Στην ομόρρυθμη εμπορική εταιρία, κύριος των κερδών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της, είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, το οποίο και μόνο νομιμοποιείται παθητικώς στη δίκη για καταβολή της αναλογίας κερδών σε κάποιον από τους εταίρους της, αλλιώς η αγωγή είναι απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης (ΕφΘεσ 2838/1988 Nomos). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 255 του Ν 4072/2012 «Στο τέλος της εταιρικής χρήσης συντάσσεται λογαριασμός, από τον οποίο εμφαίνονται τα κέρδη ή οι ζημίες της εταιρίας. Στην εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπεται ότι διανέμονται κέρδη και πριν από το τέλος της εταιρικής χρήσης με βάση προσωρινό λογαριασμό. Εκτός αντίθετης συμφωνίας, οι εταίροι μετέχουν στα κέρδη και τις ζημίες κατά το ποσοστό συμμετοχής τους». Από τη διάταξη αυτή που έχει ενδοτικό χαρακτήρα, προκύπτει ότι κάθε εταίρος έχει δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη της εταιρίας, ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής του, εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία μεταξύ τους ότι, δηλαδή, τα κέρδη θα διανέμονται με διαφορετική αναλογία και όχι κατά το ποσοστό συμμετοχής των εταίρων, ενώ είναι επιτρεπτή η συμφωνία ότι μέρος των κερδών δεν θα διανέμεται, αλλά θα παρακρατείται για τον σχηματισμό αποθεματικών ή θα μεταφέρεται για διανομή σε μελλοντικές χρήσεις (βλ. Μ.-Θ. Μαρίνος – Γ. Τριανταφυλλάκης, Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, άρθρα 249-294 Ν 4072/2012, έκδ. 2017, άρθρο 255, σελ. 305-306, ΑΠ 522/2014 ΔΕΕ 2014, 590, ΑΠ 1205/2001 ΕΕΝ 2003, 861, ΕφΘεσ 2198/2006 ΕπισκΕΔ 2006, 1149). Έτσι ο ενδοτικός χαρακτήρας της διάταξης επιτρέπει ευρείας έκτασης αντίθετες ρυθμίσεις στην εταιρική σύμβαση, όπως, να διανέμονται τα κέρδη: α) κατά διάφορη περιοδικότητα, β) εντός των ορίων της εταιρικής ρευστότητας και αποθεματοποίησης, γ) όχι σε χρήμα, αλλά να αποθεματοποιούνται αυξάνοντας έτσι τις εισφορές (βλ. ΕφΘεσ 1685/2011 ΕλλΔνη 2012, 816). Ως κέρδος ή ζημία εννοούνται το καθαρό κέρδος μετά τη φορολόγηση, ήτοι το καθαρό προϊόν που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων και ιδίως των δαπανών της εταιρίας και η καθαρή ζημία, όπως αυτά προκύπτουν από την κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης του φορολογικού έτους (διαχειριστικής περιόδου) της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας. Το κέρδος ή η ζημία συνίσταται στο ποσό κατά το οποίο αυξήθηκε ή μειώθηκε, αντίστοιχα, η περιουσία σε σύγκριση με τα αποτελέσματα χρήσης του προηγούμενου φορολογικού έτους και όχι σε σύγκριση με την αρχική περιουσία της εταιρίας (ΑΠ 362/2008 ΧρΙΔ 2008, 841, ΑΠ 581/2004 ΕΕμπΔ 2004, 761). Εντεύθεν, έπεται ότι στοιχεία της σχετικής περί διανομής των κερδών αγωγής, είναι ο ακριβής προσδιορισμός των προς επιδίκαση κερδών, ενώ δεν είναι αναγκαία η παράθεση και των εξόδων λειτουργίας (δαπανών) της εταιρίας, καθόσον η τυχόν ύπαρξη εξόδων που πρέπει να αφαιρεθούν είναι αρνητικός ισχυρισμός και όχι στοιχείο της αγωγής (βλ. ΑΠ 362/2008 ό.π., ΕφΔυτΜακ 44/2011 Αρμ 2012, 1274), η αναφορά της ύπαρξης ή μη συμφωνίας για τη συμμετοχή των εταίρων στα κέρδη της εταιρίας, ανάλογα με την εταιρική του μερίδα, καθώς και η μνεία της ύπαρξης ή μη πρόβλεψης στο καταστατικό περί του τρόπου και χρόνου διανομής των κερδών στους εταίρους (βλ. ΕφΘεσ 1685/2011 ό.π.). Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 255 του Ν 4072/2012, ο εταίρος δικαιούται να αξιώσει δικαστικώς την απόδοση του καθαρού κέρδους που του ανήκει, χωρίς να απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής του, όπως εκτίθεται σ’ αυτή, ότι κλείσθηκε από την εταιρία ο λογαριασμός στο τέλος του έτους και συντάχθηκε ο σχετικός ισολογισμός (βλ. ΑΠ 1688/1998 Nomos, ΑΠ 640/1983 ΕΕΝ 51, 187, ΕφΑθ 8230/2007 Nomos), καθόσον τέτοιες προϋποθέσεις δεν προκύπτουν από την εφαρμογή της άνω διάταξης για τη διανομή των κερδών και την ικανοποίηση της αντίστοιχης αξίωσης του εταίρου και φυσικά δεν αποτελούν προϋποθέσεις η προηγούμενη τυχόν δικαστική διόρθωση του καταρτισθέντος από τον διαχειριστή ισολογισμού σε περίπτωση διαφωνίας του εταίρου ή η έγκριση των εταιρικών λογαριασμών από τη συνέλευση των εταίρων, αλλά αντίθετα, το χρονικό σημείο άσκησης της αξίωσης αυτής συμπίπτει με το χρόνο λήξης κάθε εταιρικής χρήσης, εφόσον το καταστατικό της εταιρίας δεν περιέχει αντίθετες ρυθμίσεις. Άλλωστε, η διανομή των κερδών δεν προϋποθέτει εκκαθάριση της εταιρίας, η δε παράλειψη της δεν καθιστά την επί τα κέρδη αξίωση ανεκκαθάριστη (βλ. ΑΠ 885/2005 Nomos, ΕφΘεσ 1685/2011, ό.π.). Η αγωγή εταίρου ΟΕ με την οποία διεκδικεί κέρδη είναι απαράδεκτη ως αόριστη αν δεν γίνεται ακριβής προσδιορισμός των ποσών των ακαθάριστων εσόδων κατά το εκάστοτε κρίσιμο χρονικό διάστημα ούτε μνεία της συμφωνίας των εταίρων για τη συμμετοχή τους στα κέρδη ούτε αναφορά της τυχόν υπάρχουσας στην εταιρική σύμβαση ρήτρας που προβλέπει τον τρόπο και τον χρόνο διανομής των κερδών στο τέλος κάθε έτους.
Περαιτέρω, η εταιρική συμμετοχή σε ομόρρυθμη εταιρία είναι μεταβιβάσιμη όχι μόνο αιτία θανάτου αλλά και εν ζωή. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 256 του Ν 4072/2012, «Ή εταιρική συμμετοχή μεταβιβάζεται ολικά ή μερικά, αν τούτο προβλέπεται στην εταιρική σύμβαση ή συναινούν όλοι οι εταίροι». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι με μία πράξη μεταβιβάζεται ολόκληρη η εταιρική συμμετοχή χωρίς να απαιτείται χωριστή εκχώρηση των επιμέρους δικαιωμάτων και χωριστή αναδοχή των ειδικών υποχρεώσεων έναντι των εταίρων και του νομικού προσώπου, ενώ δεν είναι δυνατή η αυτόνομη μεταβίβαση ενός περιουσιακού ή διοικητικού δικαιώματος (λ.χ. δικαιώματος επί των κερδών ή δικαιώματος ψήφου), ανεξάρτητα από τη μεταβίβαση της εταιρικής συμμετοχής και η σχετική σύμβαση είναι άκυρη (άρθρο 174 του ΑΚ) διότι προσκρούει στη θεμελιώδη αρχή του αδιάσπαστου της εταιρικής συμμετοχής (βλ. ΕφΛαρ 863/2010 ΕπισκΕΔ 2011, 729). Ως μεταβίβαση κατά τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου νοείται η εκποιητική δικαιοπραξία μεταξύ του εταίρου και του κτήτορα, στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις για την εκχώρηση (άρθρο 470 του ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 455 επ. του ΑΚ), ενώ η αιτία της εκποιητικής δικαιοπραξίας βρίσκεται στην ενοχική δικαιοπραξία, κατά κανόνα πώληση δικαιώματος ή δωρεά δικαιώματος με αντικείμενο την εταιρική συμμετοχή, εφόσον δε υπάρχει πώληση εφαρμόζονται οι διατάξεις για την πώληση δικαιώματος (πώληση συμμετοχής σε εταιρία) των άρθρων 513 επ. του ΑΚ. Για την εν ζωή μεταβίβαση απαιτείται είτε σχετική ρήτρα στο καταστατικό, είτε σύμφωνη απόφαση (συναίνεση ή έγκριση) των υπολοίπων εταίρων. Η σύμβαση μεταβίβασης της εταιρικής συμμετοχής, η οποία πραγματοποιείται χωρίς σχετική καταστατική πρόβλεψη ή συμφωνία των υπολοίπων εταίρων, είναι άκυρη υπέρ της εταιρίας και των εταίρων της κατ’ άρθρο 175 του ΑΚ, αφού υπέρ αυτών των προσώπων έχει ταχθεί η απαγόρευση διάθεσης της συμμετοχής σε ομόρρυθμη εταιρία (ΑΠ 296/2000 ΕλλΔνη 2000, 1019, ΑΠ 1688/1998 ΕλλΔνη 1999, 118, ΑΠ 7/1991 ΝοΒ 1992, 526, ΕφΛαρ 863/2010 ό.π.). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 264 του Ν 4072/2012 «1. Σε περίπτωση εξόδου ή αποκλεισμού εταίρου η εταιρία του αποδίδει αυτούσια τα αντικείμενα που είχε εισφέρει κατά χρήση. 2. Εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση, ο εξερχόμενος ή ο αποκλειόμενος εταίρος, με την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 261, έχει αξίωση κατά της εταιρίας για καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του. Σε περίπτωση μη συμφωνίας των εταίρων ως προς την αξία συμμετοχής, η αξία που καταβάλλεται ορίζεται από το δικαστήριο το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 259 με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. 3. Αν η εταιρική περιουσία δεν επαρκεί για την κάλυψη των χρεών της εταιρίας, ο εξερχόμενος ή αποκλειόμενος εταίρος υποχρεούται να τα καλύψει κατά τον λόγο της συμμετοχής του στις ζημίες.» Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι ο εξερχόμενος ή αποκλειόμενος εταίρος έχει χρηματική αξίωση κατά της εταιρίας για την καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του στην εταιρία, δηλαδή για την καταβολή ποσού που ισούται με την αξία της εταιρικής συμμετοχής, το οποίο αποτελεί το υποκατάστατο της συμμετοχής που απώλεσε. Η καταβαλλόμενη αξία είναι η εμπορική αξία της εταιρικής συμμετοχής κατά το χρονικό σημείο της απώλειας της εταιρικής ιδιότητας, στην οποία περιλαμβάνεται η αξία της εισφοράς προς την εταιρία του εξερχόμενου ή αποκλειόμενου εταίρου, προσαυξημένη κατά την αναλογία συμμετοχής του στα αποθησαυρισμένα κέρδη, ενώ για τον υπολογισμό της συντάσσεται ειδικός ισολογισμός που απεικονίζει την πραγματική κατάσταση της εταιρίας κατά το χρονικό αυτό σημείο (βλ. ΕφΠειρ 63/2012 ΔΕΕ 2012, 469, ΕφΑθ 6338/2006 ΔΕΕ 2007, 58, ΕφΘεσ 2386/2005 ΕπισκΕΔ 2006, 482). Σημειωτέον ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 294 παρ. 1 του Ν 4072/2012, ο εν λόγω νόμος εφαρμόζεται και στις εταιρίες που δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση κατά την έναρξη της ισχύος του (11.4.2012), εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις. Η αγωγή με την οποία ο εταίρος ΟΕ διεκδικεί από άλλον εταίρο της ΟΕ , στον οποίο μεταβίβασε λόγω πώλησης ποσοστό εταιρικής συμμετοχής, την αξία της εταιρικής του συμμετοχής που αντιστοιχεί στο μεταβιβασθέν ποσοστό αυτής, είναι νόμω αβάσιμη, αφού η αιτία της εκποιητικής δικαιοπραξίας της μεταβίβασης του ποσοστού της εταιρικής συμμετοχής ήταν η πώληση δικαιώματος, και ως εκ τούτου ο ενάγων – πωλητής δικαιούται να αξιώσει από τον εναγόμενο – αγοραστή μόνο το συμφωνηθέν τίμημα, και όχι την αιτούμενη αξία της εταιρικής του συμμετοχής, καθότι μόνο ο εξερχόμενος ή αποκλειόμενος εταίρος έχει χρηματική αξίωση κατά της εταιρίας για καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του σε αυτή κατ’ άρθρο 264 παρ. 2 εδ. α’ του Ν 4072/2012 (ΜΕφΑθ 3832/2020 ΤΝΠ Qualex).
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ