Με τη ΣτΕ 612/2022 κρίθηκαν ζητήματα σχετικά με την επιχειρηματική ελευθερία και ειδικότερα με τη συμβατότητα του μηχανισμού αυτόματων επιστροφών clawbacks με την παραπάνω ελευθερία. Ειδικότερα με την παραπάνω απόφαση της επταμελούς σύνθεσης του Συμβουλίου της Επικρατείας διευκρινίστηκε το ζήτημα εάν στην προστατευόμενη από το άρθρο 5 παρ. 1 Συντ. επιχειρηματική ελευθερία μπορεί να υπαχθεί η κερδοφορία της επιχείρησης, καθώς επίσης και το εάν η παράταση του μέτρου του clawback μέχρι και το έτος 2025, παρά την αρχική θεσμοθέτησή του ως προσωρινού, είναι συμβατή με το Σύνταγμα.
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Συντ. προστατεύεται η επιχειρηματική ελευθερία ως μορφή συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας, υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των άλλων, του Συντάγματος, και των χρηστών ηθών. Περιεχόμενο της ελευθερίας αυτής είναι η ισότιμη είσοδος και άσκηση παραγωγικής και συναλλακτικής δραστηριότητας στην οικεία αγορά. Η κατοχύρωση όμως αυτής της γενικής ελευθερίας δεν ιδρύει ούτε αξίωση, ούτε εγγύηση κερδοφορίας ή παραμονής σε αυτή την αγορά, ούτε ότι θα υπάρχουν αγοραστές δυνάμενοι και διατεθειμένοι να προμηθευθούν τα αγαθά ή τις υπηρεσίες της επιχειρήσεως και δη σε επιθυμητή ή συμφέρουσα για αυτήν τιμή. Δεδομένου δε ότι τέτοια γενική ελευθερία του επιχειρείν αναγνωρίζεται και κατοχυρώνεται μόνο υπό την επιφύλαξη ότι δεν προσκρούει στα δικαιώματα των άλλων, στο Σύνταγμα (δηλαδή στις διαδικασίες, τα αγαθά, και τους σκοπούς που αυτό κατοχυρώνει και προστατεύει), και στα χρηστά ήθη, από την ελευθερία αυτή δεν απορρέει ούτε και εγγύηση ή αξίωση για την απουσία ρυθμιστικών φραγμών εισόδου, εμποδίων, προϋποθέσεων, ή περιορισμών για την άσκηση ή κατά την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας. Συνακόλουθα, γενικές ρυθμίσεις που αποσκοπούν στην προστασία δικαιωμάτων – και τέτοιες είναι και οι ρυθμίσεις που αποβλέπουν και στην προστασία, εξυπηρέτηση ή επίτευξη σκοπών του κοινωνικού κράτους – ή δημοσίων αγαθών, ή τη θεραπεία γενικού συμφέροντος, δεν συνιστούν αναγκαίως περιορισμούς της επιχειρηματικής ελευθερίας, μόνο δε αν συνιστούν περιορισμούς και όχι προσδιορισμούς των ορίων της τίθεται ζήτημα αναλογικότητας των μέτρων ή προστασίας του σκληρού πυρήνα της. Σε μια κοινωνική οικονομία της αγοράς η ελευθερία του επιχειρείν είναι πάντοτε ρυθμισμένη ελευθερία. Βεβαίως, εφ’ όσον ο σκοπός της επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι η επίτευξη κέρδους, από τη φύση του πράγματος αγορανομικές διατάξεις που επιβάλλουν, ως προϋπόθεση εισόδου στην οικεία αγορά, ανώτατη τιμή πωλήσεως χαμηλότερη από το κόστος παραγωγής μιας ορθολογικά οργανωμένης επιχείρησης προσαυξημένο με ένα εύλογο κέρδος, καθιστούν αδύνατη την άσκηση της ελευθερίας αυτής και, ως εκ τούτου, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτοί. Ομοίως δεν θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή μια κανονιστική ρύθμιση η οποία θα επέβαλλε στην επιχείρηση, ως προϋπόθεση εισόδου στην οικεία αγορά, την υποχρέωση να αποδεχθεί όρους συναλλαγής που είτε καθιστούν αδύνατη την κατάστρωση επιχειρηματικού σχεδίου είτε είναι εν γένει μη εύλογοι. Κατά τα λοιπά όμως, και ενόσω ο νόμος δεν απαγορεύει, πάντως, αυτή καθ’ εαυτήν την είσοδο στην οικεία αγορά προς αναζήτηση καταναλωτών ή την ελευθερία της επιχείρησης να αρνηθεί μη εύλογη συναλλαγή, οποιεσδήποτε άλλες ρυθμίσεις που αφορούν ειδικά και αποκλειστικά τους όρους, τις προϋποθέσεις, την τιμή, τη συνολική δαπάνη, ή άλλους όρους συναλλαγής του ίδιου του Δημοσίου με οικονομικούς φορείς δεν συνιστούν περιορισμό της επιχειρηματικής ελευθερίας των τελευταίων (τουλάχιστον καθ’ ο μέρος δεν παραβιάζουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης), αφού αυτοί διατηρούν το δικαίωμα να αρνηθούν τη συναλλαγή και εξακολουθούν να είναι ελεύθεροι να διαθέτουν τα αγαθά ή τις υπηρεσίες τους σε ιδιώτες, υπό κανόνες ελευθέρου ανταγωνισμού· γιατί, πάντως, ούτε και απέναντι στο Δημόσιο νοείται να έχουν οι οικονομικοί φορείς έννομη προσδοκία, πολλώ μάλλον αξίωση εκ του Συντάγματος να συναλλάσσεται αυτό μαζί τους και δη σε συμφέρουσα για αυτούς τιμή και όρους συναλλαγής. Τούτο δε ακόμη και αν το Δημόσιο είναι ο κύριος ή αποκλειστικός αγοραστής των συγκεκριμένων αγαθών, ιδίως καθ’ όσον το Δημόσιο κατά την άσκηση αρμοδιοτήτων που αποβλέπουν στη θεραπεία δημοσίων σκοπών (όπως είναι και οι σκοποί του κοινωνικού κράτους) δεν είναι επιχείρηση και, συνεπώς, δεν μπορεί ούτε ως «μονοψώνιο» να αντιμετωπισθεί, ούτε να τεθεί, υφ’ οιανδήποτε νομική βάση, ζήτημα καταχρηστικής συμπεριφοράς. Αντιθέτως, οφείλει να προσανατολίζει τη δράση του προς την εξυπηρέτηση και προστασία αποκλειστικά των δημοσίων αυτών σκοπών και όχι ιδιωτικών συμφερόντων, τα οποία δεν επιτρέπεται καν να λαμβάνονται υπ’ όψη κατά τον προϋπολογισμό της σχετικής δημόσιας δαπάνης, ο οποίος ενεργείται με αποκλειστικό γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, στο οποίο, εν προκειμένω μάλιστα (αφού το Δημόσιο δρα ως αγοραστής, για λογαριασμό της κοινωνίας), περιλαμβάνεται και το στενά ταμειακό. Πράγματι, όπως συνάγεται και από το άρθρο 98 Συντ., το Δημόσιο υποχρέωση έχει (κατά περίπτωση νομική ή πολιτική) να τεκμηριώνει τη σκοπιμότητα και αποτελεσματικότητα, όχι την εξοικονόμηση δαπάνης. Δεν αποκλείεται βεβαίως (αλλά είναι διαφορετικό ζήτημα) το Δημόσιο με τη δράση του να αποβλέπει στη θεραπεία περισσοτέρων δημοσίων σκοπών, για παράδειγμα να αποβλέπει στη θεραπεία παραλλήλως σκοπών του κοινωνικού κράτους και σκοπών που απορρέουν από το άρθρο 106 του Συντάγματος. Οι τελευταίοι αυτοί σκοποί, πάντως, δεν γεννούν, κατ’ αρχήν, ούτε παροχικές, ούτε αμυντικές αξιώσεις έναντι του Κράτους, παρά μόνο, ceteris paribus, αξίωση ίσης μεταχείρισης, που και αυτή όμως υπόκειται μόνο σε ακροτάτων ορίων δικαστικό έλεγχο. Γιατί μια δημοσιονομική και οικονομική πολιτική που ενδεχομένως δεν ευνοεί την ανάπτυξη, μπορεί να μην είναι σκόπιμη, ή ενδεδειγμένη, δεν είναι όμως, εν πάση περιπτώσει, αντισυνταγματική. Τούτων δε έπεται ότι ο νομοθέτης δεν υποχρεούται (έναντι των τυχόν θιγομένων ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων) να αιτιολογήσει τις σχετικές επιλογές του. Ακόμη και αν τυχόν οι επιλογές αυτές έχουν όχι απλώς αρνητικές επιπτώσεις για ιδιωτικά οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα, αλλά εξικνούνται μέχρι του σημείου να παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητος ή να πλήσσουν τον σκληρό πυρήνα της επιχειρηματικής του ελευθερίας, στον θιγόμενο ιδιώτη που αμφισβητεί τη συνταγματικότητα της ρυθμίσεως απόκειται να το αναδείξει και να το αποδείξει προσηκόντως, ιδίως τεκμηριώνοντας, πλήρως και σε όλη τους την έκταση τους ισχυρισμούς του κατά την πραγματική τους βάση. Μόνο όταν ο νομοθέτης λαμβάνει μέτρα (και δη, κατ’ εξοχήν μέτρα με μακροχρόνια επενέργεια) που είτε ενδέχεται να απειλούν δημόσια αγαθά (όπως για παράδειγμα το περιβάλλον), είτε θίγουν προσδοκίες που απορρέουν από την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (όπως είναι οι πάσης φύσεως κοινωνικές παροχές) υποχρεούται πράγματι εκ του Συντάγματος να σταθμίσει προσηκόντως τις επιπτώσεις αυτές και να τεκμηριώσει απέναντι στον Δικαστή ότι οι επιλογές του δεν υποκρύπτουν αμφισβήτηση, υποτίμηση, ή παραγνώριση των εν λόγω συνταγματικών αγαθών. Οι ανωτέρω δε γενικές αρχές διέπουν (και δη κατά μείζονα λόγο, καθ’ όσον αφορά τα όρια του δικαστικού ελέγχου) και την κρατική δράση στον τομέα του φαρμάκου, εν όψει των όλως ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της οικείας αγοράς. Εξάλλου, και στις περιπτώσεις εκείνες που νοείται ζήτημα προσβολής του σκληρού πυρήνα της επιχειρηματικής ελευθερίας, αντικείμενο συνταγματικής προστασίας δεν θα μπορούσε να είναι πάσα οιαδήποτε δαπάνη ή προσδοκία κέρδους, αλλά μόνο το κόστος παραγωγής μιας ορθολογικά οργανωμένης επιχείρησης, προσαυξημένο με ένα εύλογο περιθώριο κέρδους. Επομένως, δεν λαμβάνονται υπόψη άλλες δαπάνες, (όπως ενδεικτικά οι δαπάνες διαφήμισης και προώθησης πωλήσεων, ή οι δαπάνες που αφορούν άλλα προϊόντα) που δεν συνδέονται άμεσα με τις αναγκαίες εισροές και διαδικασία κατεργασίας ή μεταποίησης που απολήγει στη δημιουργία του συγκεκριμένου προϊόντος. Δεν λαμβάνονται δε υπόψη ούτε και οι δαπάνες που δεν θα είχαν επιβαρύνει μια ορθολογικά οργανωμένη επιχείρηση, δηλαδή οι δαπάνες που δεν ικανοποιούν τα κριτήρια της αναγκαιότητας, αποδοτικότητας, και προσήκοντος μέτρου. Ως «εύλογο», δε, νοείται μόνο το σύνηθες μέσο ποσοστό κέρδους που θα μπορούσε με ισχυρή πιθανότητα να προσδοκεί μια ορθολογικά οργανωμένη επιχείρηση που λειτουργεί υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνιστικής αγοράς και όχι το τυχόν υψηλότερο κέρδος στο οποίο θα απέβλεπε μια επιχείρηση, ως κίνητρο για να επιδοθεί στη συγκεκριμένη δραστηριότητα.
Συναφώς κρίθηκε ότι το Δημόσιο έχει ελευθερία καθορισμού των γενικών όρων συναλλαγής του με τους οικονομικούς φορείς, υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης, με στόχο την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης δημοσιονομικής ισορροπίας και αποδοτικότητας των δημοσίων δαπανών. Συνεπώς το οριζόντιο clawback, ως γενικός όρος συναλλαγής του με τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις με τις οποίες δεν θα συναφθεί συμφωνία μετά από διαπραγμάτευση τιμής, δεν πλήσσει τον σκληρό πυρήνα της επιχειρηματικής τους ελευθερίας, αφού αυτές έχουν την ευχέρεια να ζητήσουν διαγραφή του προϊόντος από τον θετικό κατάλογο συνταγογραφουμένων φαρμάκων. Παράλληλα, το Σύνταγμα δεν επιβάλλει αύξηση προϋπολογισμού ή μείωση παροχών ή προηγούμενη επιστημονική μελέτη, προκειμένου να μην θιγεί η κερδοφορία της φαρμακοβιομηχανίας. Εν τέλει κρίθηκε συνταγματική η παράταση της εφαρμογής του μηχανισμού αυτόματης επιστροφής (clawback) στα έτη 2019-2022 (μειοψ.). Παραπέμφθηκε δε λόγω σπουδαιότητας στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου το ζήτημα αν το μέτρο των αναδρομικών επιστροφών (clawback), παραμένει, και μετά τον Ν 4549/2018, σύμφωνο προς το Σύνταγμα.
* Η κ. Εύη Γαλάνη είναι Δικηγόρος, ΜΔΕ, Διδάσκουσα στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ