Σύμφωνα με το άρθρο 338 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτηση του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος αποδείξης των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποία διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει το διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής προϋπόθεσης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης, έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης. (άρθρο 14Ι του ν. 2915/2001). Αντίθετα, αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο διάδικος στη περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 13 Κ.Πολ.Δ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 692/2008, ΑΠ 897/2009, ΑΠ 683/2010).Έτσι, εφόσον μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης, με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 2915/2001, οπότε η έννοια του υποκειμενικού βάρους απόδειξης απώλεσε τη σημασία της, ο αναιρετικός έλεγχος από το άρθρο 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ, περιορίζεται πλέον μόνο όταν παραβιάζεται το αντικειμενικό βάρος απόδειξης, το οποίο καθορίζει το διάδικο που φέρει τις συνέπειες της μη πλήρους απόδειξης των κρίσιμων για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του περιστατικών (ΑΠ 658/2014). Σε κάθε όμως περίπτωση, για τη στοιχειοθέτηση του λόγου αυτού αναίρεσης, απαιτείται να απορρίφθηκε ο πραγματικός ισχυρισμός του διαδίκου, στον οποίο εσφαλμένα επιβλήθηκε το βάρος απόδειξης, ως αναπόδεικτος από έλλειψη ή ανεπάρκεια των αποδείξεων και όχι γιατί οι αντίθετες αποδείξεις που προσκομίσθηκαν θεωρήθηκαν επαρκείς από το δικαστήριο προς απόδειξη του αντιθέτου του εν λόγω ισχυρισμού, ο οποίος και απορρίφθηκε για το λόγο αυτό, διότι στην τελευταία περίπτωση η τυχόν εσφαλμένη κατανομή του βάρους απόδειξης στερείται έννομης σημασίας και ως εκ τούτου ελλείπει το έννομο συμφέρον του διαδίκου που επιβαρύνθηκε με την απόδειξη να προβάλει την αιτίαση αυτή (ΑΠ 2305/2009). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 457 παρ. 1 του ΚΠολΔ τη γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου, εφόσον αμφισβητείται, πρέπει να την αποδείξει εκείνος που το επικαλείται και το προσάγει, εκτός αν είναι τόσο φανερά αλλαγμένο, ώστε το δικαστήριο να μπορεί να διαπιστώσει αμέσως και ασφαλώς ότι δεν είναι γνήσιο, κατά δε τη διάταξη της παραγρ. 2 του αυτού άρθρου εκείνος, κατά του οποίου προσάγεται το ιδιωτικό έγγραφο, οφείλει να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής, διαφορετικά το έγγραφο θεωρείται αναγνωρισμένο και κατά τη διάταξη της παραγρ. 3 του ίδιου άρθρου, αν αναγνωριστεί ή αποδειχθεί η γνησιότητα της υπογραφής, θεωρείται ότι έχει διαπιστωθεί η γνησιότητα του περιεχομένου, με την επιφύλαξη της προσβολής του ως πλαστού. Από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 455, 458, 460, 461 και 463 του ΚΠολΔ, προκύπτουν τα ακόλουθα: Τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει επί δημοσίων εγγράφων, δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσαγωγή από διάδικο ιδιωτικού εγγράφου, για άμεση ή έμμεση, (ως δικαστικό τεκμήριο), απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, ενέχει και ισχυρισμό της γνησιότητάς του, την οποία οφείλει ο ίδιος να αποδείξει, σύμφωνα με το άρθρο 338 ΚΠολΔ, όταν αμφισβητηθεί από τον αντίδικό του, καθόσον η αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτού αποτελεί άρνηση (ΑΠ 20/2017, ΑΠ 279/2011). Έτσι, εφόσον το έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορο αν φέρει την υπογραφή εκείνου, κατά του οποίου προσάγεται ή τρίτου, η αμφισβήτηση της γνησιότητας αναφέρεται στην υπογραφή του εγγράφου και η απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο για τη γνησιότητα του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου, που καλύπτεται από την υπογραφή, το οποίο τεκμήριο ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (ΑΠ 1088/2014, ΑΠ 575/2010, ΑΠ 1338/2008). Τούτο δε διότι η προσβολή του εγγράφου ως πλαστού αναφέρεται στο περιεχόμενο του εγγράφου, ενώ η αμφισβήτηση της γνησιότητας ενός ιδιωτικού εγγράφου μόνο στην υπογραφή του. Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, στη σχετική με την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ δίκη, αν η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε με βάση ιδιωτικά έγγραφα (όχι με πιστωτικούς τίτλους), στηρίζεται στην αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής του ανακόπτοντος οφειλέτη στα έγγραφα αυτά, ο καθού η ανακοπή δανειστής φέρει το βάρος απόδειξης αυτής (γνησιότητας) κατ’άρθρο 457 παρ.1 ΚΠολΔ, αφού η αμφισβήτηση της υπογραφής του εκδότη στα ιδιωτικά έγγραφα, στα οποία δεν ισχύει το κατ’αρθρο 455 του ιδίου Κώδικα τεκμήριο της γνησιότητας των δημοσίων εγγράφων, αποτελεί απάντηση στους ισχυρισμούς του αντιδίκου, υπό την έννοια του άρθρου 261 και όχι ένσταση κατά το άρθρο 262 ΚΠολΔ (ΑΠ 535/2019 nomos).-
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ