Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 του ΕμπΝ και 741 ΑΚ, εννοιολογικό στοιχείο της ομόρρυθμης εταιρίας, όπως ισχύει και σε όλες τις προσωπικές εταιρίες, είναι η σύσταση αυτής από δύο ή περισσότερα πρόσωπα (ένωση προσώπων), που επιδιώκουν κοινό οικονομικό σκοπό (κέρδος). Η περιέλευση όλων των εταιρικών μεριδίων σε ένα εταίρο συνιστούσε υπό το δίκαιο του ΑΚ και ΕμπΝ λόγο λύσης της εταιρίας (Αντωνόπουλος, Δίκαιο Εμπορικών εταιριών προσωπικές εταιρίες 1997, σελ. 254). Όμως, υπό το νέο δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρίας με τις διατάξεις των άρθρων 249 επ. του Ν 4072/2012, ο οποίος εφαρμόζεται και στις εταιρίες που – κατά την έναρξη της ισχύος του από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, την 11/4/2012, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις (άρθρο 330 § 2 Ν 4072/2012)- δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση, οι λόγοι λύσης προσωπικών εταιριών (Ο.Ε. και Ε.Ε άρθρο 259 § 1 του Ν 4072/2012) διαφέρουν από αυτούς που γίνονταν δεκτοί κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και καθορίζονται πλέον με κεντρικούς άξονες τη γενική αρχή της διατήρησης της εμπορικής επιχείρησης και το επιβεβλημένο απομάκρυνσης από τον απόλυτα προσωποπαγή χαρακτήρα των προσωπικών εταιριών με εισαγωγή του θεσμού της μονοπρόσωπης ομόρρυθμης εταιρίας, έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Έτσι, αν οι εταιρικές μερίδες συγκεντρωθούν στα χέρια ενός εταίρου αν αποχωρήσουν για οποιονδήποτε λόγο ένας ή περισσότεροι εταίροι και παραμείνει μόνον ένας εταίρος, η εταιρία λύνεται, εφόσον μέσα σε τέσσερις μήνες δεν δημοσιευθεί στο Γ.Ε.Μ.Η. η είσοδος νέου εταίρου (άρθρο 267 παρ. 1 του Ν 4072/2012,το οποίο ήδη προβλέπει δυνατότητα συνέχισης της εταιρίας επί τετράμηνο, μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 27 του Ν 4403/2016, ΦΕΚ Α’ 125/7-7-02016, ΕφΘεσ 1585/2018 αδημ., ΕφΘεσ 387/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΛαμ 7/2015 ΔΕΕ 2016, 621 και Ν. Ρόκας, Εμπορικές Εταιρίες, 7η έκδοση, σελ., 152, Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, 2η έκδοση, παρ. 24 σελ. 132 και Λύση ομόρρυθμης εταιρίας και έξοδος εταίρου κατά το Ν 4072/2012, μελέτη Ε. Κουπτσίδου-Στρατουδάκη, Αρμ 2/2014, 199 επ.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 773, 774, 777 και 778 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις προσωπικές εταιρίες που έχουν νομική προσωπικότητα, προκύπτει ότι ο θάνατος κάποιου εταίρου επιφέρει αυτοδικαίως τη λύση της εταιρίας, εκτός αν συμφωνηθεί ότι η εταιρία θα εξακολουθήσει συνεχιζόμενη είτε μεταξύ των λοιπών εταίρων, είτε μεταξύ τούτων και των κληρονόμων του αποβιώσαντος εταίρου, οι οποίοι στην περίπτωση αυτή υπεισέρχονται στη θέση του τελευταίου, κατά το ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρία. Αν δεν υφίσταται τέτοια συμφωνία, η εταιρία λύεται και τίθεται αυτοδικαίως υπό καθεστώς εκκαθάρισης (άρθρο 777 ΑΚ). Η εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπει ότι σε περίπτωση θανάτου ενός εταίρου, η εταιρία θα συνεχιστεί με τους κληρονόμους του ή με τον κληρονόμο του, χωρίς να προσδιορίζει ειδικότερα έναν συγκεκριμένο κληρονόμο ή με όλους τους κληρονόμους του εταίρου. Εφόσον υπάρχει ρήτρα τέτοιου περιεχομένου, η εταιρία συνεχίζεται με όλους τους εκ διαθήκης ή (και) εξ αδιαθέτου κληρονόμους του αποθανόντος, ή με τον μοναδικό κληρονόμο αυτού (ΑΠ 10/2017 Nomos, ΕφΑθ 774/2014 ΔΕΕ 2014, 231, ΕφΘεσ 599/2007 Αρμ 2007, 1521). Στην περίπτωση που εκτός από τους εκ διαθήκης κληρονόμους, υπάρχουν και νόμιμοι μεριδούχοι του εταίρου, η εταιρία συνεχίζεται και με τους τελευταίους, διότι και εκείνοι είναι κληρονόμοι κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας τους (1825 §2 ΑΚ). Αν όμως ο κληρονομούμενος καταστήσει κληρονόμο της εταιρικής συμμετοχής συγκεκριμένο πρόσωπο (με βάση την εταιρική σύμβαση), ώστε να αποκλείεται μεριδούχος, η νόμιμη μοίρα θα υπολογισθεί στο σύνολο της κληρονομίας συμπεριλαμβανομένης της εταιρικής συμμετοχής και αν η υπόλοιπη κληρονομία δεν επαρκεί για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας, ο μεριδούχος θα αποκτήσει ως κληρονόμος και το μέρος της εταιρικής συμμετοχής που απαιτείται για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας του (Καστρίτσιος, Κληρονομικό Δίκαιο των εταιριών 2020 σελ. 68 και 84, Γ. Καραΐνδρου, Ζητήματα κληρονομίας των εταιρικών συμμετοχών 30.11.2018 διπλ. εργασία σελ. 34). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 72, 759, 777 εδ. α 780 εδ. α, 781, 782 και 784 ΑΚ και 249 του Ν 4072/2012, το οποίο, όπως προ- εκτέθηκε, κατά τη διάταξη του άρθρου 294 § 1 του ίδιου νόμου εφαρμόζεται και στις εταιρίες που κατά την έναρξη ισχύος του δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση, καθώς και των άρθρων 18 και 42 του ΕμπΝ για την εταιρία που συστάθηκε πριν την έναρξη ισχύος του Ν 4072/2012, προκύπτει ότι η ομόρρυθμη εταιρία που τήρησε τις διατυπώσεις δημοσιότητας και έχει νομική προσωπικότητα, έχει δική της περιουσία και διατηρεί τη νομική προσωπικότητα της μέχρι πέρατος της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής. Κύριος των εισφορών των εταίρων, των κερδών, που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της, και των εν γένει αποκτημάτων από τη διαχείριση, και γενικότερα φορέας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, που αποτελούν την εταιρική περιουσία, μέχρι τη ρευστοποίηση και τη διανομή αυτής, είναι το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρίας (ΑΠ 224/2016 Nomos, ΑΠ 2349/2009 ΔΕΕ 2010, 682, ΕφΠειρ 264/2015 ΕλλΔνη 2016, 820, ΕφΘεσ 84/2014 ΕπισκΕΔ 2014, 175, ΕφΑθ 1127/2011 ΔΕΕ 2011, 1030). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 762 και 763 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στην ομόρρυθμη εταιρία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 18 του ΕμπΝ και 249§2 του Ν 4072/2012, και εκείνης του άρθρου 255 του Ν 4072/2012, του οποίου οι διατάξεις κατά το άρθρο 294 § 1 του ίδιου νόμου εφαρμόζονται και στις εταιρίες που κατά την έναρξη ισχύος του δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση, κάθε εταίρος έχει δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη της εταιρίας κατά το ποσοστό συμμετοχής του, εφόσον υπάρχει τέτοια συμφωνία, άλλως, στην περίπτωση μη ύπαρξης συμφωνίας, το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη είναι κατά ίσα μέρη, ανεξάρτητα από την εισφορά κάθε εταίρου. Όταν δε η εταιρία έχει διάρκεια μακρότερη από ένα έτος, ο λογαριασμός κλείνεται και τα κέρδη διανέμονται στο τέλος κάθε έτους, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από την εταιρική σύμβαση. Ως κέρδος κατά την έννοια του νόμου νοείται το καθαρό κέρδος, δηλαδή το καθαρό προϊόν που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων και ιδίως των δαπανών της εταιρίας. Στοιχεία της σχετικής περί διανομής των κερδών αγωγής είναι ο ακριβής προσδιορισμός των προς επιδίκαση κερδών, ενώ δεν είναι αναγκαία η παράθεση και των εξόδων λειτουργίας της εταιρίας, καθώς η τυχόν ύπαρξη εξόδων, που πρέπει να αφαιρεθούν, είναι αρνητικός ισχυρισμός και όχι στοιχείο της αγωγής (ΑΠ 911/2011, ΑΠ 1974/2009 ΔΕΕ 2010, 566, ΑΠ 362/2008 ΧρΙΔ 2008, 841, ΑΠ 581/2004 ΕΕμπΔ 2004, 761, ΕφΠειρ 264/2015 ΕλλΔνη 2016, 820, ΕφΘεσ 1685/2011 ΔΕΕ 2012, 236, ΕφΑθ 5906/2013, ΕφΘεσ 1689/2011 ΕλλΔνη 2015, 1735). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827, 1831 και 1833 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά το Ν 1329/1983, συνάγεται ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδούχου, η οποία συνίσταται στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή, συνυπολογίζονται όλα τα δεκτικά κληρονομικής διαδοχής περιουσιακά στοιχεία που υπάρχουν κατά το χρόνο αυτό στην κληρονομιά (πραγματική κληρονομική ομάδα), από την οποία αφαιρούνται τα χρέη της κληρονομιάς και οι δαπάνες της κηδείας του κληρονομουμένου και της απογραφής της κληρονομιάς. Ακολούθως, προστίθενται και θεωρούνται ότι υπάρχουν στην κληρονομιά (πλασματική κληρονομική ομάδα), με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και, επίσης, οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατο του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Στη νόμιμη μοίρα καταλογίζονται οι παροχές σε μεριδούχο, με την αξία που είχαν όταν έγιναν, εφόσον προστίθενται στην κληρονομιά, σύμφωνα με το άρθρο 1831 ΑΚ, εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έδω- σε την παροχή. Ως μεριδούχος με την έννοια της άνω διάταξης νοείται o in concreto, περιλαμβανομένου αυτού που εξέπεσε με οποιαδήποτε τρόπο και του προαποβιώσαντος, όχι, όμως, όσοι αποκλείονται με βάση τους κανόνες της εξ αδιαθέτου διαδοχής, λχ. οι γονείς, λόγω της ύπαρξης κατιόντων (πρβλ. Σταθόπουλος στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, άρθρο 1831-1834 αρ. 35-39). Οι δωρεές προστίθενται, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί ο τύπος της δωρεάς, αλλά έπεται ότι πρέπει να προέρχονται απευθείας από την περιουσία του θανόντος και όχι μέσω τρίτου (Παπαδόπουλος, Αγωγές κληρονομικού Δικαίου, 1995, σελ. 94). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 88 Ν 1329/1983 προκύπτει ότι οι εν ζωή χαριστικές προς τον μεριδούχο παροχές του κληρονομουμένου, που έλαβαν χώρα προ της ισχύος του νόμου αυτού ρυθμίζονται, ως προς τον συνυπολογισμό τους στην κληρονομιά και τον καταλογισμό τους στη νόμιμη μοίρα, από τις διατάξεις των άρθρων 1831 § 2 και 1833 ΑΚ, όπως ίσχυαν προ της τροποποιήσεως τους με το ίδιο νομοθέτημα. Συνεπώς, προκειμένου οι εν λόγω επιδόσεις να κριθούν ως προσθετέες στην κληρονομιά και ως συνυπολογιστέες στη νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, πρέπει να έχει τεθεί από τον κληρονομούμενο ο όρος του καταλογισμού τους στην τελευταία, που πρέπει να αναφέρεται στη σχετική αγωγή ή την ένσταση (ΑΠ 560/2008 Nomos, ΑΠ 1996/2006 ΧρΙΔ 7, 606 και ΝοΒ 55, 1817, ΑΠ 27/2005 Ελ- λΔνη 46, 803, ΧρΙΔ 5, 520, ΑΠ 217/2003 ΧρΙΔ 4, 609, Εφ- Πειρ 262/2015, ΕφΑθ 8628/2006 Nomos). Για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας με βάση τις άνω διατάξεις (1831, 1834 ΑΚ) ειδικότερα: α) εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου. Εξεύρεση της αξίας της κληρονομιάς “με εκτίμηση” σημαίνει ότι, για τον υπολογισμό της νόμι- μης μοίρας, ως αξία της κληρονομιάς δεν νοείται η αγοραία αξία, αλλά η πραγματική αξία αυτής, η οποία εξευρίσκεται με εκτίμηση, η οποία, σε ομαλές οικονομικές συνθήκες, συμπίπτει, κατά κανόνα, με την αγοραία αξία. Εφόσον πρόκειται να υπολογιστεί η αξία της οικοσκευής του κληρονομουμένου, που αποτελείται από διάφορα αντικείμενα (π.χ. έπιπλα, αντίκες, διακοσμητικά αντικείμενα, σερβίτσια, ασημικά, κοσμήματα κ.λπ.) πρέπει να προσδιορίζεται η αξία καθ’ ενός αντικειμένου χωριστά, β)αφαιρούνται από την αξία αυτή της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς τα χρέη της και οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου και απογραφής της κληρονομιάς, γ) στο ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση των παραπάνω χρεών, προστίθενται, με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν, οι πιο πάνω παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους ή τρίτους, δ) με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα που προσδιορίστηκε κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, ε) από το ποσό αυτής (νόμιμης μοίρας) αφαιρείται η αξία των πραγμάτων, στα οποία τυχόν έχει εγκατασταθεί ο μεριδούχος, καθώς και η αξία της παροχής που τυχόν είχε λάβει και υπόκειται σε συνεισφορά και στ) αν προκύπτει ότι τίποτε δεν έχει καταλειφθεί σ’ αυτόν, σχη- ματίζεται ένα κλάσμα, με αριθμητή το ποσό της εξευρισκόμενης με τον πιο πάνω τρόπο νόμιμης μοίρας του και παρονομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία, χωρίς αφαίρεση χρεών και δαπανών, θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας του. Το κλάσμα αυτό ή δεκαδικός αριθμός, που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή, παριστά το ποσοστό που πρέπει να πάρει ο μεριδούχος αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, για να λάβει, έτσι, τη νόμιμη μοίρα του. Κατά το ποσοστό αυτό, ο μεριδούχος συντρέχει ως κληρονόμος σε όλα τα κληρονομιαία πράγματα (ΑΠ 5/2019, ΑΠ 902/2018, ΑΠ 23/2015, ΑΠ 1231/2009, ΑΠ 207/2008 Nomos, Παπαδόπουλος, ό.π.). Ο νόμιμος μεριδούχος για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του ενάγει αυτούς, που, ως κληρονόμοι, κατακρατούν τα αντικείμενα της κληρονομιάς είτε με την αγωγή, που προβλέπει το άρθρο 1871 του ΑΚ (περί κλήρου) είτε με αγωγή που φέρει τον χαρακτήρα απλής αναγνωριστικής κληρονομικού δικαιώματος (ΑΠ 75/2018, Νοβ 2019, 21, ΑΠ 15/2017, ΑΠ 1029/2014, ΕφΠειρ 695/2014 αδημ. Nomos). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, εναγόμενος δεν είναι, σε αντίθεση με την ως άνω περί κλήρου αγωγή (1871 του ΑΚ), ο νεμόμενος τα κληρονομιαία πράγματα ως κληρονόμος, αλλά εκείνος που αδικαιολόγητα κατέχει κληρονομιαία πράγματα, χωρίς αντιποίηση κληρονομικού δικαιώματος ή απλώς αμφισβητεί το κληρονομικό του δικαίωμα (ΑΠ 856/2018 Nomos, ΑΠ 538/2016, ό.π., ΕφΠειρ 262/2016 Nomos, ΕφΠατρ 177/2009, ό.π.)». Για τη θεμελίωσή της, ο ενάγων κληρονόμος αρκεί να επικαλεσθεί και αποδείξει τον θάνατο του κληρονομουμένου, τη συγγενική του σχέση προς αυτόν ή την εγκατάστασή του ως κληρονόμου με διαθήκη, τη νομή (ή απλή κατοχή) του κληρονομουμένου στο επίδικο πράγμα κατά τον χρόνο του θανάτου του, που περιέρχεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους του και την αδικαιολόγητη κατοχή του πράγματος από τον εναγόμενο ή την αμφισβήτηση του κληρονομικού του δικαιώματος (ΑΠ 538/2016, ό.π., ΑΠ 400/2009, ΧρΙΔ 2010, 127, ΕφΠειρ 262/2016 ό.π.). Επίσης, όπως και επί της αγωγής περί κλήρου, πρέπει για τον υπολογισμό του ποσοστού της νόμιμης μοίρας-σε περίπτωση που ο ενάγων επικαλείται την ύπαρξη παροχών από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 1831 § 1 εδ. 2 του ΑΚ (ΕφΠειρ 262/2016, ΕφΠειρ 695/2014 ό.π., ΕφΘεσ 2040/2012, Αρμ 2013, 735, ΕφΛαρ 22/2009, ΕφΑΔ 2010, 1348)-να επικαλεστεί τα περιουσιακά στοιχεία – ως και την αποτίμησή τους σε χρήμα – τα οποία αποτελούν την κληρονομία (ΕφΑθ 65/2009, ΕλλΔνη 2009, 1107, ΕφΛαρ 22/2009, ό.π.), το είδος, την έκταση και την αξία καθενός, καθώς και την ιδιότητά τους ως κληρονομιαίων (ΑΠ 1440/2010, ΕλλΔνη 2011, 473, ΕφΠειρ 262/2016 ό.π.). Εάν ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι υπάρχουν και άλλα περιουσιακά στοιχεία, ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση (ΑΠ 1440/2010 ό.π.). Επίσης, οι διάδικοι πρέπει να επικαλεστούν και αποδείξουν τις τυχόν δαπάνες κηδείας, χρέη της κληρονομιάς και δαπάνες απογραφής (ΑΠ 474/2010, ΕλλΔνη 2011, 473, ΕφΠατρ 322/2011, ΑχΝομ 2012, 186, ΕφΠατρ 1000/2009, ΑχΝομ 2010, 260, ΕφΛαρ 218/2001 ΔΙ- ΚΟΓΡΑΦΙΑ 2001, 271). Σε κάθε δε περίπτωση-είτε δηλαδή υπάρχουν παροχές του άρθρου 1831 § 1 εδ. 2 του ΑΚ και έξοδα, χρέη είτε όχι-με την αγωγή περί νομίμου μοίρας (περί κλήρου ή αναγνωριστική) ζητείται ορισμένο ποσοστό – κλάσμα της κληρονομίας, είτε επί όλων των υπαρκτών κληρονομιαίων αντικειμένων είτε επί μερικών μόνο εξ αυτών (ΕφΠειρ 695/2014, ό.π., ΕφΘεσ 2040/2012, Αρμ 2013, 735). Έτσι, αν στο δικόγραφο της αγωγής περιέχονται τα παραπάνω στοιχεία, ο εσφαλμένος τυχόν υπολογισμός του ποσοστού της νόμιμης μοίρας, δεν επιδρά στο ορισμένο της αλλά ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων (ΤρΕφΠειρ 415/2021 ΤΝΠ Qualex).
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ