Άρθρο 167A. «Αθέμιτη επιρροή σε δικαστικούς λειτουργούς. Όποιος εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 167 και 237 επιχειρεί με αθέμιτη επιρροή ή πίεση ή με απειλή να επιβάλει σε δικαστικό λειτουργό, διαιτητή ή ένορκο την ενέργεια πράξης που ανάγεται στα καθήκοντά του ή την παράλειψη νόμιμης πράξης ή την ευνοϊκή ή δυσμενή μεταχείριση ορισμένου διαδίκου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή.»
Αιτιολ. Έκθεση. «Άρθρο 167Α. Στο άρθρο αυτό δημιουργείται μια νέα διάταξη, µε την οποία διευρύνεται το αξιόποινο, καλύπτοντας πράξεις αθέμιτης επιρροής, πίεσης ή απειλής, µέσω των οποίων επιχειρεί ο δράστης να επιβάλει σε δικαστικό λειτουργό, διαιτητή ή ένορκο την ενέργεια πράξης που ανάγεται στα καθήκοντά του ή την παράλειψη νόμιμης πράξης ή την ευνοϊκή ή δυσμενή μεταχείριση ορισμένου διαδίκου»
Άρθρο 167. Βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων. «1. Όποιος με βία ή απειλή βίας επιχειρεί να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσει πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή να παραλείψει νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί εναντίον του ή κατά προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει κατά τη διάρκεια της νόμιμης ενέργειάς του (αντίσταση), τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή. 2. Αν η πράξη στράφηκε κατά δικαστικού λειτουργού, διαιτητή ή ενόρκου, ή έγινε από περισσοτέρους, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή. 3. Αν το πρόσωπο κατά του οποίου στράφηκε η πράξη διέτρεξε σοβαρό προσωπικό κίνδυνο ή η πράξη έγινε από πρόσωπο που οπλοφορεί ή φέρει αντικείμενα με τα οποία μπορεί να προκληθεί σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη».
Άρθρο 237. Δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών. «1. Όποιος καλείται κατά τον νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν ζητήσει ή λάβει, άμεσα ή μέσω τρίτου, για τον εαυτό του ή για άλλον, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα, ή αποδεχθεί την υπόσχεση παροχής τέτοιου ωφελήματος, για ενέργειά του ή παράλειψη, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στην εκτέλεση των καθηκόντων του κατά την απονομή της δικαιοσύνης ή την επίλυση διαφοράς, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. 2. Με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες τιμωρείται όποιος για τον πιο πάνω σκοπό υπόσχεται ή παρέχει τέτοια ωφελήματα, άμεσα ή μέσω τρίτου, στα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου, για τους εαυτούς τους ή για άλλον. 3. Διευθυντής επιχείρησης ή άλλο πρόσωπο που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, αν από αμέλεια δεν απέτρεψε πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές του ή υπόκειται στον έλεγχό του από την τέλεση προς όφελος της επιχείρησης της πράξης της προηγούμενης παραγράφου. 4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και όταν οι πράξεις τελούνται: α) από ή προς μέλη του Δικαστηρίου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) από ή προς όσους ασκούν δικαστικά καθήκοντα ή καθήκοντα διαιτητή σε διεθνή δικαστήρια των οποίων η δικαιοδοσία είναι αποδεκτή από την Ελλάδα ή γ) προς δικαστές, ενόρκους ή διαιτητές άλλων κρατών σχετικά με την άσκηση των δικαστικών τους καθηκόντων. Στις περιπτώσεις αυτές οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και όταν η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από ή προς ημεδαπό, ακόμα κι αν δεν είναι αξιόποινη κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε»
Η διάταξη του άρθρου 167 Α είναι μία νέα διάταξη στον ισχύοντα ΠΚ για να θωρακίσει την αμεροληψία και την ελεύθερη, κατά συνείδηση, δικανική κρίση. Πρόκειται για επικουρική διάταξη σε σχέση με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 167 και 237 ΠΚ, τα οποία είναι περισσότερο συγκεκριμένα στην αντικειμενική τους υπόσταση. Επομένως το 167Α καταλαμβάνει κάθε άλλη περίπτωση επιρροής σε δικαστή, που δεν προβλέπεται στα άρθρα 167 και 237 ΠΚ. Π.χ., κατά το 167Α, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πίεση προς δικαστή, η μεταβίβαση ως, δήθεν εμπιστευτική, πληροφορίας ότι επίκειται απόφαση για μετάθεσή του, λόγω της αυστηρότητας που επιδεικνύει ο «πιεζόμενος» δικαστής στις επιβολές ποινών. Ως απειλή, η υπόδειξη σε δικαστή από ανώτερό του να δει ευνοϊκά μία υπόθεση, διότι από αυτό θα εξαρτηθεί η προαγωγή του, ή η μετάθεσή του, επίσης απειλή είναι και η αρχειοθέτηση μιας αναφοράς σε βάρος δικαστή, αν ευνοήσει ή δεν ευνοήσει την υπόθεση για την οποία του έχει γίνει αναφορά, η απειλή υποβολής αναφοράς από διάδικο, αν δεν συγκατατεθεί θετικά σε αίτημα που του υποβάλλεται κ.λπ.
Πρόκειται για έγκλημα επιχείρησης που σημαίνει ότι ο νομοθέτης τιμωρεί την απόπειρα («επιχειρεί») ως ολοκληρωμένο έγκλημα (τελειοποιημένη απόπειρα). Τούτο σημαίνει ότι δεν απαιτείται η επέλευση του αποτελέσματος, δηλαδή ο δικαστής να «επηρεαστεί», για να ολοκληρωθεί το έγκλημα. Επίσης είναι έγκλημα πολύτροπο και υπαλλακτικώς μικτό τελούμενο με τρεις τρόπους οι οποίοι μπορούν αν εναλλαχθούν.
Το ερώτημα που προκύπτει από τη διατύπωση αυτή του νομοθέτη είναι αν υπάρχει «θεμιτή επιρροή» σε δικαστή, και ποια θα μπορούσε να είναι αυτή, αφού ο νόμος ποινικοποιεί μόνο την αθέμιτη επιρροή. Εδώ τα όρια είναι δυσθεώρητα και η διατύπωση είναι μάλλον ατυχής. Αλλά, αφού στη διάταξη χρησιμοποιείται ο επιθετικός προσδιορισμός της «αθέμιτης» επιρροής, τούτο σημαίνει ότι άλλες ενέργειες μπορεί να κριθούν θεμιτές. Τέτοιες θεμιτές, και ανέγκλητες, επιρροές στην κρίση των δικαστών θα μπορούσαν, μεταξύ άλλων, να είναι:
- η προσκόμιση γνωμοδότησης ενός καθηγητή Πανεπιστημίου σε μία δίκη, η οποία αναλύει, προς όφελος ενός διάδικου, το νομικό πλέγμα των σχετικών εφαρμοστέων νομικών διατάξεων στην ένδικη υπόθεση
- η στοχευμένη δημοσίευση, ενόψει επικείμενης δίκης, μελέτης σε νομικό περιοδικό, που αφορά την ερμηνεία διατάξεων, οι οποίες ωφελούν ένα από τα διάδικα μέρη στην εκκρεμή δίκη
- η άποψη και η κριτική του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου σε μία εκκρεμή υπόθεση, υπέρ ή κατά, κάποιου διαδίκου (εδώ, δυστυχώς, η επιρροή και η πίεση, είναι σύνηθες γεγονός σε εκκρεμείς δίκες ακόμα και στο μυστικό στάδιο της ποινικής προδικασίας με τη δημοσίευση και σχολιασμό εγγράφων από τη διαδικασία, τα οποία έγγραφα δημοσιεύονται, πριν ακόμα λάβουν γνώση τα διάδικα μέρη της υπόθεσης, καταπατώντας κάθε έννοια μυστικότητας και σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας.)
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι κάποια από τα παραπάνω παραδείγματα αποτελούν συνήθεις πρακτικές, στη χώρα μας. Το ότι αποσκοπούν στην επιρροή του δικαστή είναι επίσης αδιαμφισβήτητο γεγονός. Το αν είναι θεμιτές, τουλάχιστον για το πρώτο και το δεύτερο παράδειγμα, δεν υπάρχει αμφιβολία. Για το τρίτο παράδειγμα και το αν η επιρροή είναι θεμιτή ή αθέμιτη, επαφίεται στην κρίση των αρμοδίων εισαγγελικών αρχών.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ