fbpx

Το κληρονομητήριο

Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά

Δείτε επίσης

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1961 ΑΚ, το κληρονομητήριο, το οποίο πιστοποιεί το κληρονομικό δικαίωμα του αναγραφόμενου σε αυτό ως κληρονόμου, παρέχεται μόνο αν ο ειρηνοδίκης πειστεί ότι έχουν αποδειχθεί όσα αναφέρονται στην αίτηση. Ο αρμόδιος ειρηνοδίκης, επιλαμβανόμενος της αιτήσεως για έκδοση κληρονομητηρίου, προβαίνει και αυτεπαγγέλτως σε κάθε πρόσφορη ενέργεια προς εξακρίβωση του δικαιώματος του αιτούντος και των λοιπών στοιχείων που διαλαμβάνονται στην αίτηση, χωρίς να δεσμεύεται από τις σχετιζόμενες με την απόδειξη κοινές δικονομικές διατάξεις (βλ. ΑΚ 1959). Για τον σκοπό αυτό λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη π.χ. την ύπαρξη λόγου ακυρότητας της διαθήκης που επικαλείται ο αιτών ή την άσκηση από τον κληρονομούμενο κατά του αιτούντος αγωγής διαζυγίου με βάσιμο λόγο διαζυγίου (βλ. ΑΚ 1822). Στο ίδιο πλαίσιο, ο ειρηνοδίκης έχει υποχρέωση να ερμηνεύσει το περιεχόμενο της διαθήκης, στην οποία ο αιτών στηρίζει το δικαίωμά του, ή να μη θεωρήσει ως διαθήκη έγγραφο που δεν συγκεντρώνει τους τυπικούς όρους των ΑΚ 1721 επ. Αν ωστόσο κρίνει ότι τα γεγονότα που θεμελιώνουν το αξιούμενο κληρονομικό δικαίωμα του αιτούντος δεν αποδεικνύονται πλήρως ή ότι με βάση τα αποδεικνυόμενα γεγονότα το δικαίωμα αυτό είναι αμφίβολο ή ασαφές, οφείλει να αρνηθεί την παροχή του κληρονομητηρίου και να απορρίψει την αίτηση, καθώς, λόγω του τεκμηρίου που κατά τα άρθρα 1962 ΑΚ και 821 ΚΠολΔ παράγεται από το κληρονομητήριο, η έκδοσή του εγκυμονεί κινδύνους τόσο για τον αληθή κληρονόμο όσο και -κυρίως- για τους τρίτους, οι οποίοι συναλλάσσονται με τον αναγραφόμενο σε αυτό ως κληρονόμο (ΑΠ 1820/2001 ΕλλΔνη 2002, 1417· ΑΠ 671/1993 ΕλλΔνη 1994, 1332· ΕφΑθ 6591/2013 ΕλλΔνη 2014, 796 με σχόλιο Ι. Κατρά· ΕφΑθ 3253/2012 ΤΝΠ Ισοκράτης· ΕφΑθ 5214/1996 ΕλλΔνη 1997, 683). Συνεπώς, αν τα ανωτέρω δεν μπορούν να βεβαιωθούν, το κληρονομικό δικαίωμα είναι ασαφές και αμφίβολο, όπως και όταν αυτό δεν προκύπτει ευθέως από τη διαθήκη του κληρονομούμενου, αλλά συνάγεται από την ερμηνεία της διαθήκης του τελευταίου, από την οποία θα κριθεί στο πλαίσιο των ερμηνευτικών κανόνων η τυχόν ύπαρξη του κληρονομικού δικαιώματος του αιτούντος (βλ. την ανωτέρω παρατιθέμενη πάγια νομολογία· βλ. και την κριτική του Τσολακίδη, Η «βεβαιότητα» του κληρονομικού δικαιώματος ως προϋπόθεση για την παροχή κληρονομητηρίου, ΧρΙΔ 2014, 321).

Για την προστασία των καλόπιστων τρίτων που συναλλάσσονται με τον φερόμενο στο κληρονομητήριο ως κληρονόμο, ο νομοθέτης καθιέρωσε με τις ΑΚ 1963 και ΚΠολΔ 822 τον θεσμό της δημόσιας πίστης του κληρονομητηρίου. Συγκεκριμένα στις ΑΚ 1963 και ΚΠολΔ 822 ορίζεται ότι κάθε δικαιοπραξία ή δικαστική πράξη όποιου ονομάζεται στο κληρονομητήριο κληρονόμος ή καταπιστευματοδόχος ή κληροδόχος ή εκτελεστής διαθήκης με ή απέναντι σε τρίτους ή και τρίτου απέναντί τους είναι ισχυρή υπέρ του τρίτου, σε όση έκταση ισχύει το τεκμήριο των ΑΚ 1962 και ΚΠολΔ 821. Αντίθετα, οι πιο πάνω δικαιοπραξίες και δικαστικές πράξεις δεν ισχύουν υπέρ του τρίτου, αν αυτός γνώριζε την ανακρίβεια του πιστοποιητικού ή την υποβολή αίτησης για αφαίρεση ή κήρυξη ανίσχυρου του κληρονομητηρίου ή την ανάκληση ή την τροποποίησή του. Προς τη γνώση των τρίτων σε σχέση με την ανακρίβεια του κληρονομητηρίου δεν ταυτίζεται και η υπαίτια άγνοια της ανακρίβειας από μέρους αυτών (ΑΠ 1373/2006 areiospagos.gr).

Η δημόσια πίστη του κληρονομητηρίου λειτουργεί μόνο ως προς το ότι υπάρχει το δικαίωμα επί της κληρονομίας του φερόμενου στο κληρονομητήριο ως δικαιούχου και ότι αυτό δεν περιορίζεται από άλλες διατάξεις εκτός από τις αναγραφόμενες στο κληρονομητήριο. Αντιθέτως, η προστασία των καλόπιστων τρίτων (ΑΚ 1962, ΚΠολΔ 822) δεν εκτείνεται σε θέματα, τα οποία δεν καλύπτονται από το τεκμήριο που παράγει το κληρονομητήριο. Ειδικότερα το κληρονομητήριο, πέρα από την έλλειψη κληρονομικής ιδιότητας του αναγραφόμενου σε αυτό ως κληρονόμου, δεν καλύπτει άλλες νομικές ελλείψεις, όπως π.χ. την έλλειψη κυριότητας εκ μέρους του κληρονομουμένου στο αντικείμενο της δικαιοπραξίας. Ακόμη και στην περίπτωση που αναγράφονται στο κληρονομητήριο διανεμητικές διατάξεις που περιέχονται στη διαθήκη, όπως π.χ. τα ειδικά αντικείμενα (κινητά ή ακίνητα) που καταλείπονται σε κάθε κληρονόμο, δεν δημιουργείται τεκμήριο ότι τα αναγραφόμενα αντικείμενα ανήκαν κατά κυριότητα στον κληρονομούμενο. Συνεπώς, η δημόσια πίστη του κληρονομητηρίου δεν εξασφαλίζει στον καλόπιστο τρίτο ότι τα αναγραφόμενα σε αυτό αντικείμενα ανήκουν στην κληρονομία, πράγμα που θα πρέπει να ερευνήσει με δική του ευθύνη.

* Ο κ. Κίμων Σαϊτάκης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μεταδιδάκτορας (Post-doc) της Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -