Με την ΑΠ 1302/2022 γίνεται σύγκριση των διατάξεων που κατά καιρούς ίσχυσαν για την παθητική δωροδοκία και εφαρμόζεται η ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο.
Ευμενέστερος νόμος κριτήρια: Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., με την οποίαν καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυε από την τέλεση της πράξης μέχρι τον χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος, με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμία από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου Π.Κ., ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον”. Ενόψει τούτων η διάταξη αυτή είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο σε σχέση μ’ εκείνην του προϊσχύσαντος Π.Κ.. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται, κατ’ αρχάς, υπόψη το ύψος των απειλούμενων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης, ενώ η πρώτη θεωρείται βαρύτερη της δεύτερης, σε περίπτωση δε χρηματικής ποινής λαμβάνεται υπόψη επί ίσων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης και η χρηματική ποινή, η οποία, σε κάθε περίπτωση, θεωρείται ελαφρύτερη της στερητικής της ελευθερίας ποινής (Α.Π. 86/2020, Α.Π. 1820/2019). Επίσης, ευμενέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει επιβαρυντική περίσταση, η παραδοχή της οποίας, μέχρι την κατάργησή της, οδηγούσε στον χαρακτηρισμό της πράξης ως κακουργήματος ή σε επίταση της απειλούμενης κατά του δράστη ποινής. Εξάλλου, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται όχι μόνον αυτός που προσδιορίζει το είδος και το μέτρο της ποινής, αλλά και εκείνος που μπορεί να επηρεάσει ευνοϊκά την ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου. Έτσι, επιεικέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος μεταβάλλει τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξης και την υποβαθμίζει σε πλημμέλημα, με συνέπεια να επέρχεται μεταβολή ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο όχι μόνο ως προς την προβλεπόμενη ποινή, αλλά και ως προς το χρόνο της παραγραφής, αφού το πλημμέλημα υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή από εκείνην του κακουργήματος. Τέλος, επιεικέστερος είναι ο νόμος που απαιτεί επιπλέον στοιχείο για τη συγκρότηση συγκεκριμένου αδικήματος, ενώ αντίθετα δυσμενέστερος και ως εκ τούτου μη εφαρμοζόμενος αναδρομικά είναι ο νεότερος νόμος που καταργεί στοιχείο απαιτούμενο κατά τον προγενέστερο νόμο, υπό την ισχύ του οποίου τελέστηκε η πράξη (Α.Π. 166/2021).
Προϊσχύσας ΠΚ: Οι διατάξεις του άρθρου 235 παρ. 1 και 2 του παλαιού Π.Κ., όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης της παθητικής δωροδοκίας [(από το Μάρτιο του έτους 2009 έως 4-5-2012), και για την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι], μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν. 3666/2008 (Φ.Ε.Κ. 105/10-6-2008, τεύχος πρώτο), την αντικατάσταση της παρ. 2 με το άρθρο 3 παρ. 4α του Ν. 3943/2011 (Φ.Ε.Κ. 66/31-3-2011, τεύχος πρώτο) και την αναπροσαρμογή του αναφερόμενου σ’ αυτήν (παρ. 2 του άρθρου 235 του Π.Κ.) χρηματικού ποσού με το άρθρο 24 παρ. 1 του Ν. 4055/2012 (Φ.Ε.Κ. 51/12-3-2012, τεύχος πρώτο), ορίζουν ότι: “1. Υπάλληλος, ο οποίος, κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, για ενέργεια ή παράλειψή του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. 2. Αν η αξία των ωφελημάτων υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ ή αν ο δράστης έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών”, ενώ η διάταξη του άρθρου 7β παρ. 1 του Ν. 3610/2007 (Φ.Ε.Κ. 258/22-11-2007, τεύχος πρώτο), που προστέθηκε με το άρθρο 77 παρ. 6 του Ν. 3842/2010 (Φ.Ε.Κ. 58/23-4-2010, τεύχος πρώτο), ορίζει ότι: “Στις υποθέσεις παθητικής δωροδοκίας υπαλλήλου φορολογικής ή τελωνειακής αρχής κατά το άρθρο 235 του Π.Κ., εκτός από τη στερητική της ελευθερίας ποινή, επιβάλλεται υποχρεωτικά και χρηματική ποινή η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ ούτε ανώτερη από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ”.
Περαιτέρω, οι ανωτέρω διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 235 του Π.Κ., μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 68 του Ν. 4139/2013 (Φ.Ε.Κ. 74/20-3-2013, τεύχος πρώτο), ορίζουν ότι: “1. Υπάλληλος, ο οποίος, κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, για ενέργεια ή παράλειψή του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, καθώς και υποχρεωτική χρηματική ποινή ίση με το πεντηκονταπλάσιο του ωφελήματος και μέχρι το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Σε περίπτωση ωφελήματος μη αποτιμητού σε χρήμα, η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ ούτε ανώτερη από εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ. 2. Αν η αξία των ωφελημάτων υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ ή αν ο δράστης έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, καθώς και υποχρεωτική χρηματική ποινή, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ ούτε ανώτερη από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.”.
Οι διατάξεις του άρθρου 235 του προϊσχύσαντος Π.Κ., μετά την αντικατάστασή τους με την υποπαράγραφο ΙΕ.6 του άρθρου πρώτου του Ν. 4254/2014 (Φ.Ε.Κ. 85/7-4-2014, τεύχος πρώτο), ορίζουν ότι: “1. Υπάλληλος ο οποίος ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή μέσω τρίτου, για τον εαυτό του ή για άλλον, οποιασδήποτε φύσης ωφέλημα, ή αποδέχεται την υπόσχεση παροχής τέτοιου ωφελήματος, για ενέργεια ή παράλειψή του σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή 5.000 έως 50.000 ευρώ. Αν ο υπαίτιος τελεί την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή το ωφέλημα είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή 10.000 έως 100.000 ευρώ. 2. Αν η ως άνω ενέργεια ή παράλειψη του υπαιτίου αντίκειται στα καθήκοντά του, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή 15.000 έως 150.000 ευρώ. Αν ο υπαίτιος τελεί την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή το ωφέλημα είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δεκαπέντε ετών και χρηματική ποινή 15.000 έως 150.000 ευρώ. 3. Υπάλληλος ο οποίος ζητεί ή λαμβάνει, για τον εαυτό του ή για άλλον, αθέμιτη παροχή περιουσιακής φύσης, επωφελούμενος από την ιδιότητά του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη. 4. Προϊστάμενοι υπηρεσιών ή επιθεωρητές ή πρόσωπα που έχουν την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε υπηρεσίες του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων που απαριθμούνται στο άρθρο 263Α τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, αν από αμέλεια, κατά παράβαση συγκεκριμένου υπηρεσιακού καθήκοντος, δεν απέτρεψαν πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές τους ή υπόκειται στον έλεγχό τους από την τέλεση πράξης των προηγούμενων παραγράφων.”.
Νέος ΠΚ: Τέλος, οι διατάξεις του άρθρου 235 παρ. 1 – 4 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 (Φ.Ε.Κ. 95/11-6-2019, τεύχος πρώτο), ορίζουν ότι: “1. Υπάλληλος ο οποίος ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή μέσω τρίτου, για τον εαυτό του ή για άλλον, οποιασδήποτε φύσης ωφέλημα, ή αποδέχεται την υπόσχεση παροχής τέτοιου ωφελήματος, για ενέργεια ή παράλειψή του σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν ο υπαίτιος τελεί την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ’ επάγγελμα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή. 2. Αν η ως άνω ενέργεια ή παράλειψη του υπαιτίου αντίκειται στα καθήκοντά του, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή. Αν ο υπαίτιος τελεί την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ’ επάγγελμα τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή έως χίλιες (1.000) ημερήσιες μονάδες. 3. Υπάλληλος ο οποίος ζητεί ή λαμβάνει, για τον εαυτό του ή για άλλον, αθέμιτη παροχή περιουσιακής φύσης, επωφελούμενος από την ιδιότητά του, τιμωρείται με φυλάκιση, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη. 4. Προϊστάμενοι υπηρεσιών ή επιθεωρητές ή πρόσωπα που έχουν την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε υπηρεσίες του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων τιμωρούνται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, αν με παράβαση συγκεκριμένου υπηρεσιακού καθήκοντος, δεν απέτρεψαν από αμέλεια πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές τους ή υπόκειται στον έλεγχό τους από την τέλεση πράξης των προηγούμενων παραγράφων.”.
Αντικειμενική υπόσταση της παθητικής δωροδοκίας 235 ΠΚ: Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας υπαλλήλου) απαιτείται, :
- εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α’ του Π.Κ.,
- η από μέρους αυτού του ίδιου ή δια μέσου άλλου απαίτηση ή αποδοχή ωφελημάτων, που δεν δικαιούται
- ή αποδοχή υπόσχεσης προς παροχή αυτών (ωφελημάτων) για ενέργεια ή παράλειψή του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη,
- η οποία σχετίζεται με την άσκηση των καθηκόντων του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από τον νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του, ή αντίκεται στα καθήκοντά του, είναι δε αδιάφορο, αν η ενέργεια ή η παράλειψη του υπαλλήλου πραγματοποιήθηκε ή όχι ή αν αυτός σκόπευε ειλικρινά να την υλοποιήσει (Α.Π. 718/2020).
Υποκειμενική υπόσταση 235 ΠΚ: Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, δηλαδή γνώση του υπαλλήλου, ότι απαιτεί ή δέχεται τα ωφελήματα ή την υπόσχεση αυτών για ενέργεια ή παράλειψή του, αναγόμενη ή αντικείμενη στα καθήκοντά του και θέληση αυτού να πράξει τούτο.
Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, υπό την έννοια ότι οι περισσότεροι τρόποι πραγμάτωσής του, που κατά την άνω διάταξη είναι: α) η απαίτηση ωφελήματος, β) η αποδοχή του και γ) η αποδοχή υπόσχεσης για την ενέργεια ή την παράλειψη, μπορούν να εναλλαχθούν και σε περίπτωση συνδρομής περισσότερων τρόπων, πραγματώνεται ένα μόνο έγκλημα.
Περαιτέρω, από την αντιπαραβολή και σύγκριση των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτές έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας υπαλλήλου) στη βασική του μορφή τιμωρείται ως πλημμέλημα, χαρακτηρίζεται δε κακούργημα με τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων.
Διαχρονικό δίκαιο-επιεικέστερος νόμος: Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 235 του Π.Κ., όπως ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης της παθητικής δωροδοκίας (από το Μάρτιο του έτους 2009 έως 4-5-2012), και για την οποία οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν, σε βαθμό κακουργήματος, μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν. 3666/2008 (Φ.Ε.Κ. 105/10-6-2008, τεύχος πρώτο), την αντικατάσταση της παρ. 2 με το άρθρο 3 παρ. 4α του Ν. 3943/2011 (Φ.Ε.Κ. 66/31-3-2011, τεύχος πρώτο) και την αναπροσαρμογή του αναφερόμενου σ’ αυτήν (παρ. 2 του άρθρου 235 του Π.Κ.) χρηματικού ποσού με το άρθρο 24 παρ. 1 του Ν. 4055/2012 (Φ.Ε.Κ. 51/12-3-2012, τεύχος πρώτο), η ανωτέρω αξιόποινη πράξη στη βασική της μορφή τιμωρούταν ως πλημμέλημα, χαρακτηριζόταν δε ως κακούργημα, τιμωρούμενη με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη, καθώς και υποχρεωτική χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000,00 €) έως πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (500.000,00 €), στην περίπτωση κατά την οποία η αξία των ωφελημάτων υπερέβαινε το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,00 €) ευρώ ή ο δράστης είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών, σε κάθε άλλη δε περίπτωση (κατ’ επάγγελμα τέλεση της εν λόγω αξιόποινης πράξης ή η αξία των ωφελημάτων ήταν ιδιαίτερα μεγάλη) τιμωρούνταν σε βαθμό πλημμελήματος, ανεξάρτητα από τον αν η απαίτηση ή αποδοχή των ωφελημάτων σχετιζόταν με ενέργεια ή παράλειψη του υπαιτίου σύμφωνη με τα καθήκοντά του ή αντικείμενη σ’ αυτά, επιβαρυντικές περιστάσεις όμως που δεν προβλέπονται πλέον από τις διατάξεις του άρθρου 235 του ήδη ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., που είναι εφαρμοστέες στην κρινόμενη υπόθεση.
Ένδικη υπόθεση: Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τις παραδοχές που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφαση και εκτίθενται στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VII σκέψη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, ως προς την καταδίκη των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων για την αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας υπαλλήλου), από κοινού, εφόσον δέχεται ότι αυτή τελέστηκε από τους τελευταίους (αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους) το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του έτους 2009 έως 4 Μαΐου 2012, ανεξαρτήτως του ότι:
α) οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι, κατά την τέλεσή της, είχαν την ιδιότητά του υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας,
β) η αξία των ωφελημάτων που ζήτησαν υπερβαίνει το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,00 €) και
γ) οι ενέργειές τους ήταν αντίθετες με τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα,
η ανωτέρω αξιόποινη πράξη τους φέρει πλέον, υπό την ισχύ του νέου Π.Κ., δηλαδή λόγω νομοθετικής μεταβολής, τον χαρακτήρα πλημμελήματος, σύμφωνα με όσα εκτενώς έχουν αναπτυχθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο IV νομική σκέψη. Επομένως, εφόσον η ανωτέρω αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας υπαλλήλου), από κοινού, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, τελέστηκε το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του έτους 2009 έως 4 Μαΐου 2012, κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, την 22-6-2020, είχε εξαλειφθεί το αξιόποινό της, λόγω παραγραφής, καθόσον από την τέλεσή της μέχρι και την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης είχε παρέλθει χρόνος μεγαλύτερος της οκταετίας, δηλαδή αυτός των πέντε (5) ετών, που είναι ο χρόνος παραγραφής των πλημμελημάτων, και των (3) τριών ετών, που είναι ο χρόνος αναστολής αυτών, θα έπρεπε δε αυτεπαγγέλτως το ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, εφαρμόζοντας ορθά το νόμο, ειδικότερα δε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 235 του Π.Κ., όπως αυτές ίσχυαν από τον χρόνο τέλεσης της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο IV νομική σκέψη, καθώς και εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1, 111, 112 και 113 του Π.Κ., ασκώντας την δικαιοδοσία του, να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί για την ανωτέρω πλημμεληματική πράξη της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας υπαλλήλου) σε βάρος των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ