fbpx

Το έννομο συμφέρον στην ακυρωτική δίκη

Χρόνος ανάγνωσης 15 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 15 λεπτά

Δείτε επίσης

Απαραίτητη προϋπόθεση του παραδεκτού και ραχοκοκαλιά της αιτήσεως ακυρώσεως αποτελεί το έννομο συμφέρον των αιτούντων της αιτήσεως ακυρώσεως. Εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, καθώς και απαιτείται να είναι άμεσο, προσωπικό και ενεστώς και τα στοιχεία αυτά πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου[1], τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της κυρωθείσας με το ΝΔ 53/1974 (Α΄ 256) ΕΣΔΑ δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόσβαση στα δικαστήρια και, ειδικότερα, για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά των εκτελεστών διοικητικών πράξεων, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα πέρα από τα οποία επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευόμενου από την παραπάνω συνταγματική διάταξη ατομικού δικαιώματος ή την ουσιώδη παρεμπόδιση της ασκήσεώς του (βλ. ΣτΕ 1491/2015, πρβλ. ΣτΕ Ολ 647/2004, ΑΕΔ 33/1995). Τέτοια δικονομική προϋπόθεση συμβατή με την ως άνω συνταγματική διάταξη αποτελεί και το καθιερούμενο από το άρθρο 47 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989 έννομο συμφέρον, η συνδρομή του οποίου στο πρόσωπο του αιτούντος είναι απαραίτητη για το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του δικαστηρίου. Το έννομο συμφέρον είναι το κριτήριο διάκρισης της αίτησης ακύρωσης από την actio popularis (λαϊκή αγωγή).

Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ρητώς αναγνωρίζει ότι τόσο η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 Συντ. που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην παρο­χή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, όσο και οι διατάξεις του άρθρου 95 Συντ. που κατοχυρώνουν το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, επιφυλάσσουν στον κοινό νομοθέτη τη θέσπιση των προϋποθέσεων και της διαδικασίας για την εν γένει προσφυγή στα δικαστήρια και ειδικότερα στο Συμβούλιο της Επι­κρατείας. Μάλιστα, δέχεται ότι η ρυθμιστική αυτή εξουσία του νομοθέτη είναι κυριαρχική, υπό τον όρο ότι οι διαδικαστικοί κανόνες δεν ματαιώ­νουν στην πραγματικότητα ούτε καθιστούν ουσιωδώς δυσχερή την άσκη­ση του ένδικου μέσου και είναι σύμφωνοι με το σκοπό του, δεν ισοδυ­ναμούν δε με κατάλυση, άμεση ή έμμεση, του ατομικού δικαιώματος που προστατεύουν οι συνταγματικές διατάξεις. (ΣτΕ 3694/2006)[2].

Σύμφωνα με πρόσφατες αποφάσεις έχουν κριθεί τα κατωτέρω: Η οργάνωση, ο καθορισμός, καθώς και οι όροι και οι προϋποθέσεις άσκησης αρμοδιοτήτων δημόσιας υπηρεσίας από τον νομοθέτη ή, δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, ανάγεται στην κανονιστική σχέση μεταξύ κράτους και υπαλλήλων, ως οργάνων του, ή μεταξύ ΝΠΔΔ και οργάνων του, και δεν παρέχει κατ’ αρχήν σε συνδικαλιστικό όργανο των υπαλλήλων έννομο συμφέρον προς ένδικη αμφισβήτηση ρύθμισης ή παράλειψης ρύθμισης σχετικής με την οργάνωση της δημόσιας υπηρεσίας καθώς και με τον καθορισμό και τον τρόπο άσκησης των αρμοδιοτήτων αυτών. Συνεπώς, τα ανωτέρω προβαλλόμενα από το αιτούν σωματείο δεν αρκούν για να θεμελιώσουν έννομο συμφέρον του για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης και την ακύρωση της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης που αφορά αναδιοργάνωση δημόσιας υπηρεσίας, δηλαδή την κατάργηση της Νεογνολογικής Κλινικής και Ίδρυση Μονάδας Αυξημένης Φροντίδας, χωρίς να προκύπτει ότι από την πράξη αυτή θίγονται, κατά συγκεκριμένο τρόπο, επαγγελματικά δικαιώματα των μελών του αιτούντος σωματείου. (ΣτΕ 367/2021 Τμ. Γ΄).

Σύμφωνα με τη  ΣτΕ 1979/2018, κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989, για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον για την τήρηση της νομιμότητας κατά την άσκηση της διοικητικής λειτουργίας, αλλά απαιτείται προσωπικό και άμεσο έννομο συμφέρον, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται, όταν ο αιτών δεν είναι ο αποδέκτης της προσβαλλόμενης πράξης, από τον σύνδεσμο μεταξύ των έννομων συνεπειών της πράξης αυτής και της συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας του αιτούντος. Ως εκ τούτου, μόνη η επίκληση της ιδιότητας του Καθηγητή Τμήματος Α.Ε.Ι. και του απορρέοντος από αυτήν εύλογου ενδιαφέροντος για τη νομιμότητα της εκλογής των μελών του Δ.Ε.Π. και την εύρυθμη λειτουργία του Τμήματος καθώς και της ιδιότητας του μέλους του εκλεκτορικού σώματος, δεν αρκούν για τη θεμελίωση έννομου συμφέροντος προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξης διορισμού ή εξέλιξης μέλους Δ.Ε.Π. του Τμήματος, αλλά απαιτείται ο αιτών, μέλος του Τμήματος, να επικαλείται και να αποδεικνύει συγκεκριμένη προσωπική και άμεση βλάβη, την οποία υφίσταται από την πράξη αυτή. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του εάν στη σχετική διαδικασία εκλογής δεν μετείχαν και άλλοι υποψήφιοι (βλ. ΣτΕ 1396/2017, σκ. 5, 4841/2014, 7μ.). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεν αρκούν για τη θεμελίωση έννομου συμφέροντος προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξης διορισμού ή εξέλιξης μέλους Δ.Ε.Π. του Τμήματος Α.Ε.Ι. ούτε η ιδιότητα του μέλους της οικείας εισηγητικής επιτροπής (βλ. ΣτΕ 1396/2017, σκ. 5, 4716/2013, σκ. 6), ούτε του μέλους της γενικής συνέλευσης του Τμήματος, η οποία συνεδρίασε από κοινού με το εκλεκτορικό σώμα για την εκλογή του μέλους Δ.Ε.Π. (βλ. ΣτΕ 1396/2017, σκ. 5, 3379/2013, σκ. 6), ούτε, κατά μείζονα λόγο, η ιδιότητα του μέλους της Διοικούσας Επιτροπής Πανεπιστημίου (βλ. ΣτΕ 1396/2017, σκ. 5, πρβλ. 3629/1996, 7μ. σκ. 8), ούτε η εναντίωση του αιτούντος στον επίμαχο διορισμό ή εξέλιξη κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας (βλ. ΣτΕ 2622/2015, σκ. 5, 2258/2013, σκ. 6, 5067/2012, 7μ., σκ. 7). Κατά λογική ακολουθία, έννομο συμφέρον δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε στην επίκληση των συνεπειών που -κατά τον αιτούντα- θα μπορούσε να έχει ο διορισμός ή εξέλιξη ακατάλληλου υποψήφιου στο δικό του κύρος λόγω της συμβολής του στην οικεία διαδικασία διορισμού ή εξέλιξης.

Επιπλέον έχει κριθεί σχετικά με το έννομο συμφέρον ότι: ο στόχος αυτός της δημόσιας πολιτικής στον τομέα της οργάνωσης των υπηρεσιών υγείας αναπτύχθηκε και εξειδικεύθηκε με τους Ν 3984/2011 (Α΄ 150) και 4052/2012 (Α΄ 41), με τον πρώτο εκ των οποίων (άρθρο 66 παρ. 11) προβλέφθηκε η καθιέρωση ενιαίου διοικητικού συμβουλίου και κοινού διοικητή για τα διασυνδεόμενα νοσοκομεία του ΕΣΥ, ενώ με τον δεύτερο (άρθρο 5 παρ. 1, με το οποίο συμπληρώθηκαν οι ρυθμίσεις του άρθρου 66 παρ. 11 του Ν 3984/2011) ορίσθηκε ότι στην περίπτωση ειδικώς της συμμετοχής στη διασύνδεση και νοσοκομείων ιδρυματικού χαρακτήρα δεν υφίσταται μεν ενιαίο συλλογικό όργανο διοίκησης (κοινό διοικητικό συμβούλιο) αλλά διορίζεται κοινός διοικητής, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ 7 του άρθρου 7 του Ν 3329/2005 (Α΄ 81). Το νοσοκομείο αυτό είναι ιδρυματικού χαρακτήρα, το υφιστάμενο καθεστώς του οποίου διατηρείται και, συνεπώς, μετά την συμπλήρωση των ρυθμίσεων του άρθρου 66 παρ. 11 του Ν 3984/2011 με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν 4052/2012, δεν υφίσταται, στην προκειμένη περίπτωση, ενιαίο συλλογικό όργανο διοίκησης. Επομένως, το αιτούν νομικό πρόσωπο στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλει με την κρινόμενη αίτηση την ανωτέρω υπουργική απόφαση, γιατί, στην προκειμένη περίπτωση, κατά το χρόνο συζήτησης της κρινόμενης αίτησης δεν υφίσταται βλάβη από αυτή. (ΣτΕ 1522/2019).

Περαιτέρω κρίθηκε ότι:  Ο αιτών μετά την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως με το από 28.6.2016 προεδρικό διάταγμα (Γ΄ 631/6.7.2016) απαλλάχθηκε των καθηκόντων του, δεδομένου ότι στις 20.5.2016 συμπλήρωσε τριακονταπενταετή πραγματική και συντάξιμη δημόσια υπηρεσία και το εξηκοστό έτος της ηλικίας. Με το ίδιο διάταγμα προβλέφθηκε ότι ο αιτών διατηρεί τον βαθμό του Πληρεξουσίου Υπουργού Α΄ επί τιμή. Ο αιτών όμως διατηρεί έννομο συμφέρον προς άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, κατά το άρθρο 47 παράγραφος 1 του ΠΔ 18/1989 (Α΄ 8), και μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα προβληθέντα κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, όπως αναπτύχθηκαν με το από 10.10.2018 υπόμνημά του (άρθρο 25 παρ. 2 εδ. δεύτερο ΠΔ 18/1989), από το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα, με το οποίο εκδηλώθηκε παράλειψη προαγωγής του στον βαθμό του Πρέσβεως, απορρέουν γι’ αυτόν δυσμενείς συνταξιοδοτικής φύσεως συνέπειες (ΣτΕ 2736/2017, 3687/2014, 4529/2012). (ΣτΕ 624/2020). Αναφορικά με τα μοριοδοτούμενα κριτήρια κατάταξης των υποψηφίων προς πλήρωση των προκηρυχθεισών θέσεων, με τους όρους της προσβαλλόμενης προκήρυξης, η οποία επαναλαμβάνει τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 του Ν 4571/2018 (Α΄ 186), προβλέπεται ότι η εμπειρία που έχει αποκτηθεί από το επικουρικό νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό που υπηρετεί ή υπηρέτησε σε αντίστοιχες με τις προκηρυχθείσες θέσεις σε φορείς του Υπουργείου Υγείας με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 10 του Ν 3329/2005, προσδιοριζόμενη από την προκήρυξη ως “ειδική εμπειρία”, μοριοδοτείται με είκοσι (20) μονάδες ανά μήνα για τους πρώτους σαράντα οκτώ (48) μήνες και με επτά (7) μονάδες για τους λοιπούς, με ανώτατο όριο τους ογδόντα τέσσερις (84) μήνες. Ήτοι, μοριοδοτείται αυξημένα σε σχέση με τα οριζόμενα για τη γενικώς μοριοδοτούμενη εμπειρία που προβλέπει το άρθρο 18 παρ. 2 περ. Β΄ του Ν 2190/1994, η οποία βαθμολογείται με 7 μονάδες ανά μήνα και για συνολική εμπειρία 84 μηνών. Οι αιτούντες προβάλλουν, προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός τους, ότι η εν λόγω αυξημένη μοριοδότηση της “ειδικής εμπειρίας” όσων υποψηφίων έχουν υπηρετήσει ως επικουρικό προσωπικό, την οποία οι αιτούντες δεν διαθέτουν, είναι ασυναγώνιστα υψηλή, με αποτέλεσμα να καθίσταται εξαιρετικά πιθανός ο διορισμός των ανωτέρω υποψηφίων κατά παράλειψη των αιτούντων. Επιδιώκουν δε την ακύρωση της προσβαλλόμενης προκήρυξης και την επανάληψη της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων χωρίς τη συμπερίληψη των ανωτέρω, βλαπτικών για τα συμφέροντά τους, ρυθμίσεων. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι αιτούντες έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της υπό κρίση αίτησης και ομοδικούν, καταρχήν, παραδεκτώς. (ΣτΕ 1092/2021). Κρίθηκε συναφώς ακόμη σχετικά με το έννομο συμφέρον ότι η πρώτη αιτούσα, η οποία και φέρεται να είναι κυρία του κτιριακού συγκροτήματος που ευρίσκεται στις οδούς Ολυμπιονικών 220-Λυκούργου και Δ. Βασιλείου στο Νέο Ψυχικό (Ο.Τ. 4), το οποίο, μαζί με το ακίνητο που ευρίσκεται στο γειτονικό Ο.Τ., επί των οδών Λυκούργου, Ολυμπιονικών και Δ. Βασιλείου, αποτελεί ενιαίο λειτουργικό σύνολο και συνιστά εμπορικό κέντρο με τον διακριτικό τίτλο HIGH STREET. Την εκμετάλλευση του εμπορικού αυτού κέντρου, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, εμπορικά καταστήματα, λιανικής πώλησης, χώρους αναψυχής, εστίασης, γραφεία, χώρους στάθμευσης κ.ά., ασκεί η πρώτη αιτούσα ανώνυμη εταιρεία, η οποία, σύμφωνα με το καταστατικό της, έχει, μεταξύ άλλων, σκοπό την εν γένει εκμετάλλευση κάθε είδους ακινήτων, με την άσκηση παντός είδους επιχείρησης, όπως επιχείρησης κατασκευής και εμπορίας ακινήτων (με πώληση, μίσθωση, υπομίσθωση, σύναψη συμβάσεων παραχώρησης ακινήτων ή οριζοντίων ιδιοκτησιών για κάθε χρήση κ.λ.π.). Προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός της, η αιτούσα εταιρεία ισχυρίζεται, έχοντας προσκομίσει προαποδεικτικώς σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, ότι έχει βασίσει τις επιχειρηματικές και επαγγελματικές της δραστηριότητες στο υφιστάμενο από παλαιά πολεοδομικό καθεστώς στην άκρως εμπορική περιοχή του Φάρου Νέου Ψυχικού, με τις απαγορευτικές δε ρυθμίσεις των προσβαλλόμενων πράξεων δέχεται καίριο πλήγμα στην επιχειρηματική της δραστηριότητα, εφόσον με τους περιορισμούς-απαγορεύσεις που προβλέπουν παρανόμως οι προσβαλλόμενες πράξεις αχρηστεύεται σε μεγάλο βαθμό το ακίνητό της και αφαιρούνται (ματαιώνονται εκ των υστέρων) σημαντικές δυνατότητες χρήσης και κάρπωσης της περιουσίας της. Ισχυρίζεται δε ειδικότερα η αιτούσα ότι, με δεδομένο ότι στην περιοχή του Φάρου Ν. Ψυχικού επιτρέπεται πολεοδομικά η χρήση καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, η απόλυτη απαγόρευση και πρόβλεψη ουσιωδών περιορισμών στις επιτρεπόμενες χωρίς περιορισμούς αυτές χρήσεις, ιδίως δε η ματαίωση της δυνατότητας ανάπτυξης τραπεζοκαθισμάτων από τον εκάστοτε μισθωτή των καταστημάτων της αιτούσας για τη λειτουργία και εκμετάλλευση καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, έχει ως βέβαιες και ήδη ορατές συνέπειες αφενός μεν τη σώρευση ζημιών στα εταιρικά αποτελέσματα της εταιρείας, αφετέρου δε τον περιορισμό σε μεγάλο βαθμό της δυνατότητας της αιτούσας να εκμισθώσει τα καταστήματά της σε επιχειρήσεις που επιθυμούν ν’ ασκήσουν τις ανωτέρω εκτεθείσες ειδικότερες δραστηριότητες, με αποτέλεσμα τα καταστήματα να παραμένουν κενά και αμίσθωτα (σε ποσοστό 70% του ωφέλιμου χώρου, όπως ισχυρίζεται η αιτούσα) ή να δημιουργούνται συνθήκες μείωσης ή καθορισμού σε χαμηλότερο ποσό του μηνιαίου βασικού ανταλλάγματος, από αυτό που ηδύνατο ή είχε ήδη συμφωνηθεί πριν την επιβολή των επίμαχων βλαπτικών αυτών απαγορεύσεων που εισήχθησαν το πρώτον το έτος 2011. Με τα δεδομένα αυτά, η πρώτη αιτούσα εταιρεία ασκεί την κρινόμενη αίτηση έχοντας προς τούτο έννομο συμφέρον, επικαλούμενη συγκεκριμένες βλαπτικές για την άσκηση των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων, οι οποίες περιλαμβάνονται στους καταστατικούς σκοπούς της, συνέπειες που της προξενούν οι προσβαλλόμενες πράξεις. Τούτο δε ανεξαρτήτως των ειδικότερων προβλέψεων της οικοδομικής αδείας σύμφωνα με την οποία έχει ανεγερθεί το εμπορικό κέντρο της αιτούσας εταιρείας και της επέλευσης ή μη συγκεκριμένων βλαπτικών συνεπειών για την αιτούσα από απόρριψη αιτήσεων για χορήγηση αδείας υγειονομικού ενδιαφέροντος σε καταστήματα του εμπορικού κέντρου που εκμεταλλεύεται, κατ’ εφαρμογή των προσβαλλόμενων πράξεων. Περαιτέρω, η δεύτερη αιτούσα, Ε. Π., προβάλλει ότι διατηρεί ατομική επιχείρηση καθαρισμού και έχει αναλάβει, ως εργολάβος, τον καθαρισμό των κοινοχρήστων χώρων του ανωτέρω εμπορικού κέντρου, δυνάμει ιδιωτικού συμφωνητικού με την αιτούσα εταιρεία. Ακολούθως, ο τρίτος των αιτούντων, Γ. Μ., προβάλλει ότι έχει αναλάβει, κατόπιν ιδιωτικού συμφωνητικού με την αιτούσα εταιρεία, την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης του υπόγειου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων στο ανωτέρω εμπορικό κέντρο. Ισχυρίζονται δε οι ανωτέρω αιτούντες, προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός τους, ότι, λόγω της προσβαλλόμενης απόφασης, μεγάλο μέρος του εμπορικού κέντρου παραμένει αμίσθωτο, με αποτέλεσμα να έχει περιορισθεί η επαγγελματική τους δραστηριότητα και η αμοιβή τους, να τίθεται σε κίνδυνο η οικονομική επιβίωση της αιτούσας εταιρείας και των ιδίων και να έχει καταστεί πολύ πιθανή η διακοπή της συνεργασίας τους με αυτήν. Οι ανωτέρω, όμως, αιτούντες δεν προσκόμισαν προαποδεικτικώς (κατ’ άρθρο 33 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989) στοιχεία που αποδεικνύουν την ιδιότητα που επικαλούνται προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός τους και τα οποία τους συνδέουν με την πρώτη αιτούσα εταιρεία. Συνεπώς, δεν αποδεικνύουν το έννομο συμφέρον που οι ίδιοι επικαλούνται για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, το έννομο συμφέρον των αιτούντων αυτών δεν είναι άμεσο και ειδικό ούτε δε και ενεστώς ώστε να δύνανται να προσβάλουν εξ ιδίου συμφέροντος τις προσβαλλόμενες πράξεις, οι οποίες δεν συνδέονται ως προς τις έννομες συνέπειές τους με τα συμφέροντα και τις δραστηριότητές τους. Συνεπώς, οι αιτούντες αυτοί (δεύτερη και τρίτος) ασκούν την κρινόμενη αίτηση απαραδέκτως, ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Κατόπιν τούτου η κρινόμενη αίτηση είναι εξεταστέα μόνον ως προς την πρώτη αιτούσα εταιρεία. (ΣτΕ 595/2021).

Με τις ανωτέρω διατάξεις του Ν 4389/2016, οι οποίες ισχύουν από 1.1.2017 (άρθρο 43 αυτού), συστήθηκε Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, στην οποία περιήλθαν όλες οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, από την ημερομηνία δε έναρξης λειτουργίας της εν λόγω Αρχής (1.1.2017) καταργήθηκε η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και η επίδικη θέση του Γενικού Γραμματέα που προΐστατο αυτής (άρθρο 1 παρ. 1 και 4), όπως επίσης και οι διατάξεις του άρθρου πρώτου παρ. Ε υποπαρ. Ε.2 του Ν 4093/2012, με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν 4389/2016 (άρθρο 42). Όργανα Διοίκησης της εν λόγω Ανεξάρτητης Αρχής ορίσθηκαν το Συμβούλιο Διοίκησης και ο Διοικητής (άρθρο 7), και προβλέφθηκε η διαδικασία επιλογής και διορισμού τους (άρθρα 10, 9 παρ. 4 και 15), ενώ, σύμφωνα με την, κρίσιμη εν προκειμένω, μεταβατική διάταξη του άρθρου 41 παρ. 10 του Ν 4389/2016, κατά την πρώτη λειτουργία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, Διοικητής αυτής ορίζεται «ο υπηρετών, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του [Ν 4389/2016], Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων, για το υπόλοιπο της θητείας του, η οποία ανανεώνεται για δύο ακόμη έτη, με μόνη απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης». Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον δηλαδή με την επιγενόμενη νομοθετική μεταβολή καταργήθηκε τόσο η θέση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων όσο και ολόκληρη η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία μετασχηματίσθηκε, με τις ανωτέρω διατάξεις του Ν 4389/2016, σε Ανεξάρτητη Αρχή με νέα όργανα και διαφορετικό, σε σχέση με τον Γενικό Γραμματέα, τρόπο επιλογής του Διοικητή της Αρχής αυτής, με αποτέλεσμα να μη μπορεί η αιτούσα να επανέλθει στην αρχική της θέση σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, η δίκη απώλεσε το αντικείμενό της και, επομένως, πρέπει να καταργηθεί σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του ΠΔ 18/1989, λόγω παύσης ισχύος (πρβλ. ΣτΕ 1312/2016). Ο δε ισχυρισμός της αιτούσας, που προβλήθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και παραδεκτώς αναπτύσσεται με το από 14.3.2017 υπόμνημα, ότι διατηρεί το έννομο συμφέρον της για τη συνέχιση της δίκης και την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, διότι εάν δεν είχε λήξει προώρως η θητεία της με την προσβαλλόμενη πράξη, θα καταλάμβανε, με βάση την ανωτέρω μεταβατική διάταξη του άρθρου 41 παρ. 10 του Ν 4389/2016, τη θέση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων είναι απορριπτέος∙ καθόσον, όπως προκύπτει από το εκτιθέμενο ανωτέρω περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης, με αυτήν ο νομοθέτης προέβλεψε ρητώς ότι, κατ’ εξαίρεση, κατά την πρώτη λειτουργία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, Διοικητής αυτής ορίζεται «ο υπηρετών κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν 4389/2016» Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων, του οποίου μάλιστα προέβλεψε, περαιτέρω, την μετά τη διετή λήξη της θητείας του (βλ. ανωτέρω άρθρο 3 του Ν 4346/2015) δυνατότητα ανανέωσης αυτής για δύο ακόμη έτη, με μόνη απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης. Τέλος, τα προβαλλόμενα ότι, παρά την κατάργηση της επίδικης θέσης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, η αιτούσα διατηρεί ηθικό έννομο συμφέρον προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης γιατί η πράξη αυτή στηρίχθηκε στην άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος της και στην παραπομπή της ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για την τέλεση του ποινικού αδικήματος της παράβασης καθήκοντος, είναι απορριπτέα, δεδομένου ότι, η ανωτέρω βλάβη της αιτούσας έχει ήδη αποκατασταθεί πλήρως αφού, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 4, με το 1338/2016 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έγινε δεκτό ότι η αιτούσα δεν τέλεσε την αποδιδόμενη σε αυτήν αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος και απηλλάγη από κάθε κατηγορία (ΣτΕ 488/2021).

Στην παρούσα, όμως, υπόθεση η προσβαλλόμενη ΥΠΠΟΑ/ΑΤΓΕΕΑ/699220/102/17-12-2019 απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, σχετική με την αντικατάσταση δύο παραιτηθέντων μελών της Ε.Ε.Α., δεν απευθύνεται και δεν αφορά αμέσως την παρεμβαίνουσα Π.Α.Ε. ούτε την ωφελεί κατά το περιεχόμενό της, ώστε να υφίσταται βλάβη σε περίπτωση ακυρώσεώς της. Ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση παραδεκτώς ασκουμένης παρεμβάσεως προς αποτροπή ακυρώσεως της ως άνω διοικητικής πράξεως κατά της οποίας στρέφεται η ένδικη αίτηση ακυρώσεως. Η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος κρίνεται, όταν ο αιτών δεν είναι αποδέκτης της προσβαλλόμενης πράξεως, από τον σύνδεσμο μεταξύ των εννόμων συνεπειών της πράξεως αυτής και της συγκεκριμένης νομικής καταστάσεως ή ιδιότητας, στην οποία ευρίσκεται ή την οποία επικαλείται, πρέπει δε να συντρέχει στο πρόσωπο του αιτούντος σωρευτικά κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξεως, κατά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου συζήτηση της υποθέσεως (ΣτΕ 218/2021).

Εν κατακλείδι το έννομο συμφέρον  αποτελεί ίσως και την πιο σημαντική προϋπόθεση του παραδεκτού για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της αιτήσεως ακυρώσεως και τον δικαστικό έλεγχο της αρχής της νομιμότητας. 

* Η κ. Εύη Γαλάνη είναι Δικηγόρος, ΜΔΕ, Διδάσκουσα στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -