Με την ΑΠ 453 / 2022 με τρόπο αναλυτικό και με εμπεριστατωμένη αιτιολογία προσδιορίζονται τα στοιχεία της αντικειμενική και υποκειμενικής υπόστασης της εκβίασης (385 ΠΚ) ως τετελεσμένης πράξης καθώς και σε απόπειρα.
Στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της εκβίασης 385 ΠΚ – διαχρονικό δίκαιο : Κατά τη διάταξη το άρθρου 385 παρ.1 στοιχ. β εδ. α του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 ΠΚ, υπό το καθεστώς του οποίου φέρεται ότι τελέστηκε από τους αναιρεσείοντες η πράξη της εκβίασης από κοινού και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, ως ευμενέστερη της αντίστοιχης διάταξης του νέου ΠΚ, “1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380 με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου τιμωρείται: α) … β) αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματός του, ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών…”.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβίασης απαιτείται
- εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή,
- από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία αυτού που εξαναγκάζεται ή κάποιου άλλου,
- ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασης του εξαναγκαζομένου
- και σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος η κάποιος άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Τέτοιος σκοπός υπάρχει :
- όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαίτησης, δηλαδή δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντος,
- καθώς επίσης και όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του μέσου της βίας ή της απειλής προς πραγμάτωση νόμιμης απαίτησης αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, εμφανιζόμενη ως άξια μομφής.
Ο εξαναγκασμός ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβίασης, έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο και ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διάθεσης, με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζομένου και να οδηγηθεί είτε ο ίδιος, είτε άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η απειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζομένου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, εφόσον εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθεαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή άσκησής τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 Π Κ, δηλαδή, της κάμψης της θέλησης του εξαναγκαζομένου, ώστε έτσι να αχθεί ή ο ίδιος ή άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή.
Η απειλή μπορεί να είναι ρητή και άμεση, να έχει διατυπωθεί προφορικώς ή εγγράφως ή και εμμέσως, να έχει μεταβιβαστεί με άλλον ή ακόμη και να είναι σιωπηρή, όταν συνάγεται από τον τρόπο εκδήλωσης και συμπεριφοράς του δράστη, είναι δε αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν αυτή ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι.
Πέραν τούτων, η απειλή μπορεί να στρέφεται κατά οποιουδήποτε εννόμου αγαθού του παθόντος, όπως της προσωπικής ελευθερίας, της περιουσίας, της τιμής και της υπόληψής του.
Για τη συγκρότηση της υποκειμενικής υπόστασης της πράξης της εκβίασης, απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος και επιπροσθέτως σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος (υπερχειλής δόλος).
Υπάρχει δε τέτοιος σκοπός όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαίτησης, δηλαδή, ότι δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντος ή όταν η πράξη ή παράλειψη αυτού που εξαναγκάζεται δεν αποτελεί έκφραση του παρεχομένου από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ.1 του Συντάγματος και 361 του ΑΚ στο πρόσωπο δικαιώματος της βούλησής του και της ελευθερίας στις συναλλαγές.
Διακεκριμένη περίπτωση εκβίασης αποτελεί η προβλεπόμενη στην παρ. 1 στ β’ εδ. α της διάταξης του ανωτέρω άρθρου 385 του προϊσχύσαντος ΠΚ, σύμφωνα με την οποία, μεταξύ άλλων, η εκβίαση ασκείται με βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος.
Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήμια διαγωγή.
αλλιώς, αν δηλαδή, η απειλή δεν επέφερε το σκοπούμενο αποτέλεσμα του εξαναγκασμού σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή του απειλουμένου ή την επέλευση ζημίας στην περιουσία αυτού ή άλλου, εφόσον συντρέχουν και λοιποί όροι, το έγκλημα είναι σε απόπειρα, για την ύπαρξη της οποίας απαιτείται, κατά το άρθρο 42 παρ.1 ΠΚ, όπως ο δράστης επιχειρήσει πράξη, η οποία περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης αυτού, δηλαδή, να προβεί σε ενέργεια, η οποία αποτελεί μέρος της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και οδηγεί κατ’ ευθείαν στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο.
Επομένως, αν η απειλή δεν προκάλεσε στον απειλούμενο φόβο και αυτός δεν ενέδωσε, προβαίνοντας εξαναγκαζόμενος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή ή δεν επέφερε σ’ αυτόν περιουσιακή ζημία, το έγκλημα της εκβίασης δεν είναι τετελεσμένο και η απειλή που ασκήθηκε συνιστά απόπειρα του εγκλήματος αυτού, εφόσον περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσής του (ΑΠ 917/2020, ΑΠ 494/2020, ΑΠ 1088/2018, ΑΠ 1278/2017).
Ένδικη υπόθεση όπως κρίθηκε από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση: «Ο πρώτος κατηγορούμενος, Δ. Π. του Π., ήταν, κατά τον εν προκειμένω κρίσιμο χρόνο, υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών και υπηρετούσε στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) Κεντρικής Μακεδονίας. Αρχικά ήταν σε τμήμα ελέγχου και αργότερα υπηρέτησε στο δικαστικό τμήμα της υπηρεσίας του, τελικά δε, από τα τέλη του έτους 2011, ήταν υπεύθυνος του γραφείου κίνησης των οχημάτων της υπηρεσίας του και, ειδικότερα της συντηρήσεώς τους, που ελάμβανε χώρα, πάντοτε κατόπιν συγκεκριμένης διαταγής πορείας, σε κοντινό στην υπηρεσία συνεργείο, ασκώντας παράλληλα βοηθητικές εργασίες της γραμματείας του διοικητικού τμήματος δίχως ελεγκτικές αρμοδιότητες, ευρίσκετο δε σε αυτή τη θέση και κατά τον εν προκειμένω κρίσιμο χρόνο. Περαιτέρω, ο δεύτερος κατηγορούμενος, Ζ. Ρ., που προήρχετο από το κράτος της τότε FYROM (ήδη Βορείου Μακεδονίας), αλλά ευρίσκετο επί μακρά σειρά ετών στην Ελλάδα, με συνέπεια να χειρίζεται πολύ καλά, παράλληλα με τη μητρική του, και την ελληνική γλώσσα, ήταν, κατά τον εν προκειμένω κρίσιμο χρόνο, υπάλληλος της εταιρίας με την επωνυμία “ΑΦΟΙ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ ΑΒΕΕ”, στην οποία και ανήκει το κτίριο, όπου στεγάζεται το Σ.Δ.Ο.Ε. Κεντρικής Μακεδονίας και ασχολείτο με τη συντήρησή του. Εξ άλλου, ο παθών αλλοδαπός, υπήκοος του κράτους της τότε FYROM (ήδη Βορείου Μακεδονίας), L. B., διατηρούσε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, επιχείρηση εμπορίας και πωλήσεως ενδυμάτων με έδρα την πόλη των Σκοπίων, για τις ανάγκες δε της εμπορίας του προμηθεύετο, σε εβδομαδιαία βάση, από τη Θεσσαλονίκη εμπορεύματα, τα οποία, δια φορτηγών αυτοκινήτων του, ένα των οποίων οδηγούσε ο ομοεθνής υπάλληλος του, υπήκοος της τότε FYROM (ήδη Βορείου Μακεδονίας), K. D., μετέφερε, μέσω του τελωνείου των Ευζώνων, στην επιχείρηση του στα Σκόπια. Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε, περαιτέρω, ότι τις μεσημβρινές ώρες της 20ής Απριλίου 2013 ο πρώτος κατηγορούμενος επελήφθη αυθαιρέτως και παρανόμως, δηλονότι χωρίς υπηρεσιακή ανάγκη, χωρίς διαταγή πορείας, εν αγνοία των προϊσταμένων του και εκτός χρόνου υπηρεσίας του, της οδηγήσεως υπηρεσιακού του ΣΔΟΕ Κεντρικής Μακεδονίας επιβατηγού αυτοκινήτου, στο οποίο αντιστοιχούσαν οι υπό στοιχεία … … υπηρεσιακές πινακίδες κυκλοφορίας και κατά τον άνω χρόνο έφερε τις υπ’ αριθμ. … …. συμβατικές τοιαύτες, εκμεταλλευόμενος προς τούτο την πρόσβαση που του παρείχαν οι κατά τα άνω αρμοδιότητές του στα αυτοκίνητα της υπηρεσίας του. Αφού επιβίβασε στο αυτοκίνητο αυτό, ως συνοδηγό, τον δεύτερο κατηγορούμενο, με τον οποίο είχαν αναπτύξει στενές φιλικές σχέσεις, κινήθηκαν στο δυτικό τομέα της Θεσσαλονίκης, όπου. στην οδό Αισώπου εντόπισαν το πλήρες εμπορευμάτων φορτηγό αυτοκίνητο του προαναφερομένου αλλοδαπού επιχειρηματία, που οδηγούσε ο υπάλληλος του, K. D. , το ακινητοποίησαν και, εμφανιζόμενοι ως ελεγκτές του ΣΔΟΕ, ζήτησαν από αυτόν, μέσω του δευτέρου κατηγορουμένου, που, όπως προαναφέρθηκε, γνώριζε τόσο την ελληνική, όσο και τη γλώσσα των κατοίκων της τότε FYROM, από την οποία προήρχετο ο φερόμενος να ελέγχεται οδηγός, τα τιμολόγια των μεταφερομένων εμπορευμάτων να τα ελέγξουν. Ως εκ περισσού να σημειωθεί εδώ ότι για τη διενέργεια οποιουδήποτε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ελέγχου από το ΣΔΟΕ, εκδίδετο σχετική εντολή ελέγχου από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας, στην οποία αναφέροντο οι υπάλληλοι – ελεγκτές, τα οχήματα που θα χρησιμοποιούσαν, το είδος του ελέγχου και το σημείο, όπου αυτός θα χωρούσε και, συνεπώς, ουδείς υπάλληλος της άνω υπηρεσίας νομιμοποιείτο να διενεργεί ελέγχους χωρίς, κατ’ αρχάς, να υπάγεται στο τμήμα των ελεγκτών και, σε κάθε περίπτωση, χωρίς την ύπαρξη σχετικής εντολής. Μετά ταύτα, και ανεξαρτήτως της ιδιότητος του πρώτου κατηγορουμένου ως υπαλλήλου του ΣΔΟΕ, ο παραπάνω έλεγχος ήταν (πέραν του ότι εχώρησε αποκλειστικά για τον προαναφερθέντα και κατωτέρω περιγραφόμενο αξιόποινο σκοπό) άνευ ετέρου παράνομος, αφού ούτε στον ελεγκτικό μηχανισμό του ΣΔΟΕ ανήκαν οι κατηγορούμενοι, ούτε, σε κάθε περίπτωση είχαν εντολή ελέγχου, πλην όμως ο ελεγχόμενος οδηγός, υπολαμβάνοντας ότι αληθώς πρόκειται για νόμιμο έλεγχο, υπάκουσε και παρέδωσε τα παραστατικά έγγραφα του φορτίου του, μετά δε το πέρας του φερομένου ελέγχου του ανακοινώθηκε από τους κατηγορουμένους ότι εντόπισαν σοβαρή παράβαση και, στην πορεία, του ζήτησαν να ενημερώσει το αφεντικό του, ώστε να επικοινωνήσει μαζί τους στο κινητό τηλέφωνο με τον αριθμό κλήσης …. Ο αριθμός αυτός ανήκε στον δεύτερο κατηγορούμενο και μάλιστα, κατά την, ως κατωτέρω σύλληψή του, κατασχέθηκε πάνω του κινητό τηλέφωνο, φέρον κάρτα sim με τον προαναφερόμενο αριθμό κλήσης, προδήλως δε προτιμήθηκε αυτό το τηλέφωνο γιατί, όπως προαναφέρθηκε, ο δεύτερος κατηγορούμενος γνώριζε τη γλώσσα του φερομένου ως ελεγχομένου επιχειρηματία και μπορούσε με άνεση να συνεννοηθεί μαζί του. Ο προαναφερόμενος έμπορος, L. B., αφού ενημερώθηκε για τα συμβάντα από τον προαναφερόμενο οδηγό – υπάλληλο του, αν και θεωρούσε ότι σε ουδεμία φορολογική ή τελωνειακή παράβαση είχε υποπέσει, εν τούτοις, φοβούμενος για την εξέλιξη των πραγμάτων σε μία ξένη γι’ αυτόν χώρα, επικοινώνησε με τον δεύτερο κατηγορούμενο στο παραπάνω τηλέφωνο και ορίσθηκε να συναντηθούν για να μιλήσουν την 23-04-2013, ημέρα Τρίτη, στο σημείο στη Δυτική Θεσσαλονίκη, όπου σήμερα λειτουργεί το εμπορικό κέντρο με το διακριτικό τίτλο “ONE SALONICA”. Την άνω ημέρα ο L. B. συναντήθηκε πράγματι στο προαναφερόμενο σημείο με τον δεύτερο κατηγορούμενο, ο οποίος τον οδήγησε στην περιοχή Ευόσμου της Θεσσαλονίκης και δη σε ένα ζαχαροπλαστείο επί της οδού Καραολή και Δημητρίου, όπου εντός ολίγου κατέφθασε, εποχούμενος του ιδίου, ως άνω, υπηρεσιακού αυτοκινήτου, με τις υπ’ αριθμ. … … συμβατικές πινακίδες κυκλοφορίας, και ο πρώτος κατηγορούμενος, αμφότεροι δε οι κατηγορούμενοι, ο πρώτος επικοινωνών με τον L. B. μέσω του δευτέρου, που εκτελούσε και χρέη διερμηνέα, εμφανιζόμενοι ως υπάλληλοι του ελεγκτικού μηχανισμού του ΣΔΟΕ, απείλησαν τον αλλοδαπό έμπορο ότι, αν δεν τους καταβάλει το ποσόν των 3.000 ευρώ, θα του καταλογίσουν τέτοιας φύσεως φορολογικές παραβάσεις, που θα δημιουργήσουν σοβαρό πρόβλημα στην επιχείρηση του και θα καταστήσουν ιδιαίτερα δυσχερή έως αδύνατη την από την Ελλάδα προμήθεια εμπορευμάτων για τις ανάγκες αυτής (επιχειρήσεώς του). Ο τελευταίος αντέδρασε, ισχυριζόμενος ότι δεν έχει κάνει κάποια παρανομία και ότι., σε κάθε περίπτωση, το ποσόν είναι μεγάλο, πλην όμως, φοβούμενος τις απειληθείσες από τους κατηγορουμένους για την επιχείρησή του συνέπειες, ενεπλάκη μαζί τους, κυρίως με τον πρώτο εξ αυτών, σε διαπραγματεύσεις ως προς το ύφος του ποσού και, τελικά, αποδέχθηκε να καταβάλει στους κατηγορουμένους το ποσόν των 2.000 ευρώ, το οποίο όμως ισχυρίσθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να πληρώσει αμέσως, οπότε συμφωνήθηκε αυτό να καταβληθεί στις 26-4-2013, ημέρα Παρασκευή, μέσω του K. D., οδηγού του φορτηγού του L. B., που θα ευρίσκετο την ημέρα εκείνη στην Κεντρική Λαχαναγορά Θεσσαλονίκης. Πρωινές ώρες της παραπάνω ημέρας όμως ο L. B. αποφάσισε να μη τελικά υποκύψει στον εκβιασμό, ζητώντας, παράλληλα, την προστασία της Ελληνικής Πολιτείας και προς τούτο προσήλθε στο Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης και κατήγγειλε το άνω γεγονός, οπότε οι αστυνομικοί του άνω Τμήματος προχώρησαν σε προσημείωση χρηματικού ποσού 2.000,00 ευρώ, το οποίο έφερε μαζί του ο παθών – καταγγέλλων και, ειδικότερα, δώδεκα (12) χαρτονομισμάτων ονομαστικής αξίας εκατό (100,00) ευρώ έκαστο και δεκαέξι (16) χαρτονομισμάτων ονομαστικής αξίας πενήντα (50,00) ευρώ έκαστο και εφοδίασαν με αυτό τον οδηγό του καταγγέλλοντος, K. D. , που είχε καταφθάσει στη χώρα στα πλαίσια τακτικού δρομολογίου διακινήσεως εμπορευμάτων για την επιχείρηση του εργοδότη του και ανέμενε τηλεφωνικά οδηγίες από τον δεύτερο κατηγορούμενο για το σημείο συνάντησης τους, προκειμένου να του παραδώσει το άνω ποσόν. Πράγματι ο δεύτερος κατηγορούμενος, λαμβάνοντας προφυλάξεις για να αποφύγει τυχόν παρακολούθησή του, όριζε, επικοινωνώντας τηλεφωνικά με τον άνω οδηγό, συνεχώς διαφορετικά τοπικά σημεία για την, προς τον προαναφερόμενο σκοπό, συνάντησή τους και, τελικά, όρισε ως σημείο προς τούτο το χώρο του Τελωνείου Θεσσαλονίκης και ώρα περί την 16.30′ μεταμεσημβρινή. Μετά ταύτα ο K. D. κατευθύνθηκε, με το φορτηγό του, διακριτικά παρακολουθούμενος από αστυνομικούς του άνω Τμήματος, στο προαναφερόμενο σημείο, όπου, την προαναφερθείσα ώρα, έφθασε ο δεύτερος κατηγορούμενος, επιβαίνοντας στην με αριθμό κυκλοφορίας …
…-… δίκυκλη μοτοσυκλέτα του, της αποκλειστικής ιδιοκτησίας του, πλην τύποις φερομένης στο όνομα της συζύγου του, Κ. Ζ., προσήγγισε το φορτηγό που οδηγούσε ο K. D., παρέλαβε από αυτόν το φάκελο με τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα και αμέσως προσπάθησε να απομακρυνθεί από το χώρο, αναπτύσσοντας ταχύτητα. Όμως οι παρακολουθούντες τις κινήσεις του και σε ετοιμότητα ευρισκόμενοι αστυνομικοί άρχισαν να τον καταδιώκουν και, παρά τις προσπάθειες του να διαφύγει, συνεχίζοντας να κινείται με μεγάλη ταχύτητα και μη υπακούοντας στα συνεχή ηχητικά και φωτεινά σήματά τους, τελικά τον εγκλώβισαν και τον συνέλαβαν. Αμέσως εχώρησε νομότυπη σωματική του έρευνα, κατά την οποία βρέθηκε πάνω του το προσημειωμένο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ και μία συσκευή κινητής τηλεφωνίας μάρκας NOKIA με δύο κάρτες sim, στις οποίες αντιστοιχούσαν οι αριθμοί κλήσεως … και …., με τις οποίες επικοινωνούσε με τον παθόντα και τον οδηγό του. Βρέθηκε, επίσης, πάνω του ένα καφέ πορτοφόλι, στο οποίο υπήρχε ένα μεταλλικό σήμα με τις ενδείξεις “ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΩΜΑ ΔΙΩΞΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ”, σήμα το οποίο χρησιμοποιούσαν, προ ετών, οι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ και το οποίο είχε αποσυρθεί, κατείχετο δε, άγνωστο με ποιο τρόπο, από τον δεύτερο κατηγορούμενο για να πείσει, με την επίδειξή του, τον παθόντα και τον οδηγό του για την επικαλούμενη από μέρους του ιδιότητα του ελεγκτή του ΣΔΟΕ. Εξ άλλου, αμέσως μετά τη σύλληψή του ο δεύτερος κατηγορούμενος ανέφερε στους αστυνομικούς, ότι το άνω χρηματικό ποσόν θα το μοιραζόταν με τον πρώτο κατηγορούμενο, που τον ανέμενε πίσω από μία καντίνα στην οδό Πόντου στην περιοχή της Λαχαναγοράς. Μάλιστα, κατά τη στιγμή της σύλληψής του το κινητό του τηλέφωνο δεχόταν κλήση από τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος προφανώς επείγετο να πληροφορηθεί την εξέλιξη των πραγμάτων. Αμέσως οι αστυνομικοί, καθοδηγούμενοι από τον δεύτερο κατηγορούμενο, μετέβησαν στο ανωτέρω σημείο και εντόπισαν τον πρώτο κατηγορούμενο, καθήμενο εντός του προαναφερθέντος υπηρεσιακού επιβατηγού αυτοκινήτου, στο οποίο αντιστοιχούσαν οι υπό στοιχεία … … υπηρεσιακές πινακίδες κυκλοφορίας και κατά τον άνω χρόνο έφερε τις υπ’ αριθμ. … … συμβατικές τοιαύτες, το οποίο και πάλι αυθαιρέτως και παρανόμως είχε κινήσει και τον συνέλαβαν. Εν όψει πάντων τούτων καθίσταται αναμφισβήτητο ότι oι κατηγορούμενοι, από κοινού ενεργούντες, τέλεσαν την αποδοθείσα σε αυτούς αξιόποινη πράξη της εκβίασης, αφού ζήτησαν και έλαβαν από τον παθόντα, L. B., εκβιαστικά και υπό την απειλή βλάβης της εύρυθμης λειτουργίας της επιχειρήσεώς του, το ποσόν των 2.000 ευρώ, η πράξη τους δε αυτή τυποποιείται στη διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 στοιχ. β’ εδ. α’ του προϊσχύσαντος Π.Κ., η οποία τυγχάνει ευμενεστέρα για τους κατηγορουμένους από την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 385 παρ. 3α’ του ισχύοντος Π.Κ. Εδώ να σημειωθεί ότι, αφ’ ης στιγμής ο δεύτερος κατηγορούμενος έλαβε στη σφαίρα εξουσίας του το προαναφερόμενο χρηματικό ποσόν, ως αποτέλεσμα της εκβιαστικής, έναντι του θύματος, συμπεριφοράς αμφοτέρων των κατηγορουμένων, αποσκοπούντων στην αποκόμιση παρανόμου περιουσιακού οφέλους, τελειώθηκε το εν προκειμένω έγκλημά τους, αφού υπό τις άνω περιστάσεις επήλθε και η αντίστοιχη ζημία του θύματος, δεν μεταβάλλει δε τα πράγματα, δεν καθιστά, δηλονότι, το έγκλημά τους ως εν απόπειρα τελεσθέν, όπως αβασίμως ο δεύτερος κατηγορούμενος διατείνεται, το γεγονός ότι αυτός παρακολουθείτο από τους αστυνομικούς και ήταν θέμα χρόνου η σύλληψη του και η ανάκτηση του ενδίκου χρηματικού ποσού και, συνακόλουθα, η αποκατάσταση της ζημίας του θύματος, αφού πρόκειται για περιστάσεις μεταγενέστερες της ουσιαστικής τελειώσεως του εν προκειμένω εγκλήματος, εξαρτώμενες μάλιστα από μη απολύτως βέβαιο γεγονός και δη την άμεση σύλληψη του δράστη και την στα θυλάκιά του εύρεση αυτουσίου του ενδίκου ποσού, σύλληψη η οποία υπήρχε πιθανότητα να μη επισυμβεί. Απορριπτομένου, μετά ταύτα, του ισχυρισμού αυτού, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι, ως συναυτουργοί, του κατά τα άνω εγκλήματος, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, ν’ αναγνωρισθεί όμως υπέρ αυτών η εκ της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ ελαφρυντική περίσταση, που και πρωτοδίκως αναγνωρίσθηκε συντρέχουσα στο πρόσωπο τους (άρθρο 470 ΚΠΔ)”.
Με βάση τις ως άνω παραδοχές, το Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες για το πλημμέλημα της τετελεσμένης εκβίασης από κοινού…»
Κρίση του Αρείου Πάγου: «Με τις ανωτέρω παραδοχές, όπως προκύπτουν κατά το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το δικάσαν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα χαρακτήρισε την πράξη της εκβίασης από κοινού ως τετελεσμένη, καθόσον, από όσα ανελέγκτως έγιναν δεκτά ως αποδειχθέντα, προκύπτει: α) ότι ο εξαναγκαζόμενος L. B. πρωινές ώρες της 26-4-2013 αποφάσισε να μη ενδώσει στις απειλές των κατηγορουμένων περί βλάβης της επιχείρησής του αν δεν τους καταβάλει το ποσό των 2.000 ευρώ, προσήλθε στο Τμήμα Δίωξης εκβιαστών της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης και κατήγγειλε το γεγονός αυτό, οπότε οι αστυνομικοί του άνω Τμήματος προχώρησαν σε προσημείωση του χρηματικού ποσού των 2.000 ευρώ, που έφερε μαζί του ο παθών – καταγγέλων και εφοδίασαν με αυτό τον οδηγό του καταγγέλοντος K. D., ο οποίος το παρέδωσε εντός φακέλου στο δεύτερο κατηγορούμενο για λογαριασμό και των δύο κατηγορουμένων, ο τελευταίος δε παρότι προσπάθησε να διαφύγει με τη δίκυκλη μοτοσυκλέτα που οδηγούσε, συνελήφθη από τους αστυνομικούς, β) ότι κατόπιν νομότυπης σωματικής έρευνας βρέθηκε πάνω του το προσημειωμένο ποσό των 2.000 ευρώ, το οποίο αποδόθηκε από τους αστυνομικούς στον L. B. και με την προσβαλλόμενη απόφαση διατάχθηκε η οριστική απόδοσή του στον ανωτέρω ιδιοκτήμονα. Με τα πραγματικά αυτά περιστατικά δεν στοιχειοθετείται στην κρινόμενη υπόθεση, κατά τα αντικειμενικά της στοιχεία, η πράξη της τετελεσμένης εκβίασης από κοινού, λόγω των παραδοχών ότι ο καταγγέλλων δεν ενέδωσε στις απειλές, κατήγγειλε το γεγονός στις αστυνομικές αρχές, με παρέμβαση των τελευταίων δεν ολοκληρώθηκε η πράξη των κατηγορουμένων -αναιρεσειόντων και έτσι δεν επήλθε ζημία στην περιουσία του καταγγέλοντος. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ, αφού εσφαλμένα υπήγαγε τα ανωτέρω δεχθέντα υπ’ αυτού πραγματικά περιστατικά στη διάταξη του άρθρου 385 § 1β εδ. α Π Κ, υπό την μορφή της τετελεσμένης εκβίασης από κοινού, ενώ θα έπρεπε κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου να δεχθεί ότι η τελεσθείσα από τους κατηγορουμένους πράξη της εκβίασης από κοινού είχε τη μορφή της απόπειρας, αφού τα περιστατικά αυτά συνιστούν αρχή εκτέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 42 § 1 του ΠΚ, όπως αναλυτικά αναπτύχθηκε στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας και όχι τετελεσμένη πράξη. Κατόπιν τούτων πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ’ ουσίαν βάσιμος ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, από τη διάταξη του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 385 § 1 στοιχ. β εδ. α και 42 § 1 του ΠΚ.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 368 εδ. α’ περ. β’ και 511 Κ.Ποιν.Δ, όπως το εδ. γ’ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 13 παρ. 8 του ισχύοντος από 18-11-2019 ν.4637/2019, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον ‘Aρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και μετά την άσκηση της αναίρεσης, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, ο αναιρεσείων εμφανίστηκε και κριθεί βάσιμος ένας λόγος αναίρεσης, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ανωτέρω αξιόποινη πράξη, για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος , φέρεται δε ότι τελέστηκε στις 26-4-2013. Όμως, από τον ανωτέρω χρόνο έναρξης της παραγραφής μέχρι και την συζήτηση της αναίρεσης στις 10-11-2021 παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της οκταετίας και έτσι εξαλείφθηκε το αξιόποινο αυτής λόγω παραγραφής. Επομένως, αφού η αίτηση αναίρεσης περιέχει παραδεκτό λόγο αναίρεσης, ο οποίο έγινε δεκτός ως βάσιμος, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά των αναιρεσειόντων- κατηγορουμένων για την πράξη εκβίασης από κοινού για την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.»
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ