Στη δημοσιότητα δόθηκε η έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής για τα μη κρατικά ΑΕΙ στο πλαίσιο της οποίας εκτιμάται ότι τα ζητήματα που τίθενται υπό ψήφιση δεν έχουν απασχολήσει, υπό τη συγκεκριµένη µορφή τους, τη δικαιοσύνη, εθνική και ενωσιακή, για το λόγο αυτό αναμένονται εξελίξεις υψηλού ενδιαφέροντος.
Απόσπασμα από τις παρατηρήσεις της Επιστημονικής υπηρεσίας για το πλαίσιο λειτουργίας µη κερδοσκοπικών παραρτηµάτων ξένων πανεπιστηµίων
«Το νοµοσχέδιο περιέχει λεπτοµερείς ρυθµίσεις σχετικά µε την εγκατάσταση και τη λειτουργία στην Ελλάδα Νοµικών Προσώπων Πανεπιστηµιακής Εκπαίδευσης ως παραρτηµάτων ιδρυµάτων που παρέχουν ανώτατη εκπαίδευση σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτη χώρα, έχουν την έδρα του µητρικού ανώτατου ιδρύµατος σε µία από αυτές τις χώρες, και αδειοδοτούνται και λειτουργούν βάσει της νοµοθεσίας της χώρας στην οποία έχει την έδρα του το µητρικό ίδρυµα. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι µόνο αλλοδαπά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύµατα µπορούν, κατά τις ρυθµίσεις του νοµοσχεδίου, να ιδρύουν παραρτήµατά τους στην Ελλάδα.
Τα παραρτήµατα αυτά εγκαθίστανται στην Ελλάδα και λειτουργούν, όπως προβλέπεται στο νοµοσχέδιο, κατά συνδυασµό διατάξεων της ελληνικής νοµοθεσίας και της νοµοθεσίας της χώρας στην οποία έχουν την έδρα τους. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 130 του νοµοσχεδίου, σκοπός του Μέρους Δ΄ είναι «η ρύθµιση της αδειοδότησης της εγκατάστασης και λειτουργίας στην Ελλάδα παραρτηµάτων µητρικών ιδρυµάτων υπό τη µορφή Νοµικών Προσώπων Πανεπιστηµιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ) κατά τρόπο σύµφωνο µε τον συνταγµατικό προορισµό της ανώτατης εκπαίδευσης», ενώ κατά το άρθρο 131 αντικείµενο των οικείων διατάξεων είναι µεταξύ άλλων «γ) η υπαγωγή του παραρτήµατος µητρικού ιδρύµατος υπό τη µορφή ΝΠΠΕ σε καθεστώς αδειοδότησης κατόπιν αξιολόγησης, πιστοποίησης και αδιάλειπτης εποπτείας των δοµών, των Σχολών και των προγραµµάτων σπουδών τους από τα αρµόδια όργανα της Ελληνικής Πολιτείας µε γνώµονα το γενικό συµφέρον και τις επιταγές του Συντάγµατος».
Τα εν λόγω ηµεδαπά νοµικά πρόσωπα αποτελούν παραρτήµατα αλλοδαπών ιδρυµάτων και ελέγχονται από αυτά, παρέχουν δε αναγνωρισµένα από το µητρικό ίδρυµα προγράµµατα σπουδών (άρθρο 137). Παραλλήλως, όµως, «παρέχουν προγράµµατα σπουδών τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης», υπάγονται σε κρατική εποπτεία «προς εξυπηρέτηση (…) των συνταγµατικών σκοπών της ανώτατης εκπαίδευσης» (άρθρο 136) στο πλαίσιο της οποίας πιστοποιούνται τα οικεία προγράµµατα σπουδών, ενώ τίθενται αρχές δράσεις στο πλαίσιο, µεταξύ άλλων, της ακαδηµαϊκής ελευθερίας και της κοινωνικής αποστολής της ανώτατης εκπαίδευσης (άρθρο 133 παρ. 2). Τέλος, κάθε παράρτηµα – ΝΠΠΕ, το οποίο παρέχει πρόγραµµα σπουδών αναγνωρισµένο από το µητρικό ίδρυµα και πιστοποιηµένο από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης, χορηγεί στους αποφοίτους του τίτλο σπουδών του µητρικού ιδρύµατος, ο οποίος αναγνωρίζεται από το ελληνικό κράτος υπό την προϋπόθεση ότι περιλαµβάνεται στο Εθνικό Μητρώο Τύπων Τίτλων Σπουδών Αναγνωρισµένων Ιδρυµάτων της Αλλοδαπής του ΔΟΑΤΑΠ, χωρίς όµως να υποβάλλεται στη διαδικασία ακαδηµαϊκής αναγνώρισης τίτλου σπουδών στον ΔΟΑΤΑΠ. Εποµένως, τα εν λόγω παραρτήµατα µετέχουν τόσο του εκπαιδευτικού συστήµατος της χώρας προέλευσης όσο και του ηµεδαπού συστήµατος ανώτατης εκπαίδευσης.
Ο χαρακτηρισµός, στο νοµοσχέδιο, αυτών των παραρτηµάτων ως Νοµικών Προσώπων Πανεπιστηµιακής Εκπαίδευσης είναι πρωτότυπος στην ελληνική νοµοθεσία, η οποία γνωρίζει νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου και νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Η νοµική φύση των νοµικών προσώπων πανεπιστηµιακής εκπαίδευσης ορίζεται, στο νοµοσχέδιο ως εξής: «Το παράρτηµα – ΝΠΠΕ αποτελεί νοµικό πρόσωπο ειδικού σκοπού µε νοµική προσωπικότητα, µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, µε αποκλειστικό σκοπό την παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης». Από τον ορισµό αυτό και από τις σχετικές διατάξεις του νοµοσχεδίου συνάγεται ότι πρόκειται περί sui generis κατηγορίας νοµικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, τα οποία έχουν ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά το ότι παρέχουν υπηρεσίες ανώτατης εκπαίδευσης, έχουν ιδιαίτερα λειτουργικά χαρακτηριστικά που δεν απαντούν σε συνήθη µορφώµατα του ιδιωτικού δικαίου, και δεν ασκούν κερδοσκοπική δραστηριότητα. Το πρώτο ερώτηµα, εποµένως, που τίθεται είναι αν τα παραρτήµατα αυτά ιδρυµάτων ανώτατης εκπαίδευσης, που έχουν την έδρα τους σε χώρα της αλλοδαπής, µπορούν να εγκαθίστανται και να λειτουργούν στην Ελλάδα κατά τρόπο ο οποίος να συνάδει προς το ελληνικό Σύνταγµα και την κοινωνική αποστολή της εκπαίδευσης, όπως ρητώς υπολαµβάνει, κατά τα άρθρα 130 και 131, το νοµοσχέδιο.
Το άρθρο 16 του Συντάγµατος κατοχυρώνει την ελευθερία της επιστήµης, της έρευνας και της διδασκαλίας, περιλαµβανοµένης της ακαδηµαϊκής ελευθερίας ως ειδικότερης έκφανσης, και ορίζει την παιδεία ως βασική αποστολή του κράτους. Ειδικά ως προς την ανώτατη εκπαίδευση, ορίζει τα εξής: α. ότι «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύµατα που αποτελούν νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου µε πλήρη αυτοδιοίκηση» (παράγραφος 5 εδάφιο α΄), β. ότι «οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων είναι δηµόσιοι λειτουργοί» (παράγραφος 6 εδάφιο α΄) και γ. ότι «η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται» (παράγραφος 8 εδάφιο β΄).
Κατά τη δεκαετία του 1990 αποτέλεσε αντικείµενο δικαστικής κρίσης το ζήτηµα αν οι ως άνω διατάξεις του Συντάγµατος επιτρέπουν τη λειτουργία στην Ελλάδα αλλοδαπών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, τα οποία αναγνωρίζονται ως οµοταγή των ηµεδαπών.
Το ανωτέρω ζήτηµα το αντιµετώπισε, παρεµπιπτόντως, το Συµβούλιο της Επικρατείας, µε αφορµή υπόθεση ακαδηµαϊκής αναγνώρισης τίτλου σπουδών ΑΕΙ της αλλοδαπής, για την απόκτηση του οποίου προσµετρήθηκαν σπουδές σε τµήµα του στην Ελλάδα (ΟλΣτΕ 3457/1998).
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν επιτρέπεται η οικεία αναγνώριση, γιατί «η τυχόν αναγνώριση της ισοτιµίας τίτλου σπουδών, ο οποίος αποκτήθηκε υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες από οµοταγές ΑΕΙ της αλλοδαπής – ως εν προκειµένω – θα οδηγούσε στην αναγνώριση, εκ του αποτελέσµατος, ως σπουδών ανωτάτης εκπαιδεύσεως, των σπουδών εκείνων, οι οποίες πραγµατοποιήθηκαν στην Ελλάδα, σε Τµήµα ή Παράρτηµα οµοταγούς αλλοδαπού ΑΕΙ που λειτουργεί, στην Χώρα, υπό µορφήν ιδιωτικού φροντιστηρίου ή Κέντρου Ελευθέρων Σπουδών, γεγονός, όµως, το οποίο θα συνιστούσε καταστρατήγηση του Συντάγµατος, το οποίο, απαγορεύει την λειτουργία στην Ελλάδα Α.Ε.Ι. από ιδιώτες».
Στην απόφαση αυτή διατυπώθηκε µειοψηφία πέντε µελών του Δικαστηρίου, τα οποία, µεταξύ άλλων, υποστήριξαν ότι «οι µνηµονευµένες διατάξεις του Συντάγµατος ρυθµίζουν τα της παροχής στην Ελλάδα ανωτάτης εκπαιδεύσεως και καθορίζουν τη νοµική µορφή και το καθεστώς λειτουργίας των Ελληνικών Ιδρυµάτων, τα οποία την παρέχουν και ότι συνεπώς το µόνο το οποίο αποκλείεται, ρητώς, από το Σύνταγµα, είναι η σύσταση στην Ελλάδα από ιδιώτες ανωτάτων Σχολών, όχι όµως και η λειτουργία στην Ελλάδα Τµηµάτων ή Παραρτηµάτων οµοταγών Ανωτάτων Σχολών που έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή και ειδικότερα σε άλλο Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως» (σκέψη 5).
Σηµειώνεται, επίσης, ότι, στο γενικότερο κλίµα διεύρυνσης των πανεπιστηµιακών συµπράξεων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο N 4957/2022 (άρθρο 111 παρ. 1) προβλέπει ότι ελληνικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύµατα που «µετέχουν σε διακρατικές συµµαχίες Πανεπιστηµίων στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Ευρωπαϊκά Πανεπιστήµια», µπορούν, σε συνεργασία µε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύµατα της αλλοδαπής, «να ιδρύουν, να οργανώνουν και να λειτουργούν Κοινά Διεθνή Διιδρυµατικά Προγράµµατα Σπουδών (ΚΔΔΠΣ) σύντοµης διάρκειας και πρώτου, δεύτερου και τρίτου κύκλου».
Η ως άνω κρίση της Ολοµέλειας του Συµβουλίου της Επικρατείας (απόφαση 3457/1998) δεν έχει έκτοτε ανατραπεί ή αµφισβητηθεί στη νοµολογία, αντιθέτως δε παραπέµπεται τόσο από την Ολοµέλεια, όσο και από τα Τµήµατα του Δικαστηρίου σε αποφάσεις τους. Στην ανωτέρω απόφαση της Ολοµέλειας, το Δικαστήριο διχάσθηκε, περαιτέρω, ως προς το ζήτηµα της αναγνώρισης αλλοδαπών πανεπιστηµιακών διπλωµάτων κατά το µέρος που η κατοχή τους συναρτάται µε την πρόσβαση σε επάγγελµα, µε την πλειοψηφία να αποφαίνεται ότι δεν συντρέχει λόγος υποβολής προδικαστικού ερωτήµατος στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και µε ισχυρή µειοψηφία ένδεκα µελών να υποστηρίζει ότι το ζήτηµα εµπίπτει στο κοινοτικό δίκαιο, το οποίο προστατεύει την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζοµένων και την ελευθερία επαγγελµατικής εγκατάστασης, οι οποίες παρεµποδίζονται όταν έτερο κράτος µέλος δεν αναγνωρίζει την επαγγελµατική ισχύ τίτλων σπουδών που χορηγούν αρχές άλλου κράτους. Κατά το σηµείο αυτό υφίσταται πλέον µεταστροφή της νοµολογίας, όπως ευθύς κατωτέρω εκτίθεται. Το ανωτέρω ζήτηµα απασχόλησε εκ νέου το Συµβούλιο της Επικρατείας, όπως και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την ειδικότερη µορφή της αναγνώρισης επαγγελµατικών προσόντων ή επαγγελµατικής ισοδυναµίας αλλοδαπών τίτλων σπουδών όταν οι οικείες σπουδές έχουν διανυθεί εν όλω ή εν µέρει στην Ελλάδα σε φορείς µεταλυκειακής εκπαίδευσης (εργαστήρια ελευθέρων σπουδών, κολλέγια, κ.λπ.). Υπό τη µορφή αυτή, το ζήτηµα εµπίπτει σαφώς στο δίκαιο της Ένωσης, δευτερογενές και πρωτογενές, υπό το φως της θεµελιώδους ελευθερίας κυκλοφορίας εργαζοµένων και της θεµελιώδους ελευθερίας εγκατάστασης προσώπων. Όπως συναφώς παρατηρήθηκε, «η λειτουργία παραρτηµάτων ξένων πανεπιστηµίων αποτελεί ζήτηµα ευρωπαϊκού δικαίου στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζοµένων».
Πλέον, γίνεται καθολικά δεκτό ότι, ακόµη και όταν δεν είναι εφαρµοστέες οι Οδηγίες για το γενικό σύστηµα αναγνώρισης τίτλων εκπαίδευσης και επαγγελµατικών προσόντων, οι ελληνικές αρχές, όταν επιλαµβάνονται αίτησης για πρόσβαση σε επάγγελµα η οποία προϋποθέτει κατοχή διπλώµατος, οφείλουν να λαµβάνουν υπόψη τους τον τίτλο σπουδών που έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόµενος σε άλλο κράτος µέλος, µολονότι µε το δίπλωµα αυτό πιστοποιούνται σπουδές που έχουν πραγµατοποιηθεί στην Ελλάδα και οι οποίες δεν αναγνωρίζονται στη χώρα µας ως σπουδές τριτοβάθµιας εκπαίδευσης (ΟλΣτΕ 178/2023, οµοφώνως). Κατά τη νοµολογία, αυτή η λύση δεν προσκρούει στο άρθρο 16 του Συντάγµατος, γιατί η οικεία αναγνώριση ούτε προϋποθέτει ούτε συνεπάγεται αναγνώριση της ακαδηµαϊκής αξίας των οικείων σπουδών, ενώ αντιθέτως «τα ζητήµατα της ακαδηµαϊκής αναγνώρισης τίτλων σπουδών ανάγονται στην αποκλειστική αρµοδιότητα της Ελληνικής Δηµοκρατίας» (ΟλΣτΕ 178/2023, σκέψη 15).
Δείτε την έκθεση της Επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής εδώ
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνάγεται: α) ότι η αρµοδιότητα των κρατών µελών σχετικά µε την οργάνωση και ρύθµιση του εκπαιδευτικού συστήµατος πρέπει να ασκείται κατά τρόπο συµβατό µε την άσκηση των θεµελιωδών ελευθεριών, ότι β) τα κράτη µέλη µπορούν, όµως, να περιορίζουν την ελευθερία εγκατάστασης στο χώρο της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης, εφόσον το πράττουν προς προαγωγή επιτακτικού/υπέρτερου δηµοσίου συµφέροντος που αναγνωρίζεται από την Ένωση, ότι γ) διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτίµησης ως προς την επιλογή του µέτρου προαγωγής που επιλέγουν, αλλά και ότι δ) σε περίπτωση απόλυτων, χωρίς εξαιρέσεις, περιορισµών, και χωρίς να λαµβάνονται υπόψη οι λόγοι που θα επέτρεπαν εξαιρέσεις, τίθεται ζήτηµα τήρησης της αρχής της αναγκαιότητας και της αρχής της αναλογικότητας.
Όπως επισημαίνει η έκθεση, κατά το παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνάγεται ότι υπό τη σκέπη της θεµελιώδους ελευθερίας εγκατάστασης, συνάγεται γενικό δικαίωµα εγκατάστασης αλλοδαπών πανεπιστηµίων στην Ελληνική επικράτεια προς παροχήν τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης. Ειδικότερα, ακόµη και αν ήθελε θεωρηθεί εφαρµοστέα η νεότερη νοµολογία περί ελευθερίας εγκατάστασης και σε περίπτωση που η εθνική έννοµη τάξη θέτει την ανώτατη εκπαίδευση εκτός πεδίου οικονοµικής δραστηριότητας, ζήτηµα κατά τα ανωτέρω αµφισβητούµενο, µπορεί να συγκροτηθεί επιτακτικό, υπό το πρίσµα της εθνικής συνταγµατικής τάξης, δηµόσιο αγαθό, συνιστάµενο στην ιδιαίτερη φύση της παροχής ανώτατης εκπαίδευσης ως υπό ευρεία έννοια δηµόσιας υπηρεσίας, µε ιδιαίτερα οργανωτικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά. Κατά συνέπεια, δεν τίθεται, σε επίπεδο αρχής, ζήτηµα σύγκρουσης µεταξύ του άρθρου 16 παράγραφοι 5 και 8 του ελληνικού Συντάγµατος και του δικαίου της Ένωσης. Εντούτοις, υπό την εκδοχή της εφαρµογής της ανωτέρω νοµολογίας, δεν µπορεί να αποκλεισθεί προβληµατισµός ως προς αν η απόλυτη προαγωγή αυτού του σκοπού µε το σχήµα των ηµεδαπών νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου, κατ’ απόλυτο αποκλεισµό της εγκατάστασης αλλοδαπών πανεπιστηµίων, αναγνωρισµένων κατά το εθνικό δίκαιο, είναι σύµφωνη µε την αρχή της αναγκαιότητας και την αρχή της αναλογικότητας, της τελευταίας, ειδικότερα, αποτελούσης αρχής «τόσο της ελληνικής εννόµου τάξεως, όσο και της κοινοτικής, η οποία κατά την ρητή βούληση του αυτού συνταγµατικού νοµοθέτη πρέπει να εφαρµόζεται στην εσωτερική έννοµη τάξη» (ΟλΣτΕ 3470/2011, σκέψη 9). Κατά τον έλεγχο της αναγκαιότητας, πρέπει να συνεκτιµηθεί, αφενός, ότι η αναγνώριση τυχόν εξαιρέσεων δεν θίγει το δικαίωµα παροχής δωρεάν εκπαίδευσης στα κρατικά εκπαιδευτήρια, το οποίο κατοχυρώνεται από διακριτή συνταγµατική διάταξη (άρθρο 16 παράγραφος 4) και, αφετέρου, ότι ήδη αλλοδαπά ιδρύµατα παρέχουν πανεπιστηµιακή εκπαίδευση εξ αποστάσεως στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο. Σε αυτό το πλαίσιο, υποστηρίζεται, στη θεωρία, η άποψη ότι δεν συνάδει µε την αρχή της αναγκαιότητας ο καθολικός αποκλεισµός της δυνατότητας εγκατάστασης αλλοδαπών πανεπιστηµίων, δηλαδή και εκείνων των οποίων η οργάνωση και λειτουργία αποδίδει την ιδιαίτερη φύση της ανώτατης εκπαίδευσης ως υπηρεσίας γενικού κοινωνικού συµφέροντος. Κατά τα ανωτέρω, αναδεικνύονται δύο ενδεχόµενα, ως προς το επιτρεπτό της παροχής στην Ελλάδα ανώτατης εκπαίδευσης από παραρτήµατα αλλοδαπών πανεπιστηµίων και της ακαδηµαϊκής αναγνώρισης των χορηγούµενων τίτλων: Πρώτον, η νοµολογία να επιβεβαιώσει την έως σήµερα κρατούσα σε αυτήν ερµηνεία, την οποία ασπάζεται µέρος της θεωρίας, κρίνοντας, πρώτον, ότι η γραµµατική διατύπωση της συνταγµατικής ρύθµισης αποδίδει σαφή αρνητική θέση, η οποία δεν δύναται να ανατραπεί στο πλαίσιο ερµηνευτικής προσαρµογής (σε αντίθεση, π.χ., µε την περίπτωση της επιβολής διδάκτρων σε µεταπτυχιακές σπουδές, για την οποία η ΟλΣτΕ 2411/2012 δέχθηκε ότι ο συντακτικός νοµοθέτης δεν είχε υπόψη του, το 1975, το θεσµικό πλαίσιο και το κόστος λειτουργίας των µεταπτυχιακών σπουδών (σκέψη 8) και, δεύτερον, ότι η άσκηση των θεµελιωδών ελευθεριών του δικαίου της Ένωσης προστατεύεται επαρκώς µε την αναγνώριση επαγγελµατικών δικαιωµάτων στους τίτλους αλλοδαπών πανεπιστηµίων που χορηγούνται για σπουδές σε ηµεδαπά παραρτήµατα, η λειτουργία των οποίων, άλλωστε, µπορεί να υπαχθεί σε δηµόσια εποπτεία. Δεύτερον, να υπάρξει µεταστροφή της νοµολογίας, και να γίνει δεκτό ότι η παράγραφος 5 του άρθρου 16, κατά την οποία η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται «αποκλειστικά» από ιδρύµατα που αποτελούν νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, αναφέρεται µόνο στα ηµεδαπά ιδρύµατα, όπως δηλαδή υπέλαβε, ερµηνεύουσα την παράγραφο 8 του άρθρου 16, η µειοψηφία στην ΟλΣτΕ 3457/1998, και υποστηρίζεται από µέρος της θεωρίας. Μια τέτοια ερµηνεία θα εµπνεόταν από το ότι, στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν συγγενή, σε σχέση µε την ηµεδαπή ρύθµιση, χαρακτηριστικά, σε έννοµες τάξεις που οµοίως ενδιαφέρονται για την ιδιαίτερη φύση και την κοινωνική αποστολή της ανώτατης εκπαίδευσης, ώστε η κάµψη του καθολικού αποκλεισµού υπέρ αλλοδαπών ιδρυµάτων που φέρουν τέτοια χαρακτηριστικά να θεωρηθεί, ενδεχοµένως, συµβατή µε την ratio του Συντάγµατος της χώρας. Η εν λόγω ερµηνεία είναι συµβατή µε το δίκαιο της Ένωσης καθώς αφορά στην κατά το άρθρο 165 ΣλΕΕ οργάνωση του ηµεδαπού εκπαιδευτικού συστήµατος. Περαιτέρω, ο αποκλεισµός παροχής ανώτατης εκπαίδευσης που δεν φέρει τέτοια χαρακτηριστικά (αλλά, π.χ., ενέχει επιδίωξη κέρδους) πρέπει να θεωρηθεί σύµφωνος µε την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν θίγεται το ισχύον σύστηµα αναγνώρισης επαγγελµατικών δικαιωµάτων που αποκτώνται διά σπουδών παρεχόµενων στο πλαίσιο κερδοσκοπικής εκπαιδευτικής δραστηριότητας. Είναι ευνόητο ότι, στο πλαίσιο µιας τέτοιας αντικειµενικής ερµηνείας, η παράγραφος 8 του άρθρου 16 του Συντάγµατος θα ερµηνευόταν στενά και κατά το γράµµα της, δηλαδή ότι αφορά και απαγορεύει µόνο τη σύσταση, υπό την έννοια της ίδρυσης, ανώτατων σχολών από ιδιώτες, και όχι την εγκατάσταση στην Ελλάδα ήδη υφιστάµενων στην αλλοδαπή και αναγνωρισµένων στην Ελλάδα πανεπιστηµίων που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, και υπό το φως της κοινωνικής αποστολής της εκπαίδευσης, όπως αυτή εννοείται κατά το ελληνικό Σύνταγµα, τα παραρτήµατα των αλλοδαπών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων µπορούν να έχουν µόνο µη κερδοσκοπικό χαρακτήρα, µε αποκλειστικό σκοπό την προαγωγή της εκπαίδευσης, της έρευνας και του πολιτισµού, και µε κατοχυρωµένη την αξιοκρατία, την προσβασιµότητα, την ακαδηµαϊκή ελευθερία των µελών της ακαδηµαϊκής κοινότητας και ορισµένο βαθµό εσωτερικής αυτοδιοίκησης επί ακαδηµαϊκών ζητηµάτων. Υποστηρίζεται, τέλος, στη θεωρία, και η άποψη ότι το ζήτηµα ανήκει, αποκλειστικά, στο ρυθµιστικό πεδίο του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, µε τη σκέψη ότι αφορά στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αλλοδαπά ΑΕΙ µπορούν να εγκατασταθούν και να προσφέρουν υπηρεσίες στην Ελλάδα, δηλαδή εντός της ενιαίας αγοράς. Η θέση αυτή οµοίως προϋποθέτει µεταβολή της νοµολογίας η οποία, κατά τα ανωτέρω, διακρίνει µεταξύ ακαδηµαϊκής και επαγγελµατικής αναγνώρισης. Η εν λόγω άποψη υποστηρίζει, εν προκειµένω, ότι η άρνηση αναγνώρισης ακαδηµαϊκών δικαιωµάτων συνιστά δυσµενή διάκριση στο πλαίσιο του δικαίου της Ε.Ε. ή πάντως παρακωλύει την ελευθερία εγκατάστασης, κατά τρόπο µη δυνάµενο, κατά την ίδια, να δικαιολογηθεί αντικειµενικά.
Υπό το φως των ρυθµίσεων του Συντάγµατος, της νοµολογίας του Συµβουλίου της Επικρατείας (ΟλΣτΕ 3457/1998 και λοιπές), του γεγονότος ότι η ανώτατη εκπαίδευση ανήκει, κατ’ αρµοδιότητα, στα κράτη µέλη της Ένωσης, της νεότερης νοµολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ερµηνείας του Συντάγµατος νοούµενης ως αντικειµενικής, το ζήτηµα θα κριθεί, όπως µπορεί σχεδόν µετά βεβαιότητας να υποτεθεί, από την ελληνική δικαιοσύνη, δεδοµένου ότι τα ζητήµατα που µπορούν να τεθούν από την ψήφιση του υπό συζήτηση νοµοσχεδίου δεν έχουν απασχολήσει, υπό τη συγκεκριµένη µορφή τους, τη δικαιοσύνη, εθνική και ενωσιακή».
Δείτε τη σχετική Αρθρογραφία στη Qualex: Άρθρου 16 νεότερα
Δείτε τη σχετική Αρθρογραφία στη Qualex: Συνέντευξη Θ. Φορτσάκη: «Η αναδιάταξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης – Με το βλέμμα στο μέλλον»