Με την ΑΠ 303/2023 κρίθηκε έκδοση αλλοδαπού (Αλβανικής υπηκοότητας) και έγινε δεκτή έφεσή του κατά του βουλεύματος που είχε γνωμοδοτήσει υπέρ της εκδόσεώς του, λόγω προσβολής του δικαιώματος ακρόασης του κατηγορούμενου-εκζητούμενου.
Σχετικές διατάξεις: Από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι η έφεση έχει καθολικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, εκτός αν ο εκκαλών την περιορίσει σε συγκεκριμένα κεφάλαια ή προβάλλει συγκεκριμένο ή συγκεκριμένους λόγους. Τούτο ισχύει και επί του ενδίκου μέσου της εφέσεως ενώπιον του αρμόδιου, κατ’ άρθρο 451 παρ. 1 ΚΠΔ, Τμήματος του Αρείου Πάγου εναντίον της περί εκδόσεως αλλοδαπού αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών. Κατά το άρθρο 28 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος, οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου, κατά δε το άρθρο 436 του ΚΠΔ (παρ. 1) αν δεν υπάρχει σύμβαση, οι όροι και η διαδικασία της εκδόσεως αλλοδαπών εγκληματιών ρυθμίζονται από τις διατάξεις των επόμενων άρθρων (ήτοι των άρθρων 437 – 456 ΚΠΔ), οι οποίες (παρ. 2) εφαρμόζονται ακόμη και αν υπάρχει σύμβαση, αν δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτή, καθώς και στα σημεία που δεν προβλέπει η σύμβαση.
Τέτοια σύμβαση, την οποία έχουν κυρώσει η Ελλάδα στις 6-5-1961 με το Ν 4165/1961 και η Δημοκρατία της Αλβανίας στις 19 Μαΐου 1998, με έναρξη ισχύος στις 17-8-1998, είναι η από 13-12-1957 Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως (Ε.Σ.Ε.), που υπογράφηκε στο Παρίσι και διέπει το δίκαιο της εκδόσεως μεταξύ των κρατών που την προσυπέγραψαν. Ειδικότερα, στο άρθρο 2 παρ. 1 της Ε.Σ.Ε. ορίζεται, ότι η έκδοση ενεργείται για πράξεις που τιμωρούνται από τους νόμους, τόσο του κράτους, που ζητεί την έκδοση, όσο και του κράτους, από το οποίο ζητείται αυτή, με ποινή στερητική της ελευθερίας ή με μέτρο ασφαλείας ενός τουλάχιστον έτους, ως προς το ανώτατο όριο, ή με αυστηρότερη ποινή, ενώ, όταν υπήρξε καταδίκη σε ποινή ή επιβλήθηκε μέτρο ασφαλείας στο έδαφος του αιτούντος κράτους, η σχετική κύρωση πρέπει να είναι τεσσάρων μηνών κατ’ ελάχιστο όριο. Στο άρθρο 12 της Συμβάσεως αυτής, με τον τίτλο «αιτήσεις και δικαιολογητικά», ορίζεται ότι (παρ. 1) η αίτηση, με την οποία ζητείται η έκδοση, αν δεν έχει συμφωνηθεί με απευθείας συνεννόηση μεταξύ των μερών ή άλλο μέσο, πρέπει να είναι έγγραφη και να υποβληθεί μέσω της διπλωματικής οδού και (παρ. 2) για την υποστήριξή της πρέπει να προσκομιστούν: α) το πρωτότυπο ή επίσημο αντίγραφο είτε εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως είτε εντάλματος συλλήψεως ή άλλης πράξεως, που έχει την ίδια ισχύ και που έχει εκδοθεί κατά τους τύπους, που καθορίζονται από τη νομοθεσία του αιτούντος κράτους, β) έκθεση με προσδιορισμό των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες ζητείται η έκδοση, του τόπου και του χρόνου διαπράξεώς τους, του νομικού χαρακτηρισμού τους και της παραπομπής στις νομοθετικές διατάξεις, που έχουν εφαρμογή, οι οποίες πρέπει να εμφανίζονται κατά το δυνατόν ακριβέστερα και γ) αντίγραφο των διατάξεων, που προβλέπουν την πράξη ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, δήλωση για το εφαρμοστέο δίκαιο, καθώς και ο κατά το δυνατό ακριβέστερος καθορισμός του εκζητούμενου προσώπου και κάθε άλλη πληροφορία, που μπορεί να καθορίσει την ταυτότητα και την εθνικότητά του. Ακόμη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 5, 9 και 10 της άνω Συμβάσεως, η έκδοση είναι ανεπίτρεπτη, αν πρόκειται για πολιτικές πράξεις και συναφείς με τέτοιες πράξεις παραβάσεις, αν η σχετική αίτηση για την έκδοση αποβλέπει στη δίωξη του εκζητουμένου για πολιτικά, φυλετικά ή θρησκευτικά του φρονήματα, αν η θέση του ατόμου διατρέχει κίνδυνο να επιδεινωθεί εξαιτίας κάποιου από τους παραπάνω λόγους, αν αφορά στρατιωτικές και φορολογικές παραβάσεις, αν αφορά άτομο, που δικάστηκε ήδη οριστικά από τις αρμόδιες αρχές του κράτους παρά του οποίου ζητείται η έκδοση για την πράξη ή τις πράξεις, για τις οποίες ζητείται αυτή και, αν κατά τη νομοθεσία της αιτούσας χώρας ή εκείνης, προς την οποία υποβάλλεται η αίτηση, έλαβε χώρα παραγραφή της πράξεως. Επίσης, το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, που αποφαίνεται για την έκδοση, δεν έχει εξουσία να ερευνήσει τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας, για την οποία καταδικάστηκε ο εκζητούμενος ή τη νομιμότητα της διαδικασίας, που τηρήθηκε στην προδικασία ή στο ακροατήριο του αλλοδαπού δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και να καταλήξει σε κρίση αντίθετη από την κρίση της αποφάσεως, για την εκτέλεση της οποίας ζητείται η έκδοση, αφού ούτε από τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 της Ε.Σ.Ε., που ορίζει εξαντλητικά τα συγκεκριμένα στοιχεία και δικαιολογητικά, που πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση για τη στήριξη και τη δικαστική αξιολόγησή της, ούτε από άλλη διάταξη της Ε.Σ.Ε. προβλέπεται και η επισύναψη αποδεικτικών στοιχείων της ενοχής του εκζητουμένου.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 438 ΚΠΔ, η έκδοση απαγορεύεται:
α) αν εκείνος για τον οποίο ζητείται ήταν ημεδαπός όταν τελέστηκε η πράξη,
β) αν η δίωξη και η τιμωρία του εγκλήματος που τέλεσε στο εξωτερικό ανήκει σύμφωνα με τους ελληνικούς νόμους στα ελληνικά δικαστήρια,
γ) αν πρόκειται για έγκλημα που κατά τους ελληνικούς νόμους χαρακτηρίζεται πολιτικό, στρατιωτικό, φορολογικό ή του τύπου, ή διώκεται μόνο ύστερα από έγκληση αυτού που αδικήθηκε, ή όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι η έκδοση ζητείται για λόγους πολιτικούς,
δ) αν σύμφωνα με τους νόμους του κράτους που ζητεί την έκδοση ή του ελληνικού κράτους ή του κράτους, όπου τελέστηκε το έγκλημα, έχει προκύψει ήδη πριν από την απόφαση για την έκδοση νόμιμος λόγος που εμποδίζει τη δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο,
ε) αν πιθανολογείται, ότι εκείνος, για τον οποίο ζητείται η έκδοση, θα καταδιωχθεί από το κράτος στο οποίο παραδίδεται για πράξη διαφορετική από εκείνη για την οποία ζητείται η έκδοση,
στ) αν πιθανολογείται ότι θα υποβληθεί σε διακρίνουσα μεταχείριση για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς, ή εξαιτίας της εθνικότητάς του ή ότι θα υποβληθεί σε μεταχείριση αντίθετη προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ότι θα διακυβευτούν τα ανθρώπινα δικαιώματά του,
ζ) αν κατά το δίκαιο του εκζητούντος κράτους προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη η ποινή του θανάτου και
η) αν ο εκζητούμενος καταδικάστηκε ερήμην χωρίς να κλητευθεί.
Τέλος, κατά το άρθρο 450 παρ. 1 ΚΠΔ, το συμβούλιο γνωμοδοτεί αιτιολογημένα για την αίτηση της εκδόσεως και αποφαίνεται για το αν εκείνος που έχει συλληφθεί είναι το ίδιο πρόσωπο με εκείνο που εκζητείται, αν υπάρχουν τα απαιτούμενα για την έκδοση δικαιολογητικά έγγραφα, αν το έγκλημα που αποδίδεται στον εκζητούμενο ή για το οποίο αυτός έχει καταδικαστεί είναι από εκείνα, για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση και αν έχει προκύψει λόγος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 438 στοιχ. δ’ που εμποδίζει τη δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο.
Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 450 ΚΠΔ αν η έκδοση ζητείται με βάση καταδικαστική απόφαση, το Συμβούλιο Εφετών λαμβάνει υπόψη του, προκειμένου να αποφανθεί και τυχόν ισχυρισμό του εκζητουμένου ότι δικάστηκε ερήμην χωρίς να κλητευθεί και αν ο ισχυρισμός αυτός κριθεί βάσιμος, εφαρμόζεται το άρθρο 438 περ. η’, δηλαδή το συμβούλιο αποφαίνεται κατά της εκδόσεως.
Εξάλλου, το άρθρο 26 παρ. 2 περ. β’ της Σύμβασης Δικαστικής Αρωγής Ελλάδας-Αλβανίας [Ν 2311/1995] που αφορά τα έγγραφα που συνοδεύουν την αίτηση εκτελέσεως, ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι αυτή πρέπει να συνοδεύεται από πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι ο διάδικος που ερημοδίκησε και που δεν μετέσχε στη διαδικασία εκλήθη εμπρόθεσμα και με τον προσήκοντα τρόπο και ότι στην περίπτωση που δεν είχε την ικανότητα να παρίσταται σε δικαστήριο αντιπροσωπεύθηκε νόμιμα.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. (κυρωθείσα με το ΝΔ 53/1974), κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που λειτουργεί νόμιμα, το οποίο θα αποφασίσει για τη βασιμότητα κάθε εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσης.
Επίσης, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 3 περ. α’, β’ και γ’ του ίδιου ως άνω άρθρου, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί μέσα στη συντομότερη προθεσμία, σε γλώσσα που κατανοεί και με λεπτομέρεια, τη φύση και το λόγο της εναντίον του κατηγορίας, να του διατεθεί ο χρόνος και οι αναγκαίες ευκολίες για την προετοιμασία της υπερασπίσεώς του και να υπερασπίσει ο ίδιος τον εαυτό του ή να αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της εκλογής του, στην περίπτωση δε που δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώσει συνήγορο να του παρασχεθεί συνήγορος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι ειδικότερη εκδήλωση του ανωτέρω θεμελιώδους δικαιώματος του προσώπου για δίκαιη δίκη, αποτελεί και το δικαίωμα της εμφάνισης και προφορικής ακρόασης στη δίκη, δηλαδή, προεχόντως το δικαίωμα του προσώπου που κατηγορείται, να είναι παρόν στη δίκη, ώστε να δύναται ακολούθως να ασκήσει τα υπερασπιστικά του δικαιώματα. Έτσι, η εκδίκαση της υπόθεσης απόντος του κατηγορουμένου δικαιολογείται μόνον εφόσον έχει προηγηθεί νόμιμη κλήτευσή του να παραστεί στο δικαστήριο για την εκδίκαση της υποθέσεώς του, σε ορισμένη δικάσιμο και παρά ταύτα δεν εμφανίζεται. Η ύπαρξη δε της προϋπόθεσης αυτής ερευνάται και για την καταδικαστική απόφαση, βάσει της οποίας ζητείται η έκδοση αλλοδαπού, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 438 περ. η’ και 450 παρ. 3 ΚΠΔ (ΑΠ 172/2022, ΑΠ 573/2020).
Ένδικη υπόθεση: Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Το υπουργείο δικαιοσύνης της Αλβανικής Δημοκρατίας υπέβαλε το με αριθμό 296 Prot./Q.SH, χωρίς ημερομηνία, αίτημά του, το οποίο δι’ αλληλογραφίας μεταξύ των υπουργείων δικαιοσύνης Αλβανίας και Ελλάδας (υπ’ αρ. πρωτ.οικ.58138 ΦΕΑ 2173 από 23-11-2022) διαβιβάστηκε στην Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης και έλαβε αρ. πρωτ. 1085-54/22 Ε /23-11-2022, ενώ κοινοποιήθηκε και το υπ’ αρ. πρωτ. ip 4850/10/691 (TZO) από 14-10-2022 έγγραφο της ΙΝΤΕRPΟL Ελλάδας και η υπ’ αρ. Α-4271/5-2021 από 14-5-2021 Ερυθρά Αναγγελία Διεθνών Αναζητήσεων της ΙΝΤΕRPΟL Αλβανίας. Το ανωτέρω αίτημα, που συνοδεύεται από τα κατά νόμο απαιτούμενα έγγραφα σε αντίγραφα και σ’ επίσημη μετάφρασή τους στην ελληνική από την αλβανική γλώσσα, αφορά την έκδοση στις δικαστικές αρχές της Δημοκρατίας της Αλβανίας, της υπηκόου της, M. (όν.) G. (επ.) του P. και της S., που γεννήθηκε στο …, στις 25-11-1983, προκειμένου αυτή να εκτίσει ποινή φυλάκισης επτά (7) ετών που της επιβλήθηκε με την υπ’ αρ. (80) -10/24-1-2020 αμετάκλητη και εκτελεστή απόφαση του Δικαστηρίου (Πρωτοδικείου) του Pogradec της Αλβανικής Δημοκρατίας, για το ποινικό αδίκημα της «απάτης», που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 143/3 του Ποινικού Κώδικα της Αλβανικής Δημοκρατίας, το οποίο προβλέπεται επίσης και από τον ημεδαπό Ποινικό Κώδικα, στο άρθρο 386 παρ. 1 αυτού. Με την υπ’ αρ. 112 από 29-5-2020 διαταγή του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Pogradec διατάχθηκε η εκτέλεση της ως άνω επιβληθείσας στην εκζητούμενη ποινής.
Προς υποστήριξη του ανωτέρω αιτήματος συνυποβλήθηκαν και τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 12 παρ. 2 της Ε.Σ.Ε. έγγραφα στο πρωτότυπο και σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα. Συγκεκριμένα: α) Υποβλήθηκε αντίγραφο της υπ’ αρ. (80) -10/24-1-2020 καταδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου (Πρωτοδικείου) του Pogradec της Αλβανικής Δημοκρατίας, η οποία εκδόθηκε ερήμην του εκζητούμενης – εκκαλούσας. Στην ως άνω απόφαση διαλαμβάνεται ότι, κατόπιν της από 9-1-2019 καταγγελίας του Αλβανού υπηκόου A. H. στο αστυνομικό τμήμα του Pogradec Αλβανίας, περί εξαπάτησής του από την εκζητούμενη, επειδή του απέσπασε κατά το έτος 2016 σε διαφορετικές χρονικές στιγμές το ποσό των 20.000 ευρώ, και των σχετικών δικαστικών ενεργειών που επακολούθησαν από τις Αλβανικές Αρχές, πρωτοκολλήθηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Δικαστικής Περιφέρειας Pogradec, βάσει ανακριτικών υλικών που λήφθηκαν από το αστυνομικό τμήμα του Pogradec, η υπ’ αρ. 9 από 14/1/2019 ποινική δίωξη σε βάρος της εκζητούμενης για το ως άνω αδίκημα της «απάτης», που προβλέπεται στο άρθρο 143/3 του Αλβανικού ΠΚ, με την εξής διατύπωση “ιδιοποίηση ιδιωτικής ή δημόσιας περιουσίας με επίδειξη ψευδών γεγονότων ή με απόκρυψη αληθινών γεγονότων, ψέματα ή κατάχρηση εμπιστοσύνης ,για τον εαυτό του ή για άλλα πρόσωπα, συνιστά το ποινικό αδίκημα της απάτης και τιμωρείται με φυλάκιση πέντε έως δέκα έτη”. Με την ίδια ως άνω απόφαση, στην οποία καταχωρήθηκε και η διεξαχθείσα αποδεικτική διαδικασία, έγινε δεκτό ότι κατά το έτος 2016, η κατηγορούμενη M. (όν.) G. (επ.) υπεξαίρεσε χρηματικό ποσό από τον πολίτη A. H., περίπου 20.000 ευρώ, προκειμένου να ετοιμάσει τα κατάλληλα έγγραφα για να μεταβεί από την Ελλάδα, όπου διέμενε το θύμα, στην Αγγλία. Η κατηγορούμενη, χρησιμοποιώντας τις οικογενειακές σχέσεις (αφού είναι ξαδέλφια) με το θύμα, το έπεισε ότι χρειαζόταν περίπου 20.000 ευρώ για να ετοιμάσει τα έγγραφα για να πάει στην Αγγλία και ότι αυτό το ποσό θα τα έδινε σε δικηγόρο με τον οποίο συνεργαζόταν στη χώρα αυτή. Ότι η κατηγορούμενη είχε την πρόθεση να οικειοποιηθεί σταδιακά το ποσό των 20.000 ευρώ, πραγματοποιώντας μεταφορές διαφορετικών ποσών από 300 έως 3.000 ευρώ για χρονικό διάστημα έτους, δημιουργώντας εμπιστοσύνη στο θύμα ότι τακτικά ετοιμάζονταν τα έγγραφα για την μετανάστευσή του στην Αγγλία, με σκοπό την υπεξαίρεση του ποσού αυτού, και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για το ποινικό αδίκημα της “απάτης” που προβλέπεται από το άρθρο 143/3 του Ποινικού Κώδικα”, κηρύχθηκε δε με αυτήν (απόφαση) ένοχη και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης επτά (7) ετών, η οποία ορίστηκε να εκτιθεί σε φυλακή τακτικής ασφαλείας. Ορίστηκε επίσης ότι η εκτέλεση της απόφασης αυτής αρχίζει από τη στιγμή που θα καταστεί αμετάκλητη, καθώς και ότι κατ’ αυτής επιτρέπεται να ασκηθεί έφεση στο Εφετείο Korce (Κορυτσάς), εντός [15] ημερών από την επομένη ημέρα της κοινοποίησης της απόφασης.
Επίσης, υποβλήθηκαν: (β) Η υπ’ αρ.112/29-5-2020 Εντολή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Pogradec για την εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως, γ) η Έκθεση του ίδιου Εισαγγελέα, στην οποία προσδιορίζεται η εν λόγω αξιόποινη πράξη, κατά τα ουσιώδη της στοιχεία και οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα της Αλβανίας που την προβλέπουν και γίνεται μνεία της ως άνω καταδικαστικής αποφάσεως και της επιβληθείσας μ’ αυτήν ποινής για την εκτέλεση της οποίας ζητείται η έκδοση, καθώς και πιστοποίηση ότι η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη από 11-2-2020 και δ) το κείμενο των διατάξεων των προαναφερομένων άρθρων του Αλβανικού Ποινικού Κώδικα που προβλέπουν την αξιόποινη πράξη και τις προϋποθέσεις παραγραφής αυτής, από τις οποίες προκύπτει ότι η επιβληθείσα ως άνω ποινή στην εκζητούμενη δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή ούτε κατά τον Αλβανικό ΠΚ, αλλά ούτε κατά τον ημέτερο ΠΚ.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ως άνω εκζητούμενη-εκκαλούσα, Αλβανή υπήκοος, είναι διαζευγμένη μητέρα τεσσάρων ανηλίκων τέκνων, μαζί με τα οποία, από ετών, διαμένει και εργάζεται στην ……. Μετά την έκδοση της ανωτέρω σε βάρος της καταδικαστικής απόφασης και, αφότου αυτή κατέστη εκτελεστή, εκδόθηκε αίτημα ερυθράς αγγελίας της INTERPOL του αιτούντος κράτους, καθώς και διεθνές ένταλμα σύλληψης της ίδιας υπηρεσίας, κατόπιν των οποίων η εκκαλούσα-εκζητούμενη συνελήφθη στις 14-10-2022 από τις Ελληνικές αστυνομικές αρχές, με την υπ’αρ. πρωτ.1004-54/22 Ε από 14-10-2022 Εντολή προσωρινής σύλληψης της Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, η οποία με την υπ’ αρ. 58/17-10-2022 Διάταξή της επέβαλε στην εκζητούμενη τους περιοριστικούς όρους : α) της εμφάνισης κάθε 1η και 16η εκάστου μηνός το Τμήμα Ασφαλείας Τούμπας-Τριανδρίας Θεσσαλονίκης και β) της απαγόρευσης εξόδου της από τη χώρα. Η εκζητούμενη κατά την προσαγωγή της στην Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης και, αφού ενημερώθηκε για το αίτημα εκδόσεως, δήλωσε ότι τα στοιχεία της ως έχουν ανωτέρω και διαπιστώθηκε η ταυτοπροσωπεία της, δηλαδή ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο του οποίου ζητείται η έκδοση από το αιτούν κράτος, καθώς ότι δεν επιθυμεί να εκδοθεί στη Δημοκρατία της Αλβανίας. Με την εκκαλουμένη απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με την οποία τούτο γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσής της, διατάχθηκε η άρση των ανωτέρω επιβληθέντων στην εκκαλούσα περιοριστικών όρων και η σύλληψη και η προσωρινή κράτησή της, μέχρις ολοκληρώσεως της διαδικασίας εκδόσεως αυτής από την εκζητούσα Αρχή. Σημειωτέον ότι η εκκαλούσα επιβεβαίωσε τα στοιχεία της ταυτότητάς της και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.
Από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι η συλληφθείσα είναι το ίδιο πρόσωπο με την εκζητούμενη από το αιτούν κράτος, ενώ από τα παραπάνω δικαιολογητικά έγγραφα που συνοδεύουν την αίτηση προκύπτει ότι η πράξη για την οποία καταδικάστηκε η εκζητούμενη και η ποινή για την εκτέλεση της οποίας ζητείται η έκδοσή της, εμπίπτουν στις προϋποθέσεις του επιτρεπτού της έκδοσης, σύμφωνα με το άρθρο 12 της ΕΣΕ (διττό αξιόποινο/ ύψος επιβληθείσας ποινής/αμετάκλητη και εκτελεστή δικαστική απόφαση), ενώ δεν συντρέχει νόμιμος λόγος που εμποδίζει τη δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο.
Η εκκαλούσα – εκαζητούμενη με τον πρώτο λόγο έφεσης υποστηρίζει ότι καταδικάστηκε για το αδίκημα της απάτης, με την ως άνω υπ’ αρ. (80) -10/24-1-2020 απόφαση του Δικαστηρίου (Πρωτοδικείου) του Pogradec, άνευ νομίμου κλητεύσεώς της για να παραστεί στην δίκη, επικαλούμενη ότι δεν εφαρμόστηκαν οι αντίστοιχες διατάξεις του Αλβανικού δικονομικού δικαίου, και δη το άρ. 142 αυτού που ρυθμίζει την περίπτωση κλήτευσης κατηγορούμενου που βρίσκεται εκτός χώρας, βάσει του οποίου αυτή έπρεπε να αναζητηθεί από τις δικαστικές αρχές της Αλβανίας στην Ελλάδα, όπου διαμένει μόνιμα κατά τα τελευταία δέκα έτη. Περαιτέρω δε, με τον δεύτερο λόγο της έφεσης ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι ουδέποτε κλήθηκε να λάβει γνώση της ως άνω κατηγορίας και της δικασίμου για την εκδίκαση της υπόθεσης στο ως άνω Δικαστήριο, αποτελεί παράλειψη που προσβάλει τα υπερασπιστικά της δικαιώματα, που προβλέπονται στο άρ. 6 της Ε.Σ.Δ.Α., αφού δεν μπόρεσε να παραστεί και να προβάλει ενώπιον του ανωτέρω Αλβανικού Δικαστηρίου τους ισχυρισμούς της επί της ως άνω κατηγορίας.
Οι ανωτέρω ισχυρισμοί της εκκαλούσας είναι παραδεκτοί και νόμιμοι ως λόγοι εφέσεως και πρέπει να ερευνηθούν ως προς την βασιμότητά τους. Από την παραπάνω με αρ. (80) -10/24-1-2020 καταδικαστική απόφαση επιβεβαιώνεται ότι η κατηγορούμενη και ήδη εκκαλούσα- εκζητούμενη, κατά την εκδίκαση της υποθέσεώς της ήταν απούσα και δικάστηκε ερήμην. Ειδικότερα, στην 1η σελίδα της εν λόγω απόφασης, μετά την παράθεση των στοιχείων της ταυτότητας της κατηγορούμενης, γίνεται μνεία ότι αυτή «…είναι κάτοικος Δυρραχίου, και ότι σύμφωνα με το έγγραφο του αστυνομικού τμήματος Δυρραχίου έφυγε από τη χώρα με άγνωστη διεύθυνση, και ότι το δικαστήριο σε αναφορά του άρθρου 141,351 ΚΠΔ την κήρυξε ερήμην και διόρισε ως συνήγορό της τον Sokol Mihali». Περαιτέρω δε, όπως προκύπτει από το από 11-10-2019 απαντητικό έγγραφο του αστυνομικού τμήματος Δυρραχίου στην από 30-9-2019 πράξη ενημέρωσης της αρμόδιας δικαστή του Δικαστηρίου της Δικαστικής Περιφέρειας Pogradec, τα οποία έγγραφα προσκομίζει σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα και επικαλείται η εκκαλούσα, προκύπτει ότι από την έρευνα του αστυνομικού υπαλλήλου του Α.Τ. Δυρραχίου Α. Γ. έχει γίνει εξακρίβωση της εκζητούμενης, ήτοι της υπηκόου M. (όν.) G. (επ.), αλλά δεν έχει πραγματοποιηθεί η ενημέρωσή της, και ότι αυτή η υπήκοος ζει με την οικογένειά της στην Ελλάδα. Συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου δεν βεβαιώνεται ότι η κατηγορούμενη κλητεύθηκε, με κάποιο προβλεπόμενο νόμιμο τρόπο (όπως αποδεικτικό επιδόσεως κλήσεως στον ίδιο ή σε άλλο πρόσωπο, μέλος της οικογένειάς του, ή σύνοικο κ.λπ. ή δια θυροκολλήσεως στην κατοικία του στο …, ή δια επιδόσεως στην Εισαγγελία της αντίστοιχης δικαστικής περιφέρειας) για να παραστεί στη δικάσιμο της 24-1-2020, κατά την οποία εκδικάστηκε η υπόθεσή της, ενώ ούτε και στα άλλα συνυποβληθέντα με την αίτηση έκδοσης έγγραφα, γίνεται κάποια σχετική μνεία περί κλητεύσεώς της.
Η παράλειψη κλητεύσεως της κατηγορούμενης στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, συνιστά παραβίαση του δικαιώματός της για εμφάνιση και προφορική ακρόαση, που αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του δικαιώματός της σε δίκαιη δίκη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις. Η τοιαύτη δε παράλειψη δεν αναπληρώνεται με την παράσταση στη δίκη ως συνηγόρου υπεράσπισης της κατηγορούμενης, του προαναφερόμενου δικηγόρου, τον οποίο, εν αγνοία της, διόρισε αυτεπαγγέλτως το ως άνω Αλβανικό Δικαστήριο. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας περί μη κλητεύσεώς της στη δίκη, κατά την οποία καταδικάστηκε ερήμην, αποδεικνύεται βάσιμος.
Συνεπώς, συντρέχει λόγος απαγόρευσης της έκδοσης της εκκαλούσας ,κατ’ άρθρο 438 περ. η’ του ΚΠΔ σε συνδυασμό με άρθρο 450 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε κατά τρόπο διαφορετικό και γνωμοδότησε υπέρ της εκτέλεσης της ένδικης καταδικαστικής απόφασης και έκδοσης της εκζητούμενης στις Δικαστικές Αρχές της Δημοκρατίας της Αλβανίας, προκειμένου να εκτίσει ποινή φυλάκισης επτά (7) ετών για την αξιόποινη πράξη της «απάτης», όπως προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 143/3 του Αλβανικού Ποινικού Κώδικα, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 438 περ. η’ και 450 παρ. 3 του ΚΠΔ. Επομένως, κατά παραδοχή ως βασίμων των σχετικών πρώτου και δεύτερου λόγων της υπό κρίση εφέσεως, παρελκούσης της έρευνας του τρίτου λόγου της, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, και να γνωμοδοτήσει το παρόν Δικαστήριο κατά της έκδοσης της εκζητούμενης σε εκτέλεση της ανωτέρω υπ’ αρ. (80)-10 από 24/1/2020 ερήμην απόφασης του Δικαστηρίου (Πρωτοδικείου) της Δικαστικής Επαρχίας του Pogradec. Τέλος, να διαταχθεί η άρση της διάταξης περί σύλληψης και κράτησής της, εφόσον δεν κρατείται για άλλη αιτία.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ