Με την ΑΠ 427/2022 κρίθηκαν ζητήματα που αφορούν την μετάφραση εγγράφων της διαδικασίας με αίτημα αναβολής από την πλευρά του εκζητούμενου, τα όρια ελέγχου του Έλληνα δικαστή για την υπόθεση επί της οποία ζητείται η έκδοση και η αρχή αναλογικότητας σε σχέση με την υπεράσπιση δικαιωμάτων του εκζητούμενου.
Αίτημα αναβολής του εκζητούμενου για μετάφραση εγγράφων της υπόθεσης. «Κατά το άρθρο 349 ΚΠΔ “Το δικαστήριο μπορεί, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 237 ΚΠΔ “Στους υπόπτους ή στους κατηγορουμένους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας παρέχεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετάφραση όλων των ουσιωδών εγγράφων ή χωρίων της διαδικασίας. Τα ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας, το κλητήριο θέσπισμα … “. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο o συνήγορος του εκζητουμένου ζήτησε την αναβολή της παρούσας δίκης, προκειμένου ο εκκαλών – εκζητούμενος να λάβει γραπτή μετάφραση της εκκαλούμενης απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Το αίτημα αυτό αναβολής της δίκης κρίθηκε αβάσιμο και απορρίφθηκε, αφενός διότι διερμηνεύθηκε στον εκζητούμενο η εκκαλούμενη απόφαση κατά τη δημοσίευσή της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της εκκαλούμενης, και αφετέρου διότι το ζήτημα της μετάφρασης της εκκαλούμενης απόφασης θα μπορούσε να επιλυθεί με προφορική της μετάφραση και παροχή εύλογου χρόνου για την ανάπτυξη των επιχειρημάτων του εκζητουμένου. Εξάλλου, η προφορική μετάφραση της εκκαλουμένης κρίνεται επαρκής και ανταποκρινόμενη στη φύση και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διαδικασίας εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, για τη διεξαγωγή και ολοκλήρωση της οποίας τάσσονται και εξαιρετικά βραχυπρόθεσμες προθεσμίες, από τη σύλληψη του εκζητουμένου, που προβλέπονται στα άρθρα 15 παρ. 3 και 21 παρ. 2, 3, 4 του Ν. 3251/2004, σε συνδυασμό και με την έλλειψη πολύπλοκων νομικών και ουσιαστικών παραδοχών της εκκαλουμένης, που καθιστούν την προφορική της μετάφραση ικανή για την διασφάλιση των δικαιωμάτων του εκζητουμένου. Στο άρθρο 15 του Ν. 3251/2004, όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 7 και 11 του Ν. 4236 / 2014, ορίζεται ότι: “1. Όταν ο εκζητούμενος συλλαμβάνεται βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, του χορηγείται αμέσως έγγραφο με πληροφορίες για τα δικαιώματά του και αμέσως οδηγείται χωρίς αναβολή στον εισαγγελέα εφετών. Ο εισαγγελέας εφετών, αφού βεβαιώσει την ταυτότητά του, τον ενημερώνει για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του εντάλματος, για το δικαίωμά του να προσφύγει στις υπηρεσίες νομικού παραστάτη και διερμηνέα, καθώς …, 2. Ο συλληφθείς δικαιούται ο ίδιος ή μέσω του συνηγόρου του να ζητήσει και να λάβει αντίγραφα όλων των εγγράφων με δική του δαπάνη, 3 …, 4 … , 5. Τα άρθρα 233 παρ. 1 και 236 Α ΚΠΔ (ήδη άρθρο 237 ισχύοντος ΚΠΔ) εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση συλληφθέντος εκζητουμένου βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης”. Ως ανάλογη δε εφαρμογή νοείται εκείνη που λαμβάνει υπόψη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που εμφανίζει η φύση και η διαδικασία για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Επίσης, στο άρθρο 21 του ίδιου νόμου ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: “1…, 2. Στην περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται στην προσαγωγή του, η τελεσίδικη απόφαση για την εκτέλεση του εντάλματος λαμβάνεται εντός εξήντα ημερών από την σύλληψη του εκζητουμένου. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις, όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί να εκτελεστεί εντός των προβλεπομένων στις παραγράφους 1 και 2 προθεσμιών … οι προθεσμίες μπορούν να παραταθούν μέχρι τριάντα ημέρες”. Εξάλλου, στο άρθρο 233 παρ. 1 ΚΠΔ, ορίζεται ότι: “Σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, όταν πρόκειται να εξεταστεί ύποπτος, κατηγορούμενος ή μάρτυρας ο οποίος δεν ομιλεί ή δεν κατανοεί επαρκώς την ελληνική γλώσσα, του παρέχεται χωρίς καθυστέρηση διερμηνεία. Εφόσον τούτο είναι αναγκαίο, διατίθεται διερμηνεία για την επικοινωνία μεταξύ των κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας … Σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας ο εξετάζων εξακριβώνει με κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο κατά πόσον ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος ομιλεί και κατανοεί την ελληνική γλώσσα και αν χρειάζεται τη συνδρομή διερμηνέα. Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει αντιρρήσεις κατά της απόφασης με την οποία κρίθηκε ότι δεν είναι αναγκαία η παροχή διερμηνείας ή όταν η ποιότητα της διερμηνείας δεν είναι επαρκής. Επί των αντιρρήσεων αποφασίζει κατά την προδικασία ο εισαγγελέας, κατά την κύρια ανάκριση το δικαστικό συμβούλιο και κατά την κύρια διαδικασία το δικαστήριο … “. Ακόμη, στο άρθρο 237 ΚΠΔ ορίζονται τα εξής: “1. Στους υπόπτους ή στους κατηγορούμενους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας παρέχεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος γραπτή μετάφραση όλων των ουσιωδών εγγράφων ή χωρίων εγγράφων της διαδικασίας … Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι, καθώς και οι συνήγοροι τους δύνανται να υποβάλουν αιτιολογημένο αίτημα για το χαρακτηρισμό εγγράφων ή χωρίων εγγράφων ως ουσιωδών …, 2. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις η έγγραφη μετάφραση μπορεί να αντικατασταθεί από προφορική μετάφραση ή προφορική σύνοψη του περιεχομένου των ουσιωδών εγγράφων . 3. Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υποβάλει αντιρρήσεις κατά της απόφασης με την οποία κρίνεται ότι δεν απαιτείται μετάφραση εγγράφων ή χωρίων εγγράφων ή όταν η ποιότητά τους δεν είναι επαρκής. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως το έκτο εδάφιο του άρθρου 233 παρ. 1 … “. Τέλος, στο άρθρο 502 ΚΠΔ, ορίζονται τα εξής: “1. Αν ο εκκαλών εμφανιστεί ο ίδιος ή ο συνήγορος του στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 340, η συζήτηση αρχίζει και ο εισαγγελέας αναπτύσσει συνοπτικά την έφεση …, 2 …, 3 …, 4. Αν στην πρωτόδικη απόφαση υπάρχει ακυρότητα (άρθρο 170 και 171), το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την ακυρώνει και δικάζει την υπόθεση στην ουσία ανέκκλητα”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, κάθε τυχόν σφάλμα ή ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, καλύπτεται με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του παρόντος δευτεροβάθμιου Συμβουλίου, που δικάζει κατ’ έφεση, δοθέντος ότι, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης, η πρωτόδικη απόφαση ατονεί και η υπόθεση επανεξετάζεται τόσο ως προς τη νομική όσο και ως προς την ουσιαστική της βάση, στο πλαίσιο πάντα του μεταβιβαστικού αποτελέσματος του ενδίκου μέσου (ΑΠ 1365/2018 σε Συμβ.). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο εκζητούμενος J. J., που γεννήθηκε στη …, την 2-12-1997, διώκεται από τις Αυστριακές Δικαστικές Αρχές, για την πράξη της “εσκεμμένης σοβαρής σωματικής βλάβης” σε βάρος του J. G., που συνέβη στις 8-9-2021 στο …, με σφοδρό κτύπημα με τον αγκώνα στην αριστερή γνάθο και συνέπεια ο παθών να πέσει προς τα πίσω και να κτυπήσει το κεφάλι του στο πλακόστρωτο, προκαλώντας έτσι εσκεμμένα σοβαρό τραυματισμό, ήτοι εγκεφαλική αιμορραγία με πρήξιμο, ανοικτό κάταγμα κρανίου δεξιάς πλευράς, πρήξιμο στην περιοχή του ζυγωματικού του με αιμορραγία σχισμένη, πρήξιμο του άνω χείλους στο πρόσωπο. Για την πράξη αυτή, που προβλέπεται από την παρ. 87 τμήμα I του Ποινικού Κώδικα της Αυστρίας και τιμωρείται με κάθειρξη το ανώτατο όριο της οποίας είναι δέκα (10) έτη, εκδόθηκε το ένδικο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Με βάση το ένταλμα αυτό συνελήφθη ο εκζητούμενος από τις ελληνικές αρχές και στη συνέχεια οδηγήθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, όπου διαπιστώθηκε ότι δεν κατανοεί την ελληνική γλώσσα και διορίστηκε ως διερμηνέας της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας, την οποία κατανοούσε επαρκώς και ενημερώθηκε για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, το δικαίωμα του να προσφύγει στις υπηρεσίες νομικού παραστάτη και διερμηνέα στο κράτος – μέλος εκτέλεσης και στο κράτος – μέλος έκδοσης και γενικώς για να γνωρίζει τα δικαιώματά του, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα άρθρα 15 παρ. 1 και 5 του Ν. 3251/2004, όπως τροπ. με τα άρθρα 11 και 7 του Ν. 4236/2014. Επίσης, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης στις 19-11-2022, η Πρόεδρος του Συμβουλίου αυτού, αντιλαμβανόμενη ότι ο εκζητούμενος αγνοούσε την ελληνική γλώσσα, διόρισε ως διερμηνέα αυτού τον δικηγόρο Θεσσαλονίκης Λάζαρο Μηνασίδη, ο οποίος γνώριζε την Σερβική γλώσσα, χωρίς να είναι εγγεγραμμένος στον πίνακα διερμηνέων, που καταρτίστηκε με το υπ’ αριθμ. 1952/2021 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, επειδή συνέτρεχαν λόγοι αδυναμίας εξεύρεσης διερμηνέα, από τον οικείο κατάλογο. Ο διερμηνέας αυτός, όπως ρητά αναφέρεται στην εκκαλουμένη απόφαση διερμήνευσε στον εκζητούμενο από την ελληνική γλώσσα στη σερβική ό,τι είπαν η Πρόεδρος, η Εισαγγελέας και τα μέλη της συνθέσεως του Συμβουλίου στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο, την πρόταση της Εισαγγελέως, την απόφαση του Συμβουλίου, καθώς και ό,τι διαμείφθηκε στο ακροατήριο, καθώς επίσης διερμήνευσε από τη σερβική γλώσσα στην ελληνική, όσα είπε ο εκζητούμενος. Επιπλέον, από τα πρακτικά της εκκαλουμένης απόφασης προκύπτει ότι α) ο εκζητούμενος σε όλα τα στάδια της διαδικασίας ελάμβανε γνώση των διαμειφθέντων στο ακροατήριο, δια του διερμηνέως, ο οποίος διερμήνευε από την ελληνική γλώσσα στη σερβική και αντιστρόφως, β) δια του διερμηνέως, έλαβε χώρα προφορική μετάφραση των αναφερομένων στην εκκαλουμένη εγγράφων και γ) ο εκζητούμενος ή ο συνήγορος του δεν υπέβαλαν αιτιολογημένο αίτημα για τον χαρακτηρισμό εγγράφων ή χωρίων εγγράφων, ως ουσιωδών, ώστε να γίνει η γραπτή μετάφραση αυτών, εάν ήθελε κριθεί απαραίτητο. Από όλα όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει με βεβαιότητα ότι ο εκκαλών – εκζητούμενος έλαβε την επιβαλλομένη για την άμυνά του κατά της εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ενημέρωση και γνώση με προφορική μετάφραση στη γλώσσα που αυτός κατανοεί για τα ουσιώδη έγγραφα της διαδικασίας εκτέλεσης του ενδίκου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η οποία κρίνεται επαρκής και ανταποκρίνεται στη φύση και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διαδικασίας εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, για τη διεξαγωγή και ολοκλήρωση της οποίας τάσσονται οι εξαιρετικά βραχυπρόθεσμες προθεσμίες από τη σύλληψη του εκζητουμένου, που προβλέπονται στα άρθρα 15 παρ. 3 και 21 παρ. 2 και 3 του Ν. 3251/2004. Εξάλλου, τυχόν σφάλμα ή ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, καλύπτεται με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του παρόντος δευτεροβάθμιου Συμβουλίου, που δικάζει κατ’ έφεση, δοθέντος ότι, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης, η πρωτόδικη απόφαση ατονεί και η υπόθεση επανεξετάζεται τόσο ως προς τη νομική όσο και ως προς την ουσιαστική της βάση, στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της ασκηθείσας έφεσης του εκζητουμένου. Επομένως, οι δύο πρώτοι λόγοι της έφεσης του εκζητουμένου α) για παραβίαση του δικαιώματος για μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων της διαδικασίας, κατ’ άρθρο 15 παρ. 5 Ν. 3251/2004 σε συνδυασμό με το άρθρο 237 ΚΠΔ και β) για παραβίαση του δικαιώματος διερμηνείας, κατ’ άρθρο 15 παρ. 5 Ν. 3251/2004 σε συνδυασμό με το άρθρο 233 ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.»
Όρια ελέγχου του Έλληνα δικαστή στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. «Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται, ότι με βάση το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, μπορεί να συλλαμβάνεται και να παραδίδεται από ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε άλλο μέλος αυτής, κάθε υπόδικος ή κατάδικος για τα εγκλήματα, που αναφέρονται στις άνω διατάξεις του Ν. 3251/2004, εφόσον συντρέχουν οι προαναφερθείσες θετικές προϋποθέσεις και ελλείπουν οι σχετικές υποχρεωτικές ή δυνητικές απαγορεύσεις, από τα άρθρα 10, 11 και 12 του Ν. 3251/2004 (Α.Π. 909/2020). Περαιτέρω, προβλέπεται μόνον τυπικός έλεγχος εκ μέρους του Συμβουλίου και όχι η έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της σε βάρος του εκζητουμένου κατηγορίας και των εις βάρος του ενδείξεων ενοχής, καθώς ο έλεγχος αυτός ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους εκδόσεως του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως, με αποτέλεσμα τέτοιος έλεγχος κατά το στάδιο της λήψεως της αποφάσεως για την εκτέλεση ή μη του Ε.Ε.Σ. από τη δικαστική αρχή της εκτελέσεώς του, όχι μόνον να καθίσταται περιττός και να είναι αντίθετος προς τις αρχές της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και εμπιστοσύνης, στις οποίες εδράζεται το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, αλλά και να αντιμάχεται την έννοια του μηχανισμού του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, ως μιας ενιαίας διακρατικής επιμεριστικής διαδικασίας για άλλα εγκλήματα, για την οποία αρμόδια καθίσταται η δικαστική αρχή έκδοσης του Ε.Ε.Σ. και για άλλα η δικαστική αρχή εκτέλεσής του, φέροντας η κάθε μια την ευθύνη για το δικό της τμήμα της όλης διαδικασίας. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. ε’ του Ν. 3251/2004, μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να περιέχει το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης συμπεριλαμβάνεται και “περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος”, αφού αφενός μεν τα στοιχεία αποσκοπούν στον έλεγχο από το αρμόδιο Συμβούλιο που επιλαμβάνεται της εκτέλεσης του εντάλματος, όλων των προϋποθέσεων και κωλυμάτων της προσαγωγής του εκζητουμένου, όπως η συνδρομή του διττού αξιοποίνου και της αρχής του ne bis in idem, καθώς και της συνδρομής περιστάσεων που απαγορεύουν την εκτέλεση του εντάλματος, αφ’ ετέρου ο έλεγχος της ουσιαστικής βασιμότητος της κατηγορίας προϋποθέτει και διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων, στα οποία βασίζεται αυτή, προϋπόθεση όμως που δεν προβλέπεται από το Ν. 3251/2004. Ομοίως, υποχρέωση ελέγχου της ουσιαστικής βασιμότητος της κατηγορίας και των ενδείξεων ενοχής σε βάρος του εκζητουμένου δεν απορρέει ούτε από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 στοιχ. Υ1 της ΕΣΔΑ, αφού η ρύθμιση αυτή αφορά στην προσωρινή κράτηση και όχι στην κράτηση με σκοπό την έκδοση. Τέλος, μια τόσο σημαντική προϋπόθεση για την εκτέλεση του εντάλματος, όπως είναι η έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της κατηγορίας ή της καταδίκης θα αναφερόταν ρητώς στο νόμο, η απουσία δε ρητής πρόβλεψης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ουσιαστικός έλεγχος της κατηγορίας δεν περιλαμβανόταν στο σκοπό του νόμου, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν (Α.Π. 329/2020, ΑΠ 616/2016).»
Αρχή της αναλογικότητας δικαιώματα του εκζητούμενου: «Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν.3251/2004 “Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, που διατυπώνονται στο ισχύον Σύνταγμα και στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε κάθε περίπτωση, ο εκζητούμενος δεν απομακρύνεται, απελαύνεται, ούτε εκδίδεται σε κράτος, όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση”. Με τη διάταξη αυτή, ο νομοθέτης αναθέτει στο αρμόδιο όργανο για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, την ενδελεχή έρευνα του γεγονότος της προσβολής ή όχι θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου που διατυπώνονται στο Σύνταγμα και στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, από την εκτέλεση του εντάλματος. Περαιτέρω η αρχή της αναλογικότητας, απορρέουσα από την έννοια και τους θεσμούς του κράτους δικαίου, καθιερώνεται ήδη ρητώς από το Σύνταγμα (άρθρο 25 παρ. 1). Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι επιβαλλόμενοι από τον κοινό νομοθέτη και τη διοίκηση περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να είναι μόνον οι αναγκαίοι και να συνάπτονται προς τον υπό του νόμου επιδιωκόμενο σκοπό. Ένα μέτρο που προβλέπεται από διάταξη νόμου ως κύρωση για παράβαση διατάξεως, τότε μόνο αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, όταν από το είδος του ή τη φύση του είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ή όταν οι δυσμενείς συνέπειες του μέτρου τελούν σε προφανή δυσαναλογία ή υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο σκοπό. Τέλος, οι διατάξεις του άρθρου 6 της Συμβάσεως της Ρώμης για τα ανθρώπινα δικαιώματα (ν.δ. 53/1974), σύμφωνα με τις οποίες κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί δικαίως δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο νομίμως λειτουργούν, που θα αποφασίσει επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως και επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως, θεωρούμενο σε περίπτωση που κατηγορείται για αδίκημα ότι είναι αθώος μέχρι της αποδείξεως της ενοχής του, και ειδικότερη έκφραση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του οποίου είναι και αυτό της σιωπής και τη μη αυτοενοχοποιήσεώς του, αφορούν σε δικαιώματα που γεννιούνται υπέρ του συλληφθέντος προσώπου μετά την εκτέλεση του εκδοθέντος σε βάρος του Ευρωπαϊκού Εντάλματος και την προσαγωγή του ενώπιον της αρμοδίας δικαστικής αρχής του κράτους που ζήτησε την παράδοσή του και αφού ασκηθεί σε βάρος του η ποινική δίωξη, όταν και θα ετοιμάσει την υπεράσπιση του κατά της εναντίον του κατηγορίας. Έτσι τα ανωτέρω υπερασπιστικά δικαιώματα του συλληφθέντος και τελούντος υπό παράδοση σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εκζητουμένου, δεν μπορεί να ελέγχονται από το Κράτος που εκτελεί το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, αλλά εμπίπτει στον έλεγχο των δικαστικών αρχών του κράτους που ζήτησε την έκδοσή του, δηλαδή η παροχή δυνατότητας ασκήσεως ή η παραβίαση αυτών των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του εκζητουμένου προσώπου, ως κατηγορουμένου, μετά την παράδοσή του στο κράτος που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, εναπόκειται στο τελευταίο. Όλες οι ανωτέρω διατάξεις του Ν. 3251/2004, προκειμένου να εφαρμοστούν από τα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Ποινικής Δικαιοσύνης, πρέπει να μην έχουν ως αποτέλεσμα την προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών που διατυπώνονται στο Σύνταγμα και στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αρχή της παρούσας.» ΑΠ 427/2022
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ