Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 του Ν 5325/1932 «περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν» τα εκ συναλλαγματικής εναγόμενα πρόσωπα μπορούν να αντιτάξουν κατά του κομιστή ενστάσεις, οι οποίες στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις τους με τον εκδότη ή με τους προ ηγούμενους κομιστές, μόνο αν ο κομιστής κατά την απόκτηση της συναλλαγματικής ενήργησε με γνώση προς βλάβη του οφειλέτη. Από τη διάταξη αυτή, η οποία εκφράζει τον αναιτιώδη χαρακτήρα της ενοχής από συναλλαγματική, συνάγεται ότι κατ’ εξαίρεση μόνο επιτρέπεται η προβολή τέτοιων ενστάσεων από τον εναγόμενο εκ συναλλαγματικής πρόσωπο κατά του κομιστή της αν ο κομιστής, κατά τον χρόνο κτήσης της συναλλαγματικής, αφενός μεν γνώριζε την ύπαρξη των ενστάσεων αυτών κατά του εκδότη ή των πριν από αυτόν κομιστών του τίτλου και αφετέρου ενήργησε προς βλάβη του οφειλέτη, (βλ. ΑΠ 1180/2009, ΑΠ 904, 903/2006 ΝΟΜΟΣ). Η ενοχή από τη συναλλαγματική είναι αναιτιώδης, με την έννοια ότι η αιτία, η οποία έδωσε αφορμή για την έκδοσή της, δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση του κύρους της (αρ. 1 ν. 5325/1932). Ο οφειλέτης όμως από συναλλαγματική και ειδικά ο αποδέκτης αυτής μπορεί, όπως σε κάθε περίπτωση αναιτιώδους δικαιοπραξίας, να αποκαλύψει την αιτιώδη σχέση, δηλαδή την υποκείμενη αιτία, η οποία τον συνδέει με τον εκδότη (κομιστή) της συναλλαγματικής, ο οποίος ασκεί την απαίτηση από τη συναλλαγματική, αντιτάσσοντας εναντίον του την ένσταση ότι δεν υπάρχει αιτία για την αποδοχή της, είτε διότι η αιτία είναι παράνομη ή ανήθικη είτε διότι έληξε ή δεν επακολούθησε είτε διότι δεν υπήρχε καθόλου αιτία από την αρχή, κατά την αποδοχή της συναλλαγματικής, καθώς και το τυχόν ελάττωμα της αιτιώδους σχέσης, οπότε, αν αποδειχθεί η βασιμότητα της ένστασης αυτής, καθίσταται ανενεργός η αξίωση από τη συναλλαγματική (βλ. ΑΠ 1384/2013, ΑΠ 843/2012, ΑΠ 1266/2011, ΑΠ123/2008, ΑΠ 904-903/2006, ΑΠ 896/2006 ΝΟΜΟΣ). Τέτοια ένσταση είναι ο ισχυρισμός ότι η συναλλαγματική είναι συναλλαγματική ευκολίας (ΑΠ 735/2011 ΝΟΜΟΣ) καθώς και ο ισχυρισμός ότι η συναλλαγματική είναι συναλλαγματική εγγυοδοσίας (αποδοχή χάριν εγγυοδοσίας). Το περιεχόμενο της ένστασης αποδοχής συν/κής χάριν εγγυοδοσίας είναι ότι ουδεμία έννομη σχέση υπήρξε μεταξύ του εκδότη και του αποδέκτη της συναλλαγματικής, η οποία να δικαιολογεί την αποδοχή της, ενώ κατά την πρόθεση αμφοτέρων των μερών (εκδότη- κομιστή και αποδέκτη) η έκδοση της συναλλαγματικής δεν πρόκειται να δημιουργήσει, πράγματι, νομικό δεσμό μεταξύ των προσώπων αυτών. Ο σκοπός στον οποίο απέβλεψαν ήταν να διασφαλιστεί ο εκδότης της συναλλαγματικής ότι ο αποδέκτης της συναλλαγματικής θα τηρήσει ορισμένες οικονομικές ή άλλου είδους υποχρεώσεις του έναντι αυτού που απορρέουν από άλλη σύμβαση. Υπό την έννοια αυτή υπάρχει αποδοχή συναλλαγματικής χάριν εγγυοδοσίας, δηλαδή αποδοχή συναλλαγματικής χωρίς την ύπαρξη ορισμένης έννομης σχέσης ή οικονομικού αντισταθμίσματος. Η σύμβαση της εγγυοδοσίας (αρ. 361 ΑΚ) αποτελεί εξασφαλιστική σύμβαση και συγκεκριμένα, συνιστά αυτόνομη υπόσχεση που δίνει ένα πρόσωπο (ο εγγυοδότης) προς άλλο πρόσωπο (τον εγγυολήπτη), ότι θα ευθύνεται απέναντί του, αν πραγματοποιηθεί κάποιος κίνδυνος που αφορά τον εγγυολήπτη. Στη συμβατική εγγυοδοσία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για την εγγύηση αρ. 847 επ ΑΚ καθώς αυτή ρυθμίζεται σύμφωνα με το άρθρο 361 ΑΚ. Η νομιμότητα της αιτίας της κύριας σύμβασης, στην οποία αναφέρεται αυτοτελώς η εγγυοδοσία, δεν επιδρά στο κύρος της σύμβασης εγγυοδοσίας, όπου η ευθύνη του οφειλέτη (εγγυοδότη) έχει αυτόνομο, μη παρεπόμενο χαρακτήρα. Στην περίπτωση της σύμβασης εγγυοδοσίας προς εξασφάλιση απαίτησης, η ευθύνη του οφειλέτη δεν εξαρτάται από την ύπαρξη και το κύρος της ασφαλιζόμενης απαίτησης. Ο εγγυοδότης δεν έχει αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι η αιτία στη σύμβαση εγγυοδοσίας είναι η εξασφάλιση του εγγυολήπτη με την παροχή προς αυτόν μιας πρόσθετης αυτοτελούς αξίωσης, ανεξάρτητης από το κύρος της ασφαλιζόμενης απαίτησης. Στη σύμβαση εγγυοδοσίας ερευνάται μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων που θέτει σαφώς η ίδια η σύμβαση για τη δυνατότητα του εγγυολήπτη να στραφεί κατά του εγγυοδότη. Στις συναλλαγές συμβαίνει να χρησιμοποιείται η αποδοχή συναλλαγματικής ως μέσο εξασφάλισης άλλων απαιτήσεων που χαρακτηρίζεται από τους συμβαλλόμενους ως εγγύηση, πλην όμως ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης σύμβασης θα προκύψει με βάση τα χαρακτηριστικά αυτής, σε συνδυασμό με τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, χωρίς προσήλωση στις χρησιμοποιούμενες από τους συμβαλλόμενους λέξεις ή φράσεις, αφού ο νομικός χαρακτηρισμός γίνεται πάντοτε από το δικαστήριο που επιλαμβάνεται να διαγνώσει την υπόθεση. Όταν η αποδοχή συναλλαγματικής επέχει θέση εγγυοδοσίας και εκδίδεται για ασφάλεια μελλοντικής απαίτησης του κομιστή, αυτός δεσμεύεται να μην κάνει πρόωρη χρήση αυτής. Αν οι προϋποθέσεις (βασική σχέση) για τις οποίες δόθηκε η εγγυοδοσία, δεν εκπληρώθηκαν, μπορεί ο κομιστής της συν/κής να την εισπράξει χωρίς να καθίσταται πλουσιότερος από μη νόμιμη αιτία, αφού η κτήση του πλουτισμού του καλύπτεται από την περιουσιακή απώλεια που υπέστη από τη μη εκτέλεση της κύριας σύμβασης, η οποία συμφωνήθηκε με τη σύμβαση της εγγυοδοσίας προς ασφάλεια της μελλοντικής αυτής απαίτησής του. Έτσι, η ένσταση του αποδέκτη από συναλλαγματική ότι αυτή έχει δοθεί προς εξασφάλιση απαίτησης, αποκτά σημασία, μόνον όταν ο οφειλέτης αποδείξει ότι ο κομιστής της συναλλαγματικής δεν έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση από τη βασική σχέση (ΑΠ 1384/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜΕφΑΘ 1259/2020 ΤΝΠ Qualex).
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ