1.- ΜΕφΑθ 376/2021 (ΤΝΠ Qualex). Η σύμβαση αποκλειστικής διανομής αποτελεί δημιούργημα της σύγχρονης οικονομίας προς εξυπηρέτηση των συναλλακτικών αναγκών της διεπιχειρησιακής συνεργασίας, θεμελιούμενη στη συνταγματική αρχή της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ) και στην υπό του άρθρου 361 ΑΚ προβλεπόμενη αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Αποτελεί ιδιόρρυθμη διαρκή ενοχική σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, με βάση την οποία ο ένας συμβαλλόμενος, που είναι ο παραγωγός ή ο χονδρέμπορος (προϊόντων ή υπηρεσιών) υποχρεούται να πωλεί αποκλειστικά στον άλλο συμβαλλόμενο, που είναι ο διανομέας, τα εμπορεύματα (ή τις υπηρεσίες) που έχουν συμφωνηθεί σε σχέση με ορισμένη γεωγραφική περιοχή (ΟλΑΠ 16/2013) και τα οποία, στη συνέχεια, ο διανομέας μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο, δηλαδή ενεργεί ως ανεξάρτητος επαγγελματίας διαμεσολαβητικές πράξεις του εμπορίου. Ωστόσο, με τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής ο διανομέας αναλαμβάνει, συνήθως, την υποχρέωση να ακολουθεί τις οδηγίες του παραγωγού ως προς την εμφάνιση και ποιότητα των πωλουμένων προϊόντων (ή υπηρεσιών), να διαθέτει προσωπικό για την προώθηση των πωλήσεων, να προστατεύει τα συμφέροντα και τη φήμη του παραγωγού, να διαθέτει τα αναγκαία αποθέματα για να μην παρουσιασθούν ελλείψεις στην αγορά, διατηρώντας με δικά του έξοδα κατάλληλη οργάνωση και υποδομή, ενώ ακόμη και όταν έχει το δικαίωμα να καθορίζει ο ίδιος τις τιμές μεταπώλησης των προϊόντων στους τρίτους, δεν αποκλείεται να έχουν συμβατικά καθορισθεί ανώτατα ή κατώτατα όρια τιμών. Η έννοια, ειδικότερα, της αποκλειστικότητας στη διανομή είναι ότι ο παραγωγός αυτοδεσμεύεται με τη σχετική σύμβαση να μην παραδίδει εμπορεύματα σε τρίτους ανταγωνιστές του αποκλειστικού διανομέα μέσα στην περιοχή ευθύνης του και αντίστροφα ο αποκλειστικός διανομέας υποχρεούται, κατά κανόνα, να μη διανέμει ευθέως ανταγωνιστικά προϊόντα στην ίδια περιοχή (ΑΠ 1374/2019, 1325/2019, 814/2019, 177/2019, 1647/2018, 1372/2018, 1112/2018, 1057/2018, 419/2018, 101/2018, 191/2016, 1442-1/2015, 852/2015, 804/2015, 548/2015, 165/2015, 4/2015, 1786/2014, 986-5-4/2014, 455/2014, 364/2014, 1909/2013, 1519-1518/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ). Η ιδιότυπη αυτή, διαρκούς χαρακτήρα, ενοχική σύμβαση, αντιδιαστέλλεται. ως προς τη νομική της υφή, από εκείνη της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, υποκείμενη ευθέως σε ειδική νομική ρύθμιση από τις διατάξεις του πδ. 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων», που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών-μελών, όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επιχειρηματίες), όπως τροποποιήθηκε με τα Π.Δ. 249/1993. 88/1994 και 312/1995. Στο πλαίσιο της λειτουργίας της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος ενεργεί ως βοηθητικό όργανο διαμεσολαβήσεως στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, ενώ στα πλαίσια της λειτουργίας της συμβάσεως αποκλειστικής διαθέσεως (διανομής) ο ένας εκ των συμβαλλομένων (ο διανομέας) ενεργεί στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο. Πλην όμως, παρά τη διαφοροποίηση των δύο αυτών συμβατικών μορφών, και επί της συμβάσεως αποκλειστικής διανομής δύνανται να εφαρμοσθούν, αναλόγως, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, τόσο οι διατάξεις του ανωτέρω Π.Δ/τος, εφόσον εναρμονίζονται προς τη φύση και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης αυτής συμβατικής μορφής, όσον και εκείνες περί εντολής του ΑΚ, υπό το πρίσμα της κατά το άρθρο 4 παρ. ι του Συντάγματος θεμελιώδους αρχής της ισότητας (πρβλ. Ολ. ΑΠ 72/1987) και της αρχής της καλής πίστεως που απορρέει από το άρθρο 288 ΑΚ καθώς και αρ. 14παρ.4 ν. 3557/2007, α) εάν ο διανομέας (προϊόντων ή υπηρεσιών) είναι αποκλειστικός και εφόσον, ως συνέπεια της σύμβασης, ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργανώσεως του αντισυμβαλλομένου του, έχοντας την ίδια ασθενή θέση και έντονη εξάρτηση από τον παραγωγό, αλλά και τον αυτό βαθμό εντάξεως στο δίκτυο διανομής, με τον τύπο του εμπορικού αντιπροσώπου, τον οποίο ο κοινοτικός νομοθέτης είχε υπ’ όψη του όταν θέσπισε τις προστατευτικές διατάξεις της άνω Οδηγίας, β) εάν αυτός συμβάλλει στην επέκταση της πελατείας του αντισυμβαλλομένου του, επιτελών σε σημαντική έκταση καθήκοντα συγκρίσιμα με εκείνα του εμπορικού αντιπροσώπου, συνδεόμενος με το δίκτυο πωλήσεων του παραγωγού ή χονδρεμπόρου, όπως ο αντιπρόσωπος, γ) εάν αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην ανταγωνίζεται τον αντισυμβαλλόμενό του, δ) εάν το πελατολόγιο του κατά τη σύμβαση είναι σε γνώση του αντισυμβαλλομένου του και μάλιστα, μετά τη λύση της συμβάσεως διανομής, περιέρχονται οι πελάτες του στον τελευταίο , ε) εάν γενικώς η οικονομική δράση του διανομέα και τα οικονομικά του οφέλη (ανεξάρτητα από τον τυπικό νομικό χαρακτηρισμό τους) είναι όμοια με εκείνα του αντιπροσώπου (ΑΠ 1112/2018, 804/2015, 1909/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ) και στ) εάν τήρησε την αποσβεστική προθεσμία αρ. 9παρ2 πδ 219/1991. Η συνομολόγηση ακριβώς των υποχρεώσεων αυτών, που δεν είναι πάντως αναγκαίο να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά μπορούν και να παραλλάσσουν, έτσι ώστε η έλλειψη μιας από αυτές να καλύπτεται από την ιδιαίτερη ένταση των λοιπών, καθιστά τους παραπάνω επαγγελματίες αναπόσπαστο και καθοριστικό μέρος του δικτύου της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εντολέα τους, αφού η εμπορική τους δραστηριότητα, μολονότι αναπτύσσεται με δικό τους κίνδυνο, συνεπάγεται, εντούτοις, οφέλη αμέσως και για τον εντολέα τους. Δηλαδή αυτός δεν αντλεί οικονομικά οφέλη μόνον από την εκπλήρωση της κύριας συμβατικής τους υποχρέωσης, αλλά και από τις ως άνω ιδιαίτερες υποχρεώσεις τους, με σπουδαιότερο γι’ αυτόν (εντολέα) όφελος το ότι λαμβάνει γνώση του πελατολογίου τους, οπότε και μπορεί, μετά τη λύση της σύμβασής τους, να το χρησιμοποιήσει, μέσω άλλων επαγγελματιών, και να συνεχίσει έτσι να αποκομίζει οικονομικά οφέλη (ΟλΑΠ 16/2013, 1372/2018, ΑΠ 852/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 1 του π.δ. 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων», ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση, εάν κατά τη διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς, εφόσον, με βάση όλες τις περιστάσεις και ιδιαίτερα τις προμήθειες, που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος από τις υποθέσεις με τους ίδιους πελάτες, σε συνδυασμό και με την τυχόν ρήτρα μη ανταγωνισμού, παρίσταται ως δίκαιη η καταβολή της αποζημίωσης, η οποία κατά ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με το μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη, αν δε η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο της εν λόγω περιόδου. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η αποζημίωση πελατείας, την οποία, με ανάλογη εφαρμογή της διάταξης και με τη συνδρομή των απαιτούμενων προϋποθέσεων, δικαιούται και ο αποκλειστικός διανομέας, είναι μια ιδιόρρυθμη αξίωση αμοιβής που κινείται μεταξύ δύο ισοδύναμων πόλων, εκείνου της αμοιβής και εκείνου της επιείκειας, οι οποίοι δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της ως ένα είδος εύλογης ή δίκαιης αποζημίωσης, που προσομοιάζει με την αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος με στοιχεία παράλληλα και από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Η αξίωση αυτή γεννιέται όταν συντρέξουν σωρευτικά όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, όπως προεκτέθηκαν, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί με τη σχετική αγωγή του και να αποδείξει ο διανομέας, Ως εισφορά νέων πελατών νοείται η προσέλκυση από τη δραστηριότητα του αποκλειστικού διανομέα νέων πελατών, δηλαδή πελατών, που δεν υπήρχαν προηγουμένως, ως σημαντική δε προαγωγή των υποθέσεων με υπάρχοντες πελάτες νοείται η ασυνήθιστη αύξηση του κύκλου των εμπορικών συναλλαγών μ’ αυτούς. Αντίστοιχα διατήρηση των ουσιαστικών ωφελειών για τον παραγωγό από υποθέσεις με τους νέους ή παλαιούς πελάτες του αποκλειστικού διανομέα υπάρχει, όχι μόνο όταν επιβιώνουν τυχόν διαρκείς συμβάσεις, που είχε καταρτίσει με τρίτους ο αποκλειστικός διανομέας, αλλά και όταν από την εκμετάλλευση του γνωστού στον παραγωγό πελατολογίου του διανομέα, υπάρχει, για την ίδια περιοχή, εν δυνάμει πελατεία με την προοπτική κέρδους γι’ αυτόν, έστω και αν τα συμβατικά προϊόντα είναι επώνυμα και συνεπώς γνωστά στο καταναλωτικό κοινό λόγω και των διαφημιστικών ενεργειών του ίδιου του παραγωγού (ΑΠ 523/2017, ΑΠ 515/2016). Τις προαναφερόμενες ουσιαστικές προϋποθέσεις γένεσης της απαίτησής του πρέπει να επικαλεσθεί, για το ορισμένο της αγωγής του και να αποδείξει ο διανομέας, χωρίς να είναι αναγκαία για την πληρότητα του σχετικού αιτήματος ούτε η ονομαστική αναφορά των νέων πελατών που έφερε αυτός καθώς και των παλαιών (πελατών) των οποίων οι υποθέσεις παρουσίασαν σημαντική προαγωγή, ούτε η διάκριση αυτών σε νέους και παλαιούς ούτε τέλος το ποσό που εισέπραξε από καθένα από αυτούς (ΑΠ 1372/2018, 176/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ).
2.- Η αναλογική εφαρμογή του ως άνω Π.Δ/τος “περί εμπορικών αντιπροσώπων” δεν εξικνείται μέχρι του σημείου εφαρμογής του και επί των συμβάσεων απλής και όχι αποκλειστικής διανομής, δηλαδή εκείνων στις οποίες ο διανομέας διαθέτει, εκτός από τα προϊόντα του παραγωγού, και άλλα, ανταγωνιστικά προς τα δικά του, προϊόντα. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει το πλέον ουσιώδες στοιχείο της άνω ομοιότητας, δηλαδή εκείνο της εκ μέρους του διανομέα αναλήψεως υποχρεώσεως μη ανταγωνισμού και προωθήσεως διαρκώς και αποκλειστικώς των προϊόντων του παραγωγού στην περιοχή ευθύνης του (ΟλΑΠ 16/2013, ΑΠ 42/2015/126/2014. 1933/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ). Στην περίπτωση της σύμβασης απλής διανομής, εφαρμόζονται, ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρύθμισης, αναλογικά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εντολή, μεταξύ των οποίων είναι και αυτές των άρθρων 724 και 725 ΑΚ, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης εμπιστοσύνης που διέπει τους συναλλασσόμενους σ’ αυτήν. Σύμφωνα με τις άνω διατάξεις, ο εντολέας έχει το δικαίωμα να ανακαλεί την εντολή ελεύθερα και απεριόριστα, κατά πάντα χρόνο, χωρίς να δεσμεύεται από χρονικούς ή άλλους περιορισμούς, καθώς επίσης καν να καταγγείλει τη σύμβαση χωρίς επίκληση λόγου ή προθεσμίας. Δεν αποκλείεται πάντως, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της διάταξης, να συμφωνήσουν οι συμβληθέντες (άρθρο 361 ΑΚ), ότι η καταγγελία της σύμβασης θα γίνεται με χρονική προθεσμία. Λόγω της φύσης της σύμβασης εντολής ως σχέσης εμπιστοσύνης, η ανάκληση ή η καταγγελία της, και αν ακόμα είναι καταχρηστική, δεν είναι ποτέ άκυρη, χορηγεί, όμως, στον εντολοδόχο διανομέα το δικαίωμα να ζητήσει την αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας, κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, την οποία υπέστη από την ανάκληση ή την καταγγελία της εντολής. Το ίδιο δικαίωμα έχει ο εντολοδόχος διανομέας (άρθρο 723 ΑΚ), αν υπάρχουν περιστατικά αναγόμενα στη σφαίρα ευθύνης του εντολέα, ιδιαίτερα δε όταν η καταγγελία είναι άκαιρη και έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο (ΑΠ 881/2010, ΑΠ 390/2004). Ο διανομέας δεν έχει δικαίωμα να αξιώσει την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και την εκπλήρωση της σύμβασης, καθόσον εκλείπουν οι προϋποθέσεις της σχέσης εμπιστοσύνης που αξιώνει η άνω διάταξη (ΑΠ 163/2011). Έτσι, η καταγγελία λύνει τη σύμβαση και ο διανομέας δεν μπορεί να θεμελιώσει δικαίωμα διαφυγόντων κερδών για τον χρόνο μετά τη λύση αυτής. Μόνο εάν με τη σύμβαση ορίστηκε προθεσμία για την καταγγελία και δεν την τήρησε ο εντολέας, μπορεί να αξιώσει ο διανομέας αποζημίωση, υπό την προϋπόθεση ότι υπήρξε αντισυμβατική συμπεριφορά του εντολέα η οποία του προκάλεσε ζημία και μόνο για το χρονικό διάστημα της προθεσμίας που ορίστηκε και έπρεπε να τηρηθεί για την καταγγελία. Έτσι, στην περίπτωση που η ζημία του διανομέα προήλθε από τον περιορισμό της επαγγελματικής του δραστηριότητας, λόγω υπαίτιας συμπεριφοράς του εντολέα, αποκαθίσταται η ζημία του με την παροχή αποζημίωσης που να καλύπτει ό,τι αυτός θα είχε αν δεν μεσολαβούσε η υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά και η σύμβαση εξακολουθούσε και κατά το χρονικό διάστημα της προθεσμίας που είχε οριστεί και όχι πέραν αυτού. Τούτο διότι η αποθετική ζημία του διανομέα, επειδή η σύμβαση λύνεται ελεύθερα, κατά πάντα χρόνο, με την τήρηση απλώς της προθεσμίας, είτε στηρίζεται στην ενδοσυμβατική του ευθύνη, είτε σε άλλες διατάξεις, δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνει και τα διαφυγόντα κέρδη, τα οποία αυτός θα αποκόμιζε μετά τη λήξη της πιο πάνω προθεσμίας, από την εξακολούθηση της σύμβασης και πέραν αυτής της προθεσμίας για όσο διάστημα επιθυμεί αυτός, αφού η καταγγελία ακόμη και αν είναι καταχρηστική ή έγινε με σκοπό αθέμιτου ανταγωνισμού ή κατά κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης του εντολέα ή με εκμετάλλευση της σχέσης εξάρτησης του διανομέα από αυτόν, δεν είναι άκυρη και ως εκ τούτου, επιφέρει σε κάθε περίπτωση τη λύση της σύμβασης. Έτσι, τυχόν αξίωση του διανομέα για διαφυγόντα κέρδη από τη συνέχιση της σύμβασης και μετά την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και δεν είναι νόμιμη. Συγκεκριμένα, στηρίζεται στην επικαλούμενη από αυτόν απλή προσδοκία για συνέχιση της αορίστου χρόνου σύμβασης και πέραν των αποτελεσμάτων της καταγγελίας, η οποία, όμως, δεν δικαιολογείται, αφού ο αντισυμβαλλόμενος δεν έχει ούτε νομική ούτε συμβατική υποχρέωση για την περαιτέρω συνέχισή της, αλλά δικαιούται να καταγγείλει και να λύσει τη σύμβαση ελεύθερα και οποτεδήποτε, και χωρίς να δεσμεύεται από οποιαδήποτε άλλη, πέραν της ως άνω προθεσμίας (ΑΠ 419/2018 ο.π.).-
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ