fbpx
Πέμπτη, 19 Σεπτεμβρίου, 2024

Αναίρεση δεκτή κατ’ αποφάσεως που απέρριψε έφεση ως εκπρόθεσμη – Παραγραφή – Ποιο δικαστήριο θα παύσει οριστικά τη δίωξη

Χρόνος ανάγνωσης 10 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 10 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 1309/2022 έγινε δεκτή αναίρεση κατ’ αποφάσεως που απέρριψε έφεση ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη). Στη συνέχεια παρέπεμψε στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη, όπου θα κριθεί και η επιγενόμενη παραγραφή της πράξης.

Σχετικές διατάξεις: Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠΔ, αν ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία άσκησης ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης, εφόσον δε ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης.

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, το ένδικο μέσο, συνεπώς και αυτό της έφεσης, απορρίπτεται ως απαράδεκτο, μεταξύ άλλων, και όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως, κατά της σχετικής δε απόφασης (που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη) επιτρέπεται μόνο αναίρεση για όλους τους λόγους, που αναφέρονται περιοριστικώς στη διάταξη του άρθρου 510 του αυτού Κώδικα, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής αιτιολογία της, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσης του εφετείου για το απαράδεκτο, στην οποία περιορίζεται ο έλεγχος του Αρείου Πάγου σε τέτοια περίπτωση.

Περαιτέρω, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της έφεσης ως απαράδεκτο λόγω εκπροθέσμου άσκησης του, πρέπει, για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, να διαλαμβάνει το χρόνο επίδοσης στον εκκαλούντα της εκκαλούμενης απόφασης, εκείνον της άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης και το αποδεικτικό από το οποίο να προκύπτει η επίδοση (Ολ.ΑΠ 4/1995, 6 και 7/1994) χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των κατά τα άρθρα 154 παρ. 1, 156 και 161 παρ.1 του ΚΠΔ στοιχείων της εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επίδοσης, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση είτε λόγος ακυρότητας της επίδοσης, εξαιτίας της οποίας δεν άρχισε να τρέχει η προθεσμία της έφεσης, είτε λόγος ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος εξ αιτίας των οποίων απωλέσθηκε η προθεσμία άσκησης της έφεσης (άρθρο 473 παρ.1 του ΚΠΔ), οπότε η αιτιολογία της απόφασης, πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική των ανωτέρω λόγων κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, υπό την αυτονόητη όμως προϋπόθεση ότι ο σχετικός ισχυρισμός είχε προταθεί με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 2/2014). Η απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να περιλαμβάνει και τη μνεία των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη το δικαστήριο για το σχηματισμό της απορριπτικής κρίσεώς του, που αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να χρειάζεται να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα ούτε να είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, αλλά είναι αναγκαίο να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠοινΔ, και όχι μόνο ορισμένα από αυτά επιλεκτικώς (ΑΠ 917/2019).

Ένδικη υπόθεση: Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αρ. 45Α, 59/4-2-2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κέρκυρας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, η με αρ. …./12-9-2019 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της με αρ. 316/10-10-2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Κέρκυρας, με την οποία ο τελευταίος καταδικάσθηκε ερήμην, σε ποινή καθείρξεως εννέα (9) ετών για την πράξη της διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, κατ’άρθρο 374 εδ. δ’ και ε’ περ. α’ του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 ΠΚ. Όπως προκύπτει από την έκθεση έφεσης, σε συνδυασμό με τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, στα οποία καταχωρίσθηκαν οι προφορικώς προβληθέντες δια του συνηγόρου του συμπληρωματικοί ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, ο αναιρεσείων, αναφορικά με το εκπρόθεσμο της έφεσης επικαλέστηκε ανυπέρβλητο κώλυμα εμπρόθεσμης άσκησής της, για το λόγο ότι μετά τη σύλληψή του, κατά το έτος 2013, για την ως άνω πράξη της διακεκριμένης κλοπής, με διοικητική πράξη της Ελληνικής Πολιτείας απελάθηκε από τη Χώρα στις 12-3-2013 και αναχώρησε (μαζί με την οικογένειά του) και εγκαταστάθηκε στον τόπο καταγωγής του, την Αλβανία, το ίδιο έτος (2013), ήτοι πολύ προ της ενάρξεως διεξαγωγής της κύριας ποινικής διαδικασίας και της εν συνεχεία εκδοθείσας ερήμην του καταδικαστικής αποφάσεως (η οποία του επιδόθηκε με θυροκόλληση στην ….., στην οδό … στις 13-2-2019, καθόν χρόνο δεν βρισκόταν στη διεύθυνση αυτή), για την οποία (καταδικαστική απόφαση) πληροφορήθηκε για πρώτη φορά, κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα, τον Αύγουστο του 2019 και ότι ως εκ τούτου αγνοούσε την ανωτέρω καταδικαστική απόφαση και δικαιολογημένα αδυνατούσε να ασκήσει εμπρόθεσμα έφεση κατ’αυτής. Προς απόδειξη δε του ανωτέρω ισχυρισμού του, επικαλέστηκε και προσκόμισε σχετικά έγγραφα (μεταξύ των οποίων την με αρ. πρωτ. ….. από 12-3-2013 Απόφαση περί απελάσεως του Αναπληρωτή Αστυνομικού Διευθυντή Κέρκυρας) που αναγνώσθηκαν και πρότεινε μάρτυρα, ο οποίος εξετάσθηκε ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου.

Το ως άνω Δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Κέρκυρας) έκρινε την προαναφερόμενη έφεση εκπρόθεσμη και την απέρριψε για το λόγο αυτό ως απαράδεκτη, με την ακόλουθη, ως προς το ουσιαστικό της μέρος, αιτιολογία: «Στην προκειμένη περίπτωση, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο, τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο και την εν γένει συζήτηση, αποδείχθηκε ότι: Η με αριθμό 316/10-10-2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κέρκυρας, προσβλήθηκε με την με αριθμό …/12-9-2019 έφεση του εκκαλούντος, που υποβλήθηκε ενώπιον της Διευθύντριας του Καταστήματος Κράτησης Τρικάλων, για τον λόγο επί λέξει ότι <<δεν εξετιμήθησαν αρκετά από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά τη διαδικασία τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και έτσι κηρύχθηκε ένοχος πράξεως που καθόλου δεν έκανε>>. Η προσβαλλόμενη απόφαση αυτή είχε εκδοθεί ερήμην του κατηγορουμένου και του επιδόθηκε με θυροκόλληση στην … στην οδό … ,όπως αποδεικνύεται από το αποδεικτικό επίδοσης του Γ. Α. στις 13-2-2019, παρουσία του μάρτυρα Π. Ι., καθώς δεν ανευρέθηκε, ούτε ο ίδιος, ούτε κάποιο από τα αναφερόμενα στην παραπάνω διάταξη πρόσωπα (δηλαδή κάποιος σύνοικος ή οικιακός βοηθός ή θυρωρός) στην κατοικία του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 155 παρ.2 του ΚΠΔ. Ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει τη διεύθυνση αυτήν ως τόπο κατοικίας του κατά την εξέτασή του ως κατηγορουμένου την 9-3-2013 ενώπιον του Α/Β’ Κ. Γ. του Τ.Α. Κέρκυρας, κατ’ άρθρο 273 ΚΠΔ. Συνεπώς, εγκύρως επιδόθηκε στη διεύθυνση αυτήν η εν λόγω απόφαση, κατ’ άρθρο 156 ΚΠΔ, δεδομένου ότι αυτή ήταν η διεύθυνση κατοικίας του που δηλώθηκε τελευταία από τον ίδιο κατά την προδικασία και δεν δηλώθηκε από αυτόν αλλαγή αυτής. Υπό την έννοια αυτήν, αυτή ήταν η γνωστή στις δικαστικές Αρχές διεύθυνσή του και εξ αυτού του λόγου ούτε απαιτείτο ούτε και μπορούσε αυτός να αναζητηθεί για να του επιδοθεί αυτή (η απόφαση) αλλού. Το επικαλούμενο από αυτόν περιστατικό της απέλασής του από τις διοικητικές Αρχές, ανεξαρτήτως της βασιμότητας του ή όχι, δεν έχει κάποια νόμιμη επιρροή στην εν λόγω επίδοση, δεδομένου ότι αν ο κατηγορούμενος άλλαξε διεύθυνση εκουσίως ή ακουσίως, ήταν στη δική του ευθύνη και πρωτοβουλία να δηλώσει τη νέα του διεύθυνση στις δικαστικές Αρχές, πράγμα που δεν έκανε. Κατά συνέπεια, ορθώς και νομίμως επιδόθηκε η προσβαλλομένη στην δηλωθείσα από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ως άνω διεύθυνση. Οι λοιπές αιτιάσεις που προβάλλει ο κατηγορούμενος – εκκαλών κατά της εγκυρότητας του ως άνω αποδεικτικού επιδόσεως κατά τον παρόντα χρόνο, αφορώσες σε τυπικές παραλείψεις αυτού, απαραδέκτως προβάλλονται, εν όψει του ότι δεν αποτέλεσαν ειδικό λόγο εφέσεως, κατά τα προεκτεθέντα. Τέλος, σε ό,τι αφορά τις επικαλούμενες από τον Κατηγορούμενο παραδοχές της με αριθμό 296/2019 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, που δίκασε αίτηση αναστολής εκτελέσεως της πρωτόδικης ως άνω αποφάσεως, ότι αυτός (ο κατηγορούμενος) δεν παρουσιάστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διότι δεν είχε λάβει γνώση τής σε βάρος του ποινικής διαδικασίας, σημειώνεται πρωτίστως ότι η γνώση του για την δίκη που έλαβε χώρα πρωτοδίκως δεν ταυτίζεται με τη γνώση του για την απόφαση που εκδόθηκε επ’ αυτής. Σε κάθε περίπτωση, η παραδοχή της εν λόγω απόφασης δεν δεσμεύει το Δικαστήριο τούτο, δεδομένου ότι η δίκη εκείνη υπηρετεί άλλους σκοπούς και έκρινε επί του κινδύνου φυγής του κατηγορουμένου και όχι επί της ουσίας της υπόθεσης και, μάλιστα, ειδικότερα επί του ζητήματος της εγκυρότητας της επίδοσης στην προεκτεθείσα διεύθυνση. Ώστε, αλυσιτελώς επικαλείται ο κατηγορούμενος – εκκαλών την απόφαση αυτήν. Κατά συνέπεια, εν όψει του ότι η εκκαλουμένη 316/10-10-2018 απόφαση εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου και η απόφαση επιδόθηκε σε αυτόν την 13-2-2019, η άσκηση από αυτόν εφέσεως την 12-9-2019 είναι εκπρόθεσμη. Ανεξαρτήτως λοιπόν της μη επίκλησης ειδικού λόγου εφέσεως για την δικαιολόγηση του εκπροθέσμου ασκήσεώς της, μη αποδεικνυομένου ουδενός λόγου που να δικαιολογεί το εκπρόθεσμο της ασκήσεως αυτής, κατά τα προεκτεθέντα, πρέπει αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ως εκπροθέσμως ασκηθείσα και να καταδικαστεί αυτός στα νόμιμα έξοδα της παρούσας δίκης (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ».

Κρίση του Αρείου Πάγου: Υπό τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, το δικάσαν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στέρησε την απόφασή του από την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι διαλαμβάνει παραδοχές που αναφέρονται μόνο στην εγκυρότητα της επίδοσης στον αναιρεσείοντα της ερήμην του εκδοθείσας καταδικαστικής απόφασης και δεν περιέχει αιτιολογίες αναφορικά με τον ανωτέρω σαφή και ορισμένο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι δεν έλαβε γνώση αυτής ώστε να ασκήσει εμπρόθεσμα την έφεση, τον οποίο σιωπηρώς απορρίπτει. Επίσης, ελλιπώς αξιολογεί τα προσκομισθέντα από τον αναιρεσείοντα αποδεικτικά μέσα, αφού τα εξετάζει σε σχέση με το αν από αυτά προκύπτει ή μη, η εγκυρότητα της επίδοσης της ερήμην καταδικαστικής απόφασης και όχι σε σχέση με το αν από αυτά προκύπτει ή μη, το ανυπέρβλητο κώλυμα που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων για την άσκηση εμπρόθεσμης έφεσης. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ΚΠΔ, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος να ασκήσει εμπρόθεσμα την έφεση επειδή δεν έλαβε εγκαίρως γνώση της εκκαλουμένης απόφασης, είναι βάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 374 περ.δ` και ε` περ. α` του ΠΚ περί διακεκριμένων περιπτώσεων κλοπής, όπως ίσχυε μέχρι 30-6-2019, με βάση την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων « Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α]…β]….γ] ….δ]αν η κλοπή τελέστηκε από δύο ή περισσοτέρους, που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες”, ε]αν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ`επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή…». Με τον ισχύοντα από 1-7-2019 ΠΚ, η διάταξη του άρθρου 374 [ μέχρι την τροποποίησή της στις 18-11-2019] κατέστη ευμενέστερη για τον δράστη κλοπής, υπό τις περιστάσεις που προέβλεπαν τα ανωτέρω εδάφια δ’και ε’περ.α’, αφού αυτά απαλείφθηκαν από την ανωτέρω διάταξη, οπότε ο δράστης κλοπής, η οποία τελέστηκε πριν από την ισχύ του νέου ΠΚ, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, τιμωρείται πλέον για απλή κλοπή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 ΠΚ, η οποία και με τον ισχύοντα ΠΚ διατηρεί τον πλημμεληματικό της χαρακτήρα.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο του εγκλήματος εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα.

Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 368 εδ. β και 511 εδ. γ’ του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ` αυτή ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠΔ.

Όταν όμως, όπως εν προκειμένω, η απόφαση που αναιρείται απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη, τότε ο Άρειος Πάγος δεν παύει οριστικώς την ποινική δίωξη, παρότι παρήλθε οκταετία από την τέλεση της πράξεως, [η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, φέρεται ότι έλαβε χώρα εξακολουθητικώς από τις 4 έως τις 26-2-2013], αλλά παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, προκειμένου εκείνο, στην περίπτωση που κρίνει την έφεση ως εμπρόθεσμη και παραδεκτώς ασκηθείσα, οπότε η πρωτόδικη δεν κατέστη αμετάκλητη και μπορεί να συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής, να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, λόγω της συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής και εξάλειψης του αξιοποίνου (ΑΠ 917/2019).

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -