπόλοιπο της προς έκτιση ποινής του ανερχόμενο σε δέκα (10) έτη, έξι (6) μήνες και δέκα τρεις (13) ημέρες.
Εντός του χρόνου που προβλέπεται στην παρ. 8 του άρθρου 43 Ν. 4489/2017, ως ίσχυε πριν την αντικατάσταση της με το άρθρο 13 παρ.1 Ν. 4571/2018, ήτοι εντός πενταετίας από την αποφυλάκισή του και συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο 2018 έως την 11-5-2019, ο άνω κατάδικος διέπραξε νέα εγκλήματα από δόλο και ειδικότερα τα εγκλήματα της ιδιαίτερα διακεκριμένης περίπτωσης διακίνησης ναρκωτικών κατ’ εξακολούθηση, της παράνομης οπλοκατοχής και της λαθρεμπορίας, για τα οποία καταδικάστηκε με την με αριθ. 1804/30-6-2020 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και σε στερητικές της ελευθερίας ποινές και δη ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών για το πρώτο, ενός (1) έτους για το δεύτερο και ενός (1) μηνός για το τρίτο και σε συνολική ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών, έξι (6) μηνών και δέκα (10) ημερών (και συνολική χρηματική ποινή 30.500 ευρώ).
Κατόπιν της από 17-9-2020 αίτησής του, το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Ναυπλίου, με την προσβαλλόμενη με αριθ. 217/24-9-2020 απόφασή του, προέβη στον καθορισμό συνολικής ποινής (συγχώνευση):
1) της συνολικής στερητικής της ελευθερίας ποινής που καθορίστηκε με την με αριθ. 330/2018 απόφαση του και
2) των στερητικών της ελευθερίας ποινών που του επιβλήθηκαν με την με αριθ. 1804/2020 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και του καθόρισε συνολική ποινή κάθειρξης είκοσι πέντε (25) ετών, δέκα (10) μηνών και δέκα (10) ημερών και εκτιτέα ποινή κάθειρξης είκοσι (20) ετών, αποτελούμενη από την συνολική ποινή κάθειρξης δέκα εννέα (19) ετών και τεσσάρων (4) μηνών, η οποία καθορίστηκε με τη με αριθ. 330/31-5-2018 απόφαση του, επαυξημένη κατά έξι (6) έτη, έξι (6) μήνες και δέκα (10) ημέρες αντίστοιχα, από τις ως άνω ποινές που του επιβλήθηκαν με την με αριθ. 1804/2020 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Η προσμέτρηση όμως της συνολικής ποινής, που είχε καθοριστεί με την με αριθ. 330/2018 απόφασή του (στην έκθεση αναίρεσης -σελ. 4 σειρά 4- από προφανή παραδρομή έχει αναγραφεί 234/19-4-2018 απόφαση), μέρος της οποίας είχε εκτιθεί και για το υπόλοιπο είχε χορηγηθεί απόλυση υπό όρο με την με αριθ. 232/2018 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Τρικάλων, ήταν μη νόμιμη, αφού αυτή έπρεπε να εκτιθεί αθροιστικώς, αφού ο κατάδικος εντός πενταετίας από την αποφυλάκισή του τέλεσε νέο έγκλημα από δόλο (παράνομη διακίνηση ναρκωτικών), για το οποίο καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη των δύο (2) ετών και δη σε ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών, έστω και πριν καταστεί αμετάκλητη η τελευταία απόφαση, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη.
Έτσι, όμως, όπως αποφάσισε το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Ναυπλίου με την προσβαλλόμενη απόφασή του και προέβη στη συγχώνευση των στερητικών της ελευθερίας ποινών , εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1, 96,97, 108, 109 του ΠΚ, αρθ.43 Ν.4489/2017 και του αρθ.551 του ΚΠΔ (που είναι ουσιαστική κατά το μέρος της που αναφέρεται στο καθορισμό συνολικής ποινής) και συνεπώς ο συναφής από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, προβαίνοντας στη συγχώνευση των παραπάνω ποινών του κατάδικου, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Συνακόλουθα, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη με αριθμό 217/24-9-2020 συγχωνευτική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου, περίπτωση δε παραπομπής της υπόθεσης στο δικαστήριο της ουσίας δεν συντρέχει, αφού δεν υπάρχει λόγος περαιτέρω εκδίκασής της και κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 518 παρ. 1 Κ.Π.Δ., πρέπει η από 17-9-2020 αίτηση του F B του F για τον καθορισμό συνολικής ποινής, για την οποία έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.»
ΠΡΟΣΟΧΗ Τα άρθρα 105 Β, 108 και 109 ΠΚ και 551 ΚΠΔ, έχουν τροποποιηθεί, μετά την έκδοση της απόφασης, με το ν. 4855/2021, χωρίς να αλλάζουν ιδιαίτερα το σκεπτικό της απόφασης και την επίλυση του νομικού ζητήματος.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ