fbpx

Συμβατική παραίτηση από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα πριν από τη λύση του γάμου

Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΟλΑΠ 6/2019 παγιώνεται η μέχρι πρότινος κρατούσα στη θεωρία άποψη ότι η συμβατική παραίτηση από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα είναι κατ’ εξαίρεση δυνατή και πριν από τη λύση του γάμου, εφόσον όμως τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της λύσης του γάμου. Το ζήτημα παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Ο Άρειος Πάγος εξέτασε ειδικότερα τη φύση και το κύρος της συμβατικής παραίτησης από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, η οποία γίνεται από τον δικαιούχο σύζυγο στο πλαίσιο της γενικότερης ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεών του με τον υπόχρεο σύζυγο, πριν όμως από τη γέννηση της αξίωσης, δηλαδή πριν λυθεί ή ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή πριν συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση, ενόψει κοινής συμφωνίας αυτών για τη λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής. Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι η σύμβαση της άφεσης χρέους, που αφορά παραίτηση από ενοχικό και μόνο δικαίωμα, προϋποθέτει υπάρξαν ή υπαρκτό -κατά τον χρόνο της σύναψής της- χρέος και όχι μελλοντικόαόριστο ή εντελώς άγνωστο. Αν η σύμβαση αφορά χρέος που έχει αποσβεσθεί ή δεν έχει συσταθεί ποτέ, τότε πρόκειται για δικαιοπραξία βεβαιωτική της απόσβεσης ή για αρνητική αναγνωριστική σύμβαση αντίστοιχα, ενώ αν αφορά απαίτηση υπό αίρεση ή ακόμη μη γεννηθείσα αλλά μέλλουσα, τότε πρόκειται για συμφωνία εκ των προτέρων προσδιοριστική της έκτασης της ενοχής.

Περαιτέρω, η κατά το άρθρο 1400 ΑΚ αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται δε από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων, ενώ (όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου και των άρθρων 3, 174, 178, 871 και 1441 ΑΚ), ναι μεν η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει τον χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου, και συνεπώς παραίτηση του δικαιούχου ή σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων, πριν δηλαδή γεννηθεί η σχετική αξίωση απαγορεύεται και είναι άκυρη, δεν αποκλείεται, όμως, από τη διάταξη αυτή, όπως το ζήτημα των αποκτημάτων γίνει αντικείμενο ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, στις διαπραγματεύσεις αυτών για να καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 ΑΚ συμφωνία συναινετικού διαζυγίου. Εφόσον συμβαίνει αυτό, τότε κατ’ εξαίρεση η συμφωνία αυτή είναι ισχυρή, με τον όρο ότι η τελευταία (συμφωνία των συζύγων για τα αποκτήματα) τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της εξ αυτού αποκλειστικά του λόγου διαζυγίου λύσης του γάμου.

Πράγματι, αφού μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο συνιστά αυτοτελή και δεσμευτικό για τον δικαστή λόγο διαζυγίου, πολύ περισσότερο θα είναι ισχυρή και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της ενοχικής αξίωσης για τα αποκτήματα, ακόμη και δια παραιτήσεως, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της δήλωσης βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ. Η ρυθμιστική αυτή για τα αποκτήματα συμφωνία, εφόσον δεν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση, υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, δεν επιφέρει αποτελέσματα και δεν μπορεί ως εκ τούτου να θεμελιώσει ανατρεπτική ένσταση υπέρ του άλλου (υπόχρεου) συζύγου. Η ως άνω παραίτηση έχει νομικό έρεισμα στις προαναφερόμενες διατάξεις και όχι σε αυτήν του άρθρου 454 ΑΚ, εφόσον κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα η σχετική απαίτηση ανάγεται στο μέλλον και δεν έχει γεννηθεί κατά τον χρόνο που εκείνη (η παραίτηση) λαμβάνει χώρα. Αντίθετο επιχείρημα δεν δύναται κατά τον Άρειο Πάγο να αντληθεί από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 4356/2015, η οποία για τους συνάπτοντες σύμφωνο συμβίωσης ορίζει ότι «τα μέρη δεν μπορούν να παραιτηθούν από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα πριν από τη γέννησή τους», διότι αν ο νομοθέτης ήθελε να ισχύει η απαγόρευση αυτή και στην περίπτωση του άρθρου 1400 ΑΚ θα το όριζε σε αυτό ρητά.

Στην ανωτέρω ΟλΑΠ 6/2019 υπήρξε και μειοψηφία, η οποία υποστήριξε τα εξής: Επί του κρίσιμου ζητήματος κατά πόσο επιτρέπεται η παραίτηση του δικαιούχου συζύγου ή η σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων, δηλαδή προτού γεννηθεί η εκ του άρθρου 1400 ΑΚ αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου, κρατεί ο διπλός κανόνας: α) ότι η κατά τη διάρκεια του γάμου παραίτηση απαγορεύεται και είναι άκυρη διότι, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 178, 871, 1400 και 1441 ΑΚ, η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει, για λόγους προστασίας του δικαιούχου, τον χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου και β) ότι η ως άνω αξίωση, που είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων. Επομένως, οποιαδήποτε συμφωνία των συζύγων με περιεχόμενο την ως άνω αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, που γίνεται προτού γεννηθεί η αξίωση, είτε έχει το χαρακτήρα ευθείας μονομερούς αφέσεως ή παραίτησης, είτε το χαρακτήρα συμβιβασμού με αμοιβαίες παραιτήσεις, είναι κατά τη μειοψηφούσα αυτή γνώμη άκυρη ως αντιτιθέμενη στον παραπάνω διπλό κανόνα. Επισημαίνεται δε από τη μειοψηφούσα αυτή γνώμη ότι ο λόγος της απαγορεύσεως της αφέσεως παραιτήσεως από ένα χρέος, που ακόμη δεν έχει γεννηθεί, δεν έγκειται μόνον στο ότι δογματικά δεν μπορεί να νοηθεί άφεση ή παραίτηση από χρέος που ακόμη δεν γεννήθηκε, αλλά και στην ανάγκη προστασίας του πρόωρα παραιτούμενου, αφού η αξίωσή του και αντίστοιχα το χρέος του άλλου δεν έχει κατά το χρόνο της παραιτήσεως διαμορφωθεί και δεν είναι γνωστό το περιεχόμενο τους, άρα ο παραιτούμενος δεν έχει ακόμη σαφή νομική αντίληψη αυτού από το οποίο παραιτείται. Και ναι μεν έχει επικρατήσει νομολογιακά η θέση ότι κατ’ εξαίρεση, επικείμενης συμφωνίας για συναινετικό διαζύγιο, δεν αποκλείεται το ζήτημα των αποκτημάτων να γίνει αντικείμενο ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, στις διαπραγματεύσεις αυτών, για να καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 ΑΚ συμφωνία συναινετικού διαζυγίου, με την έννοια ότι, κατ’ εξαίρεση, η συμφωνία αυτή είναι ισχυρή, ακόμη και αν γίνει προτού συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων και επομένως προτού γεννηθεί η εκ του άρθρου 1400 ΑΚ αξίωση (με την διαπλασθείσα από τη νομολογία προϋπόθεση ότι θα πληρωθεί η αίρεση υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσεως του γάμου με συναινετικό διαζύγιο), πλην όμως η, πρακτικού προσανατολισμού, αυτή δημιουργία εξαίρεσης από τον ως άνω κανόνα αφενός δεν θεμελιώνεται, έστω με ερμηνεία, σε κάποια υφιστάμενη νομοθετική πρόβλεψη και αφετέρου στερείται δογματικού θεμελίου. Κατά την άποψη αυτήν, οι πρακτικοί λόγοι της εξυπηρετήσεως της επιδιωκόμενης από τους συζύγους λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο μόνον ως δικαιοπολιτικοί λόγοι μπορούν να νοηθούν για τη νομοθέτηση της ως άνω εξαιρέσεως από τον κανόνα με ειδική νομική πρόβλεψη.

* Ο κ. Κίμων Σαϊτάκης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μεταδιδάκτορας (Post-doc) της Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -