Η παρούσα απόφαση αφορά την απόλυση μιας εργαζόμενης, καθηγήτριας ισπανικής γλώσσας, από το ιδιωτικό εκπαιδευτήριο όπου εργαζόταν, μετά την πάροδο του 18μηνου από τη γέννηση του παιδιού της. Η ενάγουσα μετά την υποβολή της σε διαδικασία ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, έμεινε έγκυος και στη συνέχεια, λόγω επιπλοκών της κύησης, έλαβε διαδοχικές αναρρωτικές άδειες έως τον τοκετό, καθώς και άδεια μητρότητας και ανατροφής τέκνου. Η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι η απόλυσή της οφειλόταν στη μακρά, πλην νόμιμη, απουσία της λόγω μητρότητας και ότι δεν της παρασχέθηκαν οι λόγοι της απόλυσής της, παρά τα επανειλημμένα ερωτήματά της προς τη Διοίκηση. Επιπλέον, υποστήριξε ότι η καταγγελία της σύμβασής της ήταν άκυρη, καθώς ο νόμος προβλέπει απόλυτη ακυρότητα σε περίπτωση απόλυσης που σχετίζεται με την λήψη αδειών από την εργαζόμενη έγκυο ή μητέρα για λόγους προστασίας και διευκόλυνσης της μητρότητας.
Η εναγόμενη, από την πλευρά της, υποστήριξε ότι η απόλυση ήταν νόμιμη, αφού πραγματοποιήθηκε μετά την πάροδο του προβλεπόμενου από τον νόμο χρόνου προστασίας και ισχυρίστηκε ότι η καταγγελία του εργοδότη είναι αναιτιώδης και αποτελεί νόμιμη άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος. Ωστόσο, δεν παρείχε επαρκείς λόγους για την απόλυση πέραν της γενικής δήλωσης για την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος βάσει του “καλώς νοούμενου επιχειρηματικού συμφέροντος”.
Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόλυση ήταν άκυρη, καθώς συνδέεται αιτιωδώς με τη λήψη των αδειών μητρότητας, παρά το γεγονός ότι η εναγόμενη επιχείρησε να τη δικαιολογήσει με βάση το διευθυντικό δικαίωμα. Επιπλέον, η εναγόμενη δεν παρείχε επαρκή αιτιολόγηση για την απόλυση, όπως απαιτείται από το νόμο, και δεν απέδειξε ότι η απόλυση έγινε για λόγους ανεξάρτητους από τη μητρότητα.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΜΠρΑθ 171/2024