fbpx

Συρροή μεταξύ κατοχής παραχαραγμένων νομισμάτων και κυκλοφορίας αυτών (207-208 ΠΚ)

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 596/2022 κρίθηκε η συρροή μεταξύ του αδικήματος της κατοχής παραχαραγμένων νομισμάτων με σκοπό την θέση αυτών σε κυκλοφορία ως γνησίων (207 ΠΚ) και του αδικήματος της κυκλοφορίας παραχαραγμένων νομισμάτων (208 ΠΚ).

Νομικές διατάξεις: «Κατά τη διάταξη του άρθρου 207 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 Νέου Ποινικού Κώδικα [Ν. 4619/2019], “Όποιος παραποιεί ή νοθεύει νόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του, είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς, με σκοπό να το θέσει σε κυκλοφορία σαν γνήσιο, ή κατέχει πλαστό νόμισμα με τον ίδιο σκοπό, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή”. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει, ότι το προβλεπόμενο από αυτή έγκλημα της παραχάραξης είναι σωρευτικά μικτό με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγμάτωσής του, δηλαδή η παραποίηση, ή η νόθευση του χαρτονομίσματος, η προμήθεια, η αποδοχή, η εισαγωγή, η εξαγωγή, η μεταφορά και η κατοχή αυτού δεν μπορεί να εναλλαχθούν μεταξύ τους: η καθεμία από αυτές συνιστά αυτοτελές έγκλημα, σε περίπτωση δε συνδρομής περισσότερων τρόπων τέλεσης υπάρχουν περισσότερα αυτοτελή εγκλήματα, υπό την προϋπόθεση ότι ο δράστης όλων αυτών των μορφών έχει επιπλέον και σκοπό να τα θέσει σε κυκλοφορία ως γνήσια, χωρίς να απαιτείται και η πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Το έγκλημα της κατοχής παραχαραγμένου νομίσματος συντελείται όταν ο δράστης με γνώση του κατέχει παραποιημένο ή νοθευμένο μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα, με σκοπό να το θέσει σε κυκλοφορία σαν γνήσιο. Ως παραποίηση, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, αλλά και της επόμενης διάταξης του άρθρου 208 του Π.Κ., νοείται η με οποιονδήποτε τρόπο απομίμηση γνήσιου νομίσματος, έστω και αν δεν είναι τέλεια, αρκεί να έγινε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δίνει την εντύπωση γνησίου και να μπορεί να παραπλανηθεί ο ανύποπτος συναλλασσόμενος.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 208 παρ. 1 εδ. α’ του (ισχύοντος από 1.7.2019) Π.Κ. “Όποιος εν γνώσει της πλαστότητας θέτει σε κυκλοφορία σαν γνήσιο πλαστό νόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς, ή άλλο μέσο πληρωμής, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή”.

Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με την προηγουμένη συνάγεται ότι, εάν ο δράστης της παραχάραξης (με οποιεσδήποτε από τις προβλεπόμενες στο νόμο μορφές της) θέσει εν συνεχεία σε κυκλοφορία τα παραχαραγμένα νομίσματα ή χαρτονομίσματα, η ενέργειά του αυτή, ως αποτελούσα την αξιοποίηση της παραχάραξης που έλαβε χώρα και μη προσβάλλουσα άλλο έννομο αγαθό, εκτός εκείνου το οποίο αρχικά προσβλήθηκε, συνιστά μη τιμωρητή υστέρα πράξη, αφού και με αυτήν (την κυκλοφορία) προσβάλλεται η ίδια μονάδα εννόμου αγαθού. (ΑΠ 264/2020). Τούτο, άλλωστε, διευκρινίζεται και στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4619/2019, στο άρθρο 208 ΠΚ, στην οποία αναφέρεται “Ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος του άρθρου 207 αποτελεί το έγκλημα της κυκλοφορίας πλαστών νομισμάτων και άλλων μέσων πληρωμής και καθορίζεται ακριβέστερα ο χρόνος της πράξης, είτε κατά, είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του νομίσματος, είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς, λύση που επιλύει ασάφεια του ισχύοντος κανόνα (παρ. 1)”.

Η κατοχή παραχαραγμένων νομισμάτων συνιστά έγκλημα διαρκές και υφίσταται καθ’ όλη τη διάρκεια της άσκησης της φυσικής εξουσίας επί των κατεχομένων πλαστών χαρτονομισμάτων, για τη θεμελίωση δε του εγκλήματος αυτού απαιτείται ο δράστης να κατέχει τα νομίσματα με τη γνώση της ιδιότητας αυτών ως πλαστών και να έχει τη δυνατότητα της διάθεσης αυτών.

Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 45 του Π.Κ., συνάγεται ότι με τον όρο “από κοινού” τέλεση μιας αξιόποινης πράξης νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος να θέλει ή να αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, που διαπράττεται, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι ενεργούν με δόλο τέλεσης του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Ο κοινός δόλος αρκεί, χωρίς να υπάρχει ανάγκη εξειδίκευσης των επιμέρους τυπικών ενεργειών του καθενός συναυτουργού (ΑΠ 264/2020).

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -