fbpx

Σύμβαση εμπορικής διανομής

Χρόνος ανάγνωσης 9 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 9 λεπτά

Δείτε επίσης

Η σύμβαση αποκλειστικής διανομής, απόρροια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων και ιδίως της ελευθερίας προσδιορισμού του περιεχομένου τους, που καθιερώνεται με το άρθρο 361ΑΚ, είναι ιδιόρρυθμη διαρκής ενοχική σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, με βάση την οποία ο ένας συμβαλλόμενος, που είναι ο παραγωγός ή ο χονδρέμπορος, υποχρεούται να πωλεί αποκλειστικά στον άλλο συμβαλλόμενο, που είναι ο διανομέας, τα εμπορεύματα που έχουν συμφωνηθεί σε σχέση με ορισμένη γεωγραφική περιοχή και τα οποία, στη συνέχεια, ο διανομέας μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο, δηλαδή ενεργεί ως ανεξάρτητος επαγγελματίας διαμεσολαβητικές πράξεις του εμπορίου. Ωστόσο, με τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής ο διανομέας αναλαμβάνει, συνήθως, την υποχρέωση να ακολουθεί τις οδηγίες του παραγωγού ως προς την εμφάνιση και ποιότητα των πωλουμένων προϊόντων, να διαθέτει προσωπικό για την προώθηση των πωλήσεων, να προστατεύει τα συμφέροντα και τη φήμη του παραγωγού, να διαθέτει τα αναγκαία αποθέματα για να μην παρουσιασθούν ελλείψεις στην αγορά, διατηρώντας με δικά του έξοδα κατάλληλη οργάνωση και υποδομή, ενώ ακόμη και όταν έχει το δικαίωμα να καθορίζει ο ίδιος τις τιμές μεταπώλησης των προϊόντων στους τρίτους, δεν αποκλείεται να έχουν συμβατικά καθορισθεί ανώτατα ή κατώτατα όρια τιμών. Η έννοια, ειδικότερα, της αποκλειστικότητας στη διανομή ορισμένων προϊόντων είναι ότι ο παραγωγός αυτοδεσμεύεται με τη σχετική σύμβαση να μην παραδίδει εμπορεύματα σε τρίτους ανταγωνιστές του αποκλειστικού διανομέα μέσα στην περιοχή ευθύνης του και αντίστροφα ο αποκλειστικός διανομέας υποχρεούται, κατά κανόνα, να μη διανέμει ευθέως ανταγωνιστικά προϊόντα στην ίδια περιοχή. Με τα χαρακτηριστικά αυτά η σύμβαση αποκλειστικής διανομής διαφοροποιείται από αυτή του εμπορικού αντιπροσώπου, αφού κατά το άρθρ. 1§2 του π.δ/τος 219/1991 “περί εμπορικών αντιπροσώπων” χαρακτηρίζεται ως εμπορικός αντιπρόσωπος ο ανεξάρτητος μεσολαβητής, στον οποίο ανατίθεται σε μόνιμη βάση (για ορισμένο ή αόριστο χρόνο) έναντι αμοιβής (προμήθειας) και συνήθως για συγκεκριμένη περιοχή είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου, δηλαδή του αντιπροσωπευομένου, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων, είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις συμβάσεις αυτές για λογαριασμό, αλλά και στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, δηλαδή σε αντίθεση με τον αποκλειστικό διανομέα, που ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του, ο εμπορικός αντιπρόσωπος εκτελεί βοηθητικές εργασίες διαμεσολάβησης στο όνομα και για λογαριασμό του ίδιου του αντιπροσωπευομένου. Ενδιάμεσο τύπου προσώπου, που διαμεσολαβεί και αυτό στη λειτουργία του εμπορίου, αποτελεί ο παραγγελιοδοχικός αντιπρόσωπος, δηλαδή το πρόσωπο που ενεργεί τις παραπάνω πράξεις στο όνομά του, όπως και ο αποκλειστικός διανομέας, όχι όμως για λογαριασμό του, αλλά για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, όπως ακριβώς και ο εμπορικός αντιπρόσωπος. Τόσο η σύμβαση αποκλειστικής διανομής όσο και αυτή του παραγγελιοδοχικού αντιπροσώπου δεν ρυθμίζονται με ειδικές διατάξεις, έχουν όμως τα στοιχεία εντολής, οπότε το υφιστάμενο ακούσιο (γνήσιο) κενό καλύπτεται με αναλογική, κατ’ αρχήν, εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ για την εντολή (άρθρ. 713-729 ΑΚ), στις οποίες μάλιστα ρητά ως προς τη σύμβαση παραγγελίας (άρθρ. 90 του ΕμπΝ) παραπέμπει το άρθρ. 91 του ΕμπΝ σε συνδυασμό με το άρθρ. 3 του ΕισΝΑΚ. Ήδη ορίστηκε με το άρθρ. 14§4 του ν. 3557/2007 ότι οι διατάξεις του π.δ/τος 219/1991 “περί εμπορικών αντιπροσώπων”, όπως τροποποιήθηκε με τα π.δ/τα 249/1993, 88/1994 και 312/1995, εφαρμόζονται αναλόγως στις συμβάσεις αντιπροσωπείας για την παροχή υπηρεσιών, καθώς και στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής, εφόσον στο πλαίσιο αυτών ο διανομέας ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του προμηθευτή, που κυρίως σημαίνει ότι ακολουθεί τις οδηγίες του ως προς τις τεχνικές προώθησης των πωλήσεων και την εμφάνιση των προϊόντων, δικαιούμενος να χρησιμοποιεί τα σήματά του, αλλά και υποχρεούμενος να παρέχει σ’ αυτόν πληροφορίες σχετικά με το πελατολόγιο του και τις εξελίξεις στην αγορά ευθύνης του. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι η σύμβαση παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας παρουσιάζει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, μεγαλύτερη λειτουργική ομοιότητα με τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας απ’ ότι η σύμβαση αποκλειστικής διανομής, αφού ο αποκλειστικός διανομέας ενεργεί διαμεσολαβητικές εμπορικές πράξεις στο όνομα και για λογαριασμό του, ενώ ο παραγγελιοδοχικός αντιπρόσωπος ενεργεί μεν στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό του εντολέα του, για λογαριασμό όμως του οποίου, αλλά και στο όνομά του, δηλαδή του εντολέα, ενεργεί και ο εμπορικός αντιπρόσωπος, πρέπει για την ταυτότητα του νομικού λόγου, σε συνδυασμό και με τις αρχές τις ισότητας και της καλής πίστης (άρθρ. 4§1 του Συντάγματος, 288 ΑΚ), να γίνει δεκτό ότι με βάση την αυτή διάταξη του άρθρ. 14§4 του ν. 3577/2007 οι διατάξεις του π.δ/τος 219/1991 εφαρμόζονται αναλόγως και στις συμβάσεις παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας. Αποκλείεται έτσι και μετά τον ν. 3577/2007 η ευθεία εφαρμογή των διατάξεων του π.δ/τος 219/1991 στις παραπάνω συμβάσεις, η οποία βέβαια αποκλειόταν και προηγουμένως. Αντίστοιχα και το π.δ/γμα 219/1991, που ενσωμάτωσε την παραπάνω Οδηγία, αφορά μόνον τους εμπορικούς αντιπροσώπους, με αντικείμενο μάλιστα δραστηριότητας αποκλειστικά την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων και όχι και την παροχή υπηρεσιών προς τον εντολέα τους. Όμως δεν αποκλείεται η διαμεσολαβητική λειτουργία και των επαγγελματιών αυτών, όπως προπάντων είναι ο διανομέας και ο παραγγελιοδόχος, να προσομοιάζει κατά περιεχόμενο με τη λειτουργία της εμπορικής αντιπροσωπείας, προς την οποία και να ταυτίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία της. Τέτοια ομοιότητα υπάρχει, ιδίως, όταν οι επαγγελματίες αυτοί αναλαμβάνουν με τη σύμβαση υποχρεώσεις ανάλογες με τις υποχρεώσεις που απορρέουν για τον εμπορικό αντιπρόσωπο από τις διατάξεις του άρθρ. 4§1 του π.δ/τος 219/1991, και ειδικότερα: α) να παραλείπουν ανταγωνιστικές σε βάρος του εντολέα τους πράξεις κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά τη λήξη της σύμβασής τους, β) να τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο, γ) να προωθούν διαρκώς και αποκλειστικά τα προϊόντα του εντολέα τους στη συμβατική περιοχή ευθύνης τους, υποκείμενοι μάλιστα στον έλεγχο του ως προς την εξέλιξη των πωλήσεων ή αναλόγως των αγορών, δ) να διαφημίζουν τα πωλούμενα προϊόντα ακόμη και με δικές τους δαπάνες και ε) να γνωστοποιούν στον εντολέα τους το πελατολόγιο τους. Η συνομολόγηση ακριβώς των υποχρεώσεων αυτών, που δεν είναι πάντως αναγκαίο να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά μπορούν και να παραλλάσσουν, έτσι ώστε η έλλειψη μιας από αυτές να καλύπτεται από την ιδιαίτερη ένταση των λοιπών, καθιστά τους παραπάνω επαγγελματίες αναπόσπαστο και καθοριστικό μέρος του δικτύου της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εντολέα τους, αφού η εμπορική τους δραστηριότητα, μολονότι αναπτύσσεται με δικό τους κίνδυνο, συνεπάγεται, εντούτοις, οφέλη αμέσως και για τον εντολέα τους, δηλαδή αυτός δεν αντλεί οικονομικά οφέλη μόνον από την εκπλήρωση της κύριας συμβατικής τους υποχρέωσης, αλλά και από τις ως άνω ιδιαίτερες υποχρεώσεις τους, με σπουδαιότερο γι’ αυτόν όφελος το ότι λαμβάνει γνώση του πελατολογίου τους, οπότε και μπορεί, μετά τη λύση της σύμβασής τους, να το χρησιμοποιήσει, μέσω άλλων επαγγελματιών, και να συνεχίσει έτσι να αποκομίζει οικονομικά οφέλη. Στις περιπτώσεις αυτές ναι μεν δεν είναι δυνατή στη συμβάσεις αποκλειστικής διανομής και εμπορικής παραγγελίας η ευθεία εφαρμογή των διατάξεων του π.δ/τος 219/1991, όμως, με βάση πάντοτε τις αρχές της ισότητας και της καλής πίστης, είχε γίνει δεκτή και πριν από τον ν. 3577/2007, η αναλογική, ολική ή μερική, εφαρμογή των διατάξεών του και στις συμβάσεις αυτές, και γενικότερα σε όσες διαμεσολαβητικές εμπορικές συμβάσεις εμφανίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και υπάρχει παρόμοια κατάσταση συμφερόντων, που δημιουργεί αντίστοιχη ανάγκη προστασίας. Οπωσδήποτε, η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής του π.δ/τος 219/ 1991 για τον εμπορικό αντιπρόσωπο και σε άλλες μορφές εμπορικών διαμεσολαβητικών δραστηριοτήτων κρίνεται κατά περίπτωση (ad hoc), με την έννοια όχι βέβαια επιλεκτικά, έτσι ώστε η αναλογία να αποτελεί για την περίπτωση αυτή εισαγωγή στην πραγματικότητα ατομικού δικαίου, αλλά θα πρέπει η ατομική περίπτωση να συγκεντρώνει τα στοιχεία που δικαιολογούν εξ αντικειμένου την επέκταση και σ’ αυτή των ρυθμίσεων του ως άνω π.δ/τος. Δηλαδή με βάση τα στοιχεία αυτά επιτυγχάνεται η αναλογική εφαρμογή του π.δ/τος 219/1991 σε κάθε όμοια περίπτωση και όχι αποκλειστικά στην κρινόμενη ατομική περίπτωση και μάλιστα κατά τον ίδιο αντικειμενικό τρόπο εξειδικεύεται και η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής των επιμέρους διατάξεων του π.δ/τος στο σύνολο των όμοιων περιπτώσεων, οπότε ασφαλώς δεν πρόκειται για ανεπίτρεπτη από το άρθρ. 26 του Συντάγματος άσκηση νομοθετικού έργου από τα δικαστήρια. Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται και η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής του άρθρ. 9 του π.δ/τος 219/1991 σε κάθε δυνατή περίπτωση και η επιδίκαση έτσι της προβλεπόμενης από την παρ.Ι εδ.α’ αυτού αποζημίωσης πελατείας, που δικαιολογείται συνεπώς και στη σύμβαση αποκλειστικής διανομής ή παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας, όταν συντρέχουν τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση, εάν κατά τη διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς, εφόσον, με βάση όλες τις περιστάσεις και ιδιαίτερα τις προμήθειες που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος από τις υποθέσεις με τους ίδιους πελάτες, σε συνδυασμό και με την τυχόν ρήτρα μη ανταγωνισμού, παρίσταται ως δίκαιη η καταβολή της αποζημίωσης, η οποία κατά ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει το ισοδύναμο με το μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη, αν δε η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση τον μέσο όρο της εν λόγω περιόδου (Ολ.ΑΠ16/2013 nomos).Στο ίδιο εξάλλου πλαίσιο κρίνεται η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής και των λοιπών διατάξεων του π.δ/τος 219/1991 στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής και παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 8§§ 3, 4 και 8 του π.δ/τος 219/1991, όταν η σύμβαση της εμπορικής αντιπροσωπείας είναι αορίστου χρόνου, καθένας από τους συμβαλλομένους μπορεί να την καταγγείλει με την τήρηση ορισμένης προθεσμίας, που ορίζεται σε ένα μήνα για το πρώτο έτος της σύμβασης, σε δύο μήνες από την αρχή του δεύτερου έτους, σε τρεις μήνες από την αρχή του τρίτου έτους και σε έξι μήνες από την αρχή του έκτου και των επόμενων ετών, μπορεί δε η σύμβαση να καταγγελθεί και κατά πάντα χρόνο, χωρίς την τήρηση των ως άνω προθεσμιών, στην περίπτωση που ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη παραλείψει την εκτέλεση του συνόλου ή μέρους των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και στην περίπτωση έκτακτων περιστάσεων. Τη συνδρομή του σπουδαίου λόγου, που δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία, οφείλει να την επικαλεσθεί και να την αποδείξει εκείνος που κατήγγειλε τη σύμβαση (ΑΠ 852/2015,1519/2013 nomos). Από τις διατάξεις δε του άρθρου 9παρ.1εδα’ και γ’ σε συνδυασμό με το άρθρο 3εδ.β’ του ίδιου π.δ/τος, που ορίζουν ότι, “ο αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση (αφορά την ήδη προαναφερθείσα αποζημίωση πελατείας)” (εδ.α’), “η χορήγηση αυτής της αποζημίωσης δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της περαιτέρω ζημίας την οποία υπέστη όπως ορίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα” (εδ. γ’ και “η αποζημίωση ή η αποκατάσταση της ζημίας, σύμφωνα με τις παρ.1 και 2 του παρόντος, δεν οφείλεται:….β) όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός εάν η λύση αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντιπροσωπευομένου…(παρ. 3β’), σαφώς προκύπτουν τα εξής: Από την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 στοιχ. α’ του τελευταίου άρθρου ήδη προαναφερθείσα αποζημίωση πελατείας, διαφέρει η διαλαμβανόμενη στο στοιχείο γ’ της ίδιας παραγράφου αξίωση για ανόρθωση της περαιτέρω ζημίας, η οποία δεν είναι παρά η αξίωση της αποζημίωσης του κοινού δικαίου, την οποία έχει ενδεχομένως ο εμπορικός αντιπρόσωπος. Για τη γένεση της τελευταίας αυτής αξίωσης του εμπορικού αντιπροσώπου απαιτείται υπαίτια παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων του αντιπροσωπευομένου ή τέλεση εκ μέρους του αδικοπραξίας. Η εν λόγω αποζημίωση οφείλεται επιπλέον της αποζημίωσης πελατείας και περιλαμβάνει τόσο τη θετική, όσο και την αποθετική ζημία. Η αποζημίωση πελατείας όπως και η αποκατάσταση άλλης ζημίας όμως δεν οφείλεται, όταν ο ίδιος ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγείλει τη σύμβαση, χωρίς η καταγγελία αυτή να οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντιπροσωπευόμενου (AΠ 177/2019, ΑΠ 523/2017, 533/2016 αρχείο ΑΠ).

* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -