fbpx

Συμβατή με το ευρωπαϊκό δίκαιο η προαγωγή δικαστών στη Ρουμανία κατόπιν αξιολόγησης από μέλη του ανώτερου δικαστηρίου (ΔΕΕ, C-216/21)

Οι υφιστάμενοι ουσιαστικοί και δικονομικοί κανόνες δεν εγείρουν υποψίες για την ανεξαρτησία των δικαστών

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» (C-216/21) έκρινε ότι η προαγωγή δικαστών σε ανώτερο δικαστήριο κατόπιν αξιολόγησης από τον πρόεδρο και μέλη του εν λόγω ανώτερου δικαστηρίου εναρμονίζεται με το ενωσιακό δίκαιο, και καθότι οι ουσιαστικοί και διαδικαστικοί κανόνες είναι συμβατοί με τις αρχές της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστών, δεν παραβιάζονται τελικώς καταστατικές αρχές του κράτους δικαίου.

Ιστορικό

Το 2019, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (SCM) της Ρουμανίας ενέκρινε μεταρρύθμιση σχετικά με τη διαδικασία προαγωγής δικαστών σε ανώτερα δικαστήρια. Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση αμφισβητήθηκε ενώπιον Εφετείου της Ρουμανίας από την ένωση «Forum of Judges of Romania» και έναν ιδιώτη.

Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης υποστήριξαν ότι η αντικατάσταση των παλαιών γραπτών εξετάσεων με αξιολόγηση, από (i) τον πρόεδρο και (ii) τα μέλη του οικείου ανώτερου δικαστηρίου, του έργου και της συμπεριφοράς των υποψηφίων καθιστά το σύστημα προαγωγών έκθετο σε μεροληπτικές συμπεριφορές.

Το Εφετειακό δικαστήριο της Ρουμανίας, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αμφισβήτησης, έθεσε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ προκειμένου αυτό να αποφανθεί ως προς τη συμβατότητα μιας τέτοιας μεταρρύθμισης με την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών.

Απόφαση ΔΕΕ

Στην απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε ότι απαιτείται εθνική νομοθεσία σχετικά με το σύστημα προαγωγής των δικαστών για να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επεσήμανε επίσης ότι, το δίκαιο της ΕΕ δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν η προαγωγή των δικαστών σε ανώτερο δικαστήριο να βασίζεται σε αξιολόγηση του έργου και της συμπεριφοράς τους από συμβούλιο αποτελούμενο από i) τον πρόεδρο και ii) μέλη του εν λόγω ανώτερου δικαστηρίου. Ωστόσο, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν την έκδοση των αποφάσεων περί προαγωγής πρέπει να είναι τέτοιοι ώστε να μην μπορούν να δημιουργήσουν σε τρίτους εύλογες αμφιβολίες, αναφορικά με την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των εν λόγω δικαστών, μετά την προαγωγή τους.

Το Δικαστήριο επίσης επεσήμανε ότι, η διαδικασία προαγωγής των δικαστών που υπηρετούν στα κατώτερα δικαστήρια της Ρουμανίας περιλαμβάνει δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, το οποίο επιτρέπει σε δικαστή να προαχθεί «επί τόπου» χωρίς αλλαγή θέσης, βασίζεται σε γραπτή διαγωνιστική διαδικασία που αποσκοπεί στην αξιολόγηση τόσο των θεωρητικών γνώσεων όσο και των πρακτικών δεξιοτήτων των υποψηφίων. Το δεύτερο στάδιο, γνωστό ως «πραγματική προαγωγή», επιτρέπει στους υποψηφίους που έχουν ήδη προαχθεί «επί τόπου» να τοποθετηθούν πραγματικά σε ανώτερο δικαστήριο.

Μόνο στο πλαίσιο αυτού του δεύτερου σταδίου, η αξιολόγηση διενεργείται από συμβούλιο που αποτελείται, στο επίπεδο κάθε εφετείου, από i) τον πρόεδρο του εν λόγω δικαστηρίου και ii) τέσσερα μέλη του, τα οποία διορίζονται από το τμήμα δικαστών του SCM.

Ακόμη και αν η μεταρρύθμιση του δεύτερου σταδίου ενδέχεται να οδηγήσει σε συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια ορισμένων μελών του συμβουλίου αξιολόγησης και, ιδίως, του προέδρου του, εντούτοις δεν μπορεί να θεωρηθεί, ως τέτοια, ασυμβίβαστη με το δίκαιο της ΕΕ. Στο επιληφθέν Εφετείο εναπόκειται να εξακριβώσει αν η συγκέντρωση της συγκεκριμένης εξουσίας, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, είναι ικανή να προσφέρει στην πράξη στα πρόσωπα στα οποία έχει ανατεθεί η εξουσία αυτή τη δυνατότητα να επηρεάζουν τις αποφάσεις των οικείων δικαστών και, ως εκ τούτου, να δημιουργούν έλλειψη ανεξαρτησίας ή την εντύπωση μεροληψίας εκ μέρους τους, η οποία είναι ικανή να κλονίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην αξιοπιστία των θεσμών.

Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με την κρίση του ΔΕΕ, ο φάκελος της υπόθεσης δεν περιέχει κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η εν λόγω δυνητική συγκέντρωση εξουσίας θα μπορούσε, από μόνη της, να προσδώσει, στην πράξη, μια τέτοια δυνατότητα επηρεασμού – ούτε προκύπτει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που θα μπορούσε, σε συνδυασμό με τη συγκεκριμένη συγκέντρωση εξουσίας, να δημιουργήσει αμφιβολίες στη συνείδηση των πολιτών ως προς την ανεξαρτησία των προαχθέντων δικαστών.

Τέλος, όσον αφορά τους ουσιαστικούς όρους που διέπουν την έκδοση των αποφάσεων περί πραγματικής προαγωγής και, ειδικότερα, την αξιολόγηση του έργου και της συμπεριφοράς των υποψηφίων, η αξιολόγηση αυτή πρέπει να βασίζεται σε κριτήρια τα οποία φαίνεται να είναι συναφή προς τον σκοπό της εκτιμήσεως των επαγγελματικών προσόντων των υποψηφίων αυτών. Τα κριτήρια αυτά φαίνεται να αποτελούν αντικείμενο αντικειμενικών αξιολογήσεων που βασίζονται σε επαληθεύσιμες πληροφορίες. Το ίδιο συμβαίνει και με την περίπτωση των διαδικαστικών κανόνων, οι οποίοι διέπουν την έκδοση των εν λόγω αποφάσεων, που ομοίως δεν φαίνεται να είναι τέτοιοι ώστε να θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των προαχθέντων δικαστών.

Δείτε τη σχετική Έκδοση: Η δικαστική ανεξαρτησία και η πολιτική εξουσία στη δικαστική πρακτική

Δείτε τη σχετική Αρθρογραφία στη Qualex: Ζητήματα δικαστικής ανεξαρτησίας

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -