Με την ΑΠ 826/2024 ερμηνεύεται με τρόπο μεθοδικό και εκπαιδευτικό η έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων.
Σχετικές διατάξεις: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 468 παρ. 2 του ΚΠοινΔικ, “Σε κάθε περίπτωση το συμβούλιο ή το δικαστήριο που κρίνει το ένδικο μέσο, έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη του βουλεύματος ή της απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι λόγοι”. Με τη διάταξη αυτή, τίθεται, ως κανόνας, ότι η έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος εξαρτάται από την αντίστοιχη δήλωση του δικαιουμένου σε άσκηση ενδίκου μέσου. Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα καθορίζεται από τους λόγους, που αναπτύσσονται στο εισαγωγικό του ενδίκου μέσου έγγραφο, δηλαδή, είτε στη δήλωση (έφεσης ή αναίρεσης, με έκθεση του οικείου Γραμματέα ή επιδοθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου), είτε στο αυτοτελές δικόγραφο έφεσης και δεν μπορεί να συμπληρωθεί, από ειδικότερο υπόμνημα (ΟλΑΠ 644/1985, ΑΠ 1487/2019, ΑΠ 1943/2608, ΑΠ 1197/1998).
Ως μεταβιβαστικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, νοείται η μεταβίβαση του αντικειμένου της δίκης, είτε ως προς τα καθ’ ύλην αρμόδια όργανα, που θα επιληφθούν του ενδίκου μέσου, είτε ως προς την έκταση της μεταβίβασης του αντικειμένου της δίκης.
Με δεδομένο, ότι η φύση των ενδίκων μέσων ενέχει, ως βασικό χαρακτηριστικό, την απόδοση μομφής στην προσβαλλομένη δικαιοδοτική κρίση, παρέπεται, ως λογική συνέπεια αυτής της φύσης του ενδίκου μέσου, η ανάγκη εκδίκασης αυτού, από όργανο, διαφορετικό και ιεραρχικά ανώτερο, από το όργανο, που εχώρησε στην αμφισβητούμενη δικαιοδοτική κρίση. Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, υπό την ανωτέρω, δεύτερη όψη του, αφορά το “πόσο” μεταβιβάζεται, από τη δικαιοδοτική κρίση, που προσβάλλεται, με το ένδικο μέσο, στο ανώτερο ιεραρχικά όργανο, με τη διάταξη, δε, του άρθρου 468 παρ.2 του ΚΠοινΔικ, τίθεται, ως κανόνας, ότι η έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος εξαρτάται από την αντίστοιχη δήλωση του δικαιουμένου σε άσκηση του ενδίκου μέσου. Δικαιολογητική βάση του περιορισμού αυτού, είναι η θέση, “μια και η δικαιοδοτική λειτουργία της Πολιτείας δεν έχει λόγο να δυσπιστεί στον ίδιο της τον εαυτό, εκείνο μόνο το μέρος της πρωτοβάθμιας απόφασης μεταβιβάζεται, προς κρίση στη διαδικασία του ενδίκου μέσου, το οποίο προσβάλλεται με το τελευταίο”.
Η μεταβίβαση της υπόθεσης στο ανώτερο ιεραρχικά Δικαστήριο είναι, είτε καθολική, είτε μερική.
Καθολική είναι η μεταβίβαση, όταν, με το ένδικο μέσο προσβάλλεται η δικαιοδοτική κρίση (βούλευμα ή απόφαση), στο σύνολο του διατακτικού της και για το λόγο αυτό, στο ανώτερο Δικαστήριο, μεταβιβάζεται το σύνολο της υποθέσεως (ΑΠ 1/2019).
Μερική θεωρείται η μεταβίβαση, όταν, με το ένδικο μέσο, προσβάλλεται μέρος μόνο, κάποιο ή κάποια κεφάλαια από το διατακτικό της δικαιοδοτικής κρίσης και άρα, το ανώτερο Δικαστήριο μπορεί να κρίνει μόνο για το προσβαλλόμενο μέρος.
Το είδος της μεταβίβασης (καθολική ή μερική μεταβίβαση) μπορεί να συνάγεται, είτε, ρητά, με συγκεκριμένη αναφορά του μέρους της δικαιοδοτικής κρίσης, που προσβάλλεται, είτε μπορεί να συνάγεται, σιωπηρά, από τους προβαλλόμενους λόγους του ενδίκου μέσου (ΑΠ 171/2017).
Σε περίπτωση, κατά την οποία δεν είναι σαφές, ποιό είναι το προσβαλλόμενο μέρος της απόφασης ή του βουλεύματος, που προσβάλλεται με τη δήλωση ή τους λόγους του ενδίκου μέσου, θα πρέπει να θεωρηθεί, ότι η μεταβίβαση είναι καθολική, με την έννοια της προσβολής του συνόλου του διατακτικού της δικαιοδοτικής κρίσης.
Η μεταβίβαση είναι καθολική και όταν, από τη δήλωση ή από τους λόγους του ενδίκου μέσου, φαίνεται να προσβάλλεται μέρος μόνο του διατακτικού της απόφασης ή του βουλεύματος, πλην όμως, τα μέρη της δικαιοδοτικής κρίσης δεν μπορούν να διαχωριστούν μεταξύ τους και είναι αλληλοεξαρτώμενα, σε τέτοιο βαθμό, που η προσβολή του ενός μέρους, αναγκαστικά, επιδρά και στα άλλα μέρη, αν το ένδικο μέσο γίνει αποδεκτό (ΑΠ 171/2017, ΑΠ 209/2008, ΑΠ 2165/2007, ΑΠ 1146/2000).
Όταν ο εκκαλών κατηγορούμενος παραπονείται, με την έφεσή του, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς την κατηγορία, γενικά, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα είναι καθολικό και το Εφετείο οφείλει να κρίνει ολόκληρη την απόφαση (ΑΠ 705/2019, ΑΠ 171/2017).
Επί του ενδίκου μέσου της εφέσεως, κατά αποφάσεως, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, με την οποία προσβλήθηκε στο σύνολό της η πρωτόδικη απόφαση, η υπόθεση επανέρχεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, για κατ’ ουσία συζήτηση, στην πριν από την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης στάση, με την έννοια, ότι το τελευταίο έχει την εξουσία να κρίνει, όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως, κάθε ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως καλύπτεται, με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, αφού, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, η πρωτόδικη απόφαση ατονεί και αυτό επανεξετάζει την υπόθεση, τόσο ως προς τη νομική, όσο και ως προς την ουσιαστική της βάση (ΑΠ 705/2019, ΑΠ 171/2017).
Παράλληλα, με τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 2 ΚΠοινΔικ, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο των ενδίκων μέσων, κατ’ αποφάσεων, ορίζεται, ότι “Η έφεση έχει καθολικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, εκτός αν ο εκκαλών την περιορίσει σε συγκεκριμένα κεφάλαια ή προβάλλει συγκεκριμένο ή συγκεκριμένους λόγους”.
Σύμφωνα, δε, με την ισχύουσα, γενικώς, επί όλων των ενδίκων μέσων, διάταξη του άρθρου 474 παρ. 4 ΚΠοινΔικ, “Στην έκθεση ή το δικόγραφο πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι, για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο”.
Στην περίπτωση του ενδίκου μέσου της έφεσης, κατά καταδικαστικής απόφασης – του νόμου, μη προβλέποντος, όπως επί αναιρέσεως, ειδικούς λόγους – το διατυπούμενο παράπονο μπορεί να αφορά οποιοδήποτε ουσιαστικό ή νομικό σφάλμα και να έχει (χωρίς να είναι και απαραίτητο) τη μορφή γενικής αμφισβήτησης της ορθότητας της πρωτόδικης κρίσης. (π.χ. επίκληση συγγνωστής νομικής πλάνης, έλλειψη καταλογισμού κλπ)
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ