Ανάγνωση ενόρκων καταθέσεων απολειπομένων μαρτύρων. Επίσης η ανάγνωση στο ακροατήριο ένορκων καταθέσεων απολειπόμενων μαρτύρων, οι οποίες δόθηκαν στην προδικασία, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ’ ΚΠΔ και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 α’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ’ της ΕΣΔΑ και το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. ε’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, να θέτει ερωτήματα στους μάρτυρες, και συνακόλουθα η υποχρέωση τήρησης της δικαιότητας της διαδικασίας καθώς και η υποχρέωση τήρησης της αρχής της προφορικότητας. Δεν δημιουργείται όμως ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 363 ΚΠοινΔ, όταν το Δικαστήριο λάβει υπόψη κατάθεση μάρτυρα που δόθηκε στην προδικασία και αναγνώστηκε στο ακροατήριο, αν συναινεί ο κατηγορούμενος ή αν κρίνεται αιτιολογημένα ότι είναι αδύνατη η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, μη ανεύρεσής του λόγω αδυναμίας εντοπισμού της διεύθυνσης κατοικίας του ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος. ΑΠ 1274/2022
Κατά το άρθρο 363 ΚΠΔ “1. Στις περιπτώσεις που κρίνεται αιτιολογημένα ότι είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, μη ανεύρεσής του λόγω αδυναμίας εντοπισμού της διεύθυνσης κατοικίας του ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση ή αυτεπαγγέλτως, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία, εκτός αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 354. Η ανάγνωση της ένορκης κατάθεσης της προδικασίας χωρίς τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. 2. Σε περιπτώσεις που η εμφάνιση του απόντος μάρτυρα στο ακροατήριο είναι εφικτή, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία διαβάζεται στο ακροατήριο μόνον εφόσον συναινεί ρητώς ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος που τον εκπροσωπεί, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά”. Η, κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων, ανάγνωση στο ακροατήριο ένορκων καταθέσεων απολειπόμενων μαρτύρων, οι οποίες δόθηκαν στην προδικασία, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ’ ΚΠΔ και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 α’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ’ της ΕΣΔΑ και το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. ε’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Ν 2462/1997), να θέτει ερωτήματα στους μάρτυρες, καθώς και η αρχή της προφορικότητας (βλ. αιτιολογική έκθεση). Προβολή αντιρρήσεων από τον κατηγορούμενο – στην απόφαση δεν διαλαμβάνεται κρίση του Δικαστηρίου και μάλιστα αιτιολογημένη για το ανέφικτο της εμφάνισης των ως άνω μαρτύρων (363 παρ. 1, 502 παρ. 1 εδ. γ’ ΚΠΔ) ούτε, σε κάθε περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, διατυπώθηκε ρητή συναίνεση του 1ου κατηγορούμενου για την ανάγνωση των εν λόγω προανακριτικών καταθέσεων (363 παρ. 2 ΚΠΔ) αλλά αντίθετα προβλήθηκε στο ακροατήριο ρητή αντίρρηση από τον συνήγορό του για την ανάγνωσή τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (171 παρ. 1 δ’ ΚΠΔ) και είναι βάσιμος ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 α’ λόγος αναίρεσης. ΑΠ 1107/2021
Κατά τη διάταξη του άρθρου 365 παρ. 1 εδ. 1 του ΚΠΔ, όπως αυτός ίσχυε πριν την ισχύ από 1.7.2019 του νέου ΚΠΔ, (Ν 4620/2019): «Στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο, εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεσή του, που δόθηκε στην προδικασία, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία». Από τη διάταξη αυτή καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ΄ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η ανάγνωση προανακριτικών ή ανακριτικών καταθέσεων μαρτύρων που απολείπονται, χωρίς να βεβαιώνεται η αδυναμία εμφανίσεώς στο ακροατήριο των μαρτύρων αυτών και η λήψη υπόψη αυτών από το δικαστήριο της ουσίας, για τον σχηματισμό της κρίσεώς του, σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν προκαλεί ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. α΄ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, αν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του δεν είχαν αντιλέξει στην ανάγνωση των καταθέσεων αυτών, δεδομένου ότι έτσι δεν παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ΄ της ΕΣΔΑ, και το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. ε΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Ν 2462/1997), να θέτει ερωτήματα στους μάρτυρες, αφού διατηρείται, πάντως, το, από το άρθρο 358 του ΚΠΔ, δικαίωμα του κατηγορουμένου να κάνει παρατηρήσεις επί των εν λόγω καταθέσεων που αναγνώσθηκαν. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή του άρθρου 6 παρ. 3 στοιχ. δ΄ της ΕΣΔΑ παραβιάζεται, επερχόμενης εντεύθεν απόλυτης ακυρότητας κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ΄ του ΚΠΔ, αν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του είχαν αντιλέξει στην ανάγνωση των καταθέσεων των απολειπομένων μαρτύρων που λήφθηκαν κατά την προδικασία, και το δικαστήριο, παρά ταύτα, απορρίπτοντας το αίτημα, για τη μη ανάγνωση των εν λόγω καταθέσεων, προέβη στην ανάγνωση αυτών, οπότε ιδρύεται ο, από το άνω άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως (ΑΠ 508/2018, ΑΠ 1265/2015). Εξ άλλου με την ήδη ισχύουσα από 1.7.2019, νέα διάταξη του άρθ. 363 ΚΠΔ, (Ν 4620/2019) που εφαρμόζεται κατ’ άρθ. 590 παρ. 1 νέου Κ.Π.Δ., σε εκκρεμείς υποθέσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιοδήποτε βαθμό, ορίζεται ότι: «1. Στις περιπτώσεις που κρίνεται αιτιολογημένα ότι είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, μη ανεύρεσής του λόγω αδυναμίας εντοπισμού της διεύθυνσης κατοικίας του ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση ή αυτεπαγγέλτως, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία, εκτός αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 354. Η ανάγνωση της ένορκης κατάθεσης της προδικασίας χωρίς τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. 2. Σε περιπτώσεις που η εμφάνιση του απόντος μάρτυρα στο ακροατήριο είναι εφικτή, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία διαβάζεται στο ακροατήριο μόνον εφόσον συναινεί ρητώς ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος που τον εκπροσωπεί, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά». Η νεότερη αυτή διάταξη δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά από την προϊσχύσασα του άρθρου 365 παλαιού ΚΠΔ, εκτός του ότι με την προσθήκη της παρ. 2 του άρθ. 363 του νέου ΚΠΔ, η ανάγνωση ένορκης προδικαστικής κατάθεσης απόντος -πλην όμως δυναμένου να εμφανισθεί στο ακροατήριο- μάρτυρα εξαρτάται πλέον από τη ρητή συναίνεση του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου που τον εκπροσωπεί. Η αξίωση αυτή μάλιστα, δεν απορρέει μόνον από την υποχρέωση τήρησης της δικαιότητας της διαδικασίας, αλλά και από την υποχρέωση τήρησης της αρχής της προφορικότητας (βλ. αιτιολογική έκθεση του ΣχΚΠΔ). ΑΠ 375/2021 όμοιες και οι ΑΠ 1042/2022, ΑΠ 1073/2021
Ανάγνωση ένορκης κατάθεσης μάρτυρα που εξετάσθηκε και στο ακροατήριο. Η παραβίαση του άρθρου 357 παρ. 4 ΚΠΔ, κατά την οποία, όταν ένας μάρτυρας εξετάζεται στο ακροατήριο, δεν διαβάζεται η κατάθεσή του που είχε δοθεί στην προδικασία, αλλά επιτρέπεται μόνο η ανάγνωση περικοπών της κατάθεσης για να υποβοηθήσει την μνήμη του μάρτυρα ή να επισημανθούν αντιφάσεις του, δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας, ούτε περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171 παρ. 1 ΚΠΔ, ώστε να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. α’ προβλεπόμενος αναιρετικός λόγος (ΑΠ 2234/2007). Επομένως, ο από το τελευταίο άρθρο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας ενώπιον του ακροατηρίου διότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο του Εφετείου ολόκληρες οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, Ε. Π., Γ. Γ. και Ν. Χ., πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι, ενόψει της αυτοπρόσωπης παρουσίας των ως άνω μαρτύρων, διαφυλάχθηκε το δικαίωμα του αναιρεσείοντος να ελέγξει την αξιοπιστία τους, και ως εκ τούτου αποκλείεται η με οποιοδήποτε τρόπο πρόκληση βλάβης στα έννομα συμφέροντα του αναιρεσείοντος κατά τη διεξαγωγή της δίκης. ΑΠ 37/2022
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 362 και 367 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, επιφέρει, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ίδιου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. α’ του Κ.Π.Δ., διότι στερείται, έτσι, ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 του Κ.Π.Δ.), εκτός αν τα έγγραφα αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενο τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Στα πρακτικά της απόφασης δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, ούτε ο συντάκτης αυτού ούτε και ο χρόνος σύνταξής του, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα από τα οποία προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώστηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενο του. Διαφορετικά, αν, δηλαδή, δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, υπάρχει η ίδια ως άνω ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι, κατά το στάδιο ανάγνωσης των εγγράφων, αναγνώστηκαν από το Δικαστήριο της ουσίας, μεταξύ άλλων, και τα έγγραφα, τα οποία τιτλοφορούνται ως έξι (6) εκθέσεις ένορκης εξέτασης μάρτυρα, τα οποία, σημειωτέο είχαν αναγνωστεί και κατά την αποδεικτική διαδικασία του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. υπ’ αριθμ. 154/2019 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Γρεβενών), για τα οποία υπάρχει η αιτίαση ότι περιγράφονται αορίστως χωρίς να προκύπτει με βεβαιότητα η ταυτότητά τους, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διαπιστωθεί σε ποια ακριβώς έγγραφα στηρίχθηκε η καταδικαστική κρίση του Δικαστηρίου και, επομένως, αμφισβητείται εάν αυτά αφορούσαν την εκδικασθείσα υπόθεση. Με την ανωτέρω αναφορά των εγγράφων αυτών, επαρκώς προσδιορίστηκε η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού τα έγγραφα αυτά πέραν του τίτλου προσδιορισμού τους και της αναφοράς ότι αναγνώστηκαν και κατά την πρωτόδικη διαδικασία και. επομένως, ήταν γνωστά στην υπεράσπιση του αναιρεσείοντος, γεγονός που προκύπτει και από τη μη αμφισβητούμενη ανάγνωση του περιεχομένου τους στο ακροατήριο, για την οποία δεν προβλήθηκε αντίρρηση από τον παριστάμενο συνήγορο του αναιρεσείοντος, οπότε η υπεράσπιση είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης, με συνέπεια να μην ανακύπτει αβεβαιότητα ως προς την ανάγνωση και την ταυτότητα των εγγράφων αυτών. Εξάλλου, από την παραδεκτή επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου των εγγράφων αυτών, προκύπτει, ότι αυτά αποτελούν τις προανακριτικές καταθέσεις των ιδίων μαρτύρων που κλητεύθηκαν και κατέθεσαν στο ακροατήριο για την διερεύνηση της υπόθεσης και, επομένως, η αιτίαση ότι τα έγγραφα αυτά ήταν άσχετα με την εκδικαζόμενη υπόθεση, είναι αβάσιμη. Κατόπιν αυτών, δεν εθίγησαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του αναιρεσείοντος και ο υποστηρίζων τα αντίθετα πρώτος λόγος της υπό κρίση αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. α’ του Κ.ΠΑ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα των εγγράφων, τα οποία αναγνώστηκαν κατά την αποδεικτική διαδικασία του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν όλων των παραπάνω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, η υπό κρίση δήλωση αναίρεσης του αναιρεσείοντα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος του τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ.1 Κ.Π.Δ.) ΑΠ 529/2022
Ανάγνωση ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον συμβολαιογράφου. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. α’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η έλλειψη ακροάσεως κατά το 171 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά το 171 παρ. 2 ΚΠΔ στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος κατά το άρθρο 362 παρ. 1 του ίδιου κώδικα υποβάλλει αίτημα αναγνώσεως εγγράφου που υπάρχει στο φάκελο της δικογραφίας ή που υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Η παραδοχή ή μη τέτοιου αιτήματος του κατηγορουμένου απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο όμως οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό αιτιολογώντας την απόφασή του, άλλως αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει όμως η από το άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ και 510 παρ. 1 στοιχ. α’ του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του και επί πλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής τούτου από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή τους σε ολόκληρο το δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο υπό τούτου της προσφυγής ή παράλειψη του δικαστηρίου να αποφανθεί. Ως έγγραφο που περιέχει την εκτός δίκης μαρτυρία τρίτου θεωρείται και η ένορκη βεβαίωση τούτου, η οποία δίδεται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου κατά τις προβλέπουσες αυτήν διατάξεις. Γι’ αυτό άλλωστε και οι ένορκες βεβαιώσεις διαβάζονται στο ακροατήριο κατά το άρθρο 362 ΚΠΔ ως “υπόλοιπα” (λοιπά) έγγραφα και όχι ως ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατά το άρθρο 363 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 451/2016, ΑΠ 1349/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατ’ άρ. 510 παρ.1 στοιχ. α’ ΚΠΔ σε συνδ. με άρ. 171 παρ. 2 και 362 του ιδίου κώδικα, λόγω έλλειψης ακρόασης, με την αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε το δια του συνηγόρου του υποβληθέν αίτημα αναγνώσεως προσκομισθέντος εγγράφου, ήτοι της από 6/10/2021 ένορκης βεβαίωσης μάρτυρος, της οποίας το περιεχόμενο δεν προκύπτει από κανένα άλλο έγγραφο. Από τα πρακτικά της δίκης (σελ. 158, 159), επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία δεν προσβάλλονται για πλαστότητα και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την εξέταση της βασιμότητας ή μη του ως άνω προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, δια του συνηγόρου του, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, και δη μετά την ανάγνωση των αναγνωστέων εγγράφων της δικογραφίας και των εγγράφων που προσκόμισαν οι παριστάμενοι προς υποστήριξη της κατηγορίας, υπέβαλε αίτημα ανάγνωσης της από 6-10-2021 ένορκης κατάθεσης της Ν. Ε.-Κ. ενώπιον συμβολαιογράφου. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο του δικαστηρίου της ουσίας, πρότεινε την ανάγνωση της παραπάνω ένορκης βεβαίωσης. Η πληρεξούσια, όμως, δικηγόρος των προαναφερθέντων υποστηριζόντων την κατηγορία, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο του δικαστηρίου, πρόβαλε αντιρρήσεις για την ανάγνωσή της. Το δικαστήριο της ουσίας με την υπ’ αρ. 3883/2021 παρεμπίπτουσα απόφασή του απέρριψε το αναγόμενο στην κυριαρχική του κρίση ως άνω υποβληθέν αίτημα του αναιρεσείοντος – κατηγορούμενου με την ακόλουθη αιτιολογία, η οποία έχει ως εξής: “Μία από τις βασικές αρχές της ποινικής δίκης είναι η αμεσότης αυτής, δηλ. η κατάθεση των μαρτύρων και των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, και όχι η εισφορά των καταθέσεών τους με άλλο τρόπο, π.χ. με ένορκη βεβαίωση ή ένορκη κατάθεση ενώπιον συμβολαιογράφου. Ο συνήγορος υπεράσπισης ζήτησε να αναγνωσθεί στο ακροατήριο η από 6-10-2021 ένορκη κατάθεση της Ν. Ε.-Κ. που εδόθη ενώπιον συμβολαιογράφου. Το αίτημα πρέπει να απορριφθεί, διότι ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να την προτείνει, χωρίς μάλιστα, να τη γνωστοποιήσει προηγουμένως (άρθρο 326 παρ.3 ΚΠΔ), κατά την έναρξη της διαδικασίας ως μάρτυρα υπεράσπισης, πράγμα που δεν έπραξε. Η υποκατάσταση της ζωντανής μαρτυρικής καταθέσεως δια γραπτού κειμένου, προετοιμασμένου εκ των προτέρων, είναι ανεπίτρεπτη”. Περαιτέρω, από τα ίδια πρακτικά συνεδρίασης του δικάσαντος δικαστηρίου προκύπτει ότι το περιεχόμενο της προσκομισθείσας από τον κατηγορούμενο ένορκης κατάθεσης της Ν. Ε.-Κ., της οποίας η ανάγνωση δεν επιτράπηκε δυνάμει της ανωτέρω παρεμπίπτουσας απόφασής του, προέκυπτε επαρκώς από άλλα αποδεικτικά μέσα που αυτό έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης επί της ένδικης υπόθεσης, και δη από τις καταθέσεις των μαρτύρων-υποστηριζόντων την κατηγορία Μ. Γ. και Ν. Π., που εξετάστηκαν ενώπιον του ανωμοτί, από την αναγνωσθείσα από 30-4-2014 χειρόγραφη σελίδα του μαιευτηρίου “…”, από την ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρος υπεράσπισης Χ. Κ., καθώς και από την απολογία του κατηγορούμενου και νυν αναιρεσείοντος. Ακολούθως δε , από τις παραδοχές του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης (σελ. 226) προκύπτει ότι το περιεχόμενο της επίμαχης ένορκης βεβαίωσης, που προέκυψε από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε από το δικαστήριο της ουσίας μαζί με όλα τα υπόλοιπα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα κατά το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, αφού γίνεται ρητή αναφορά στο ότι “…Το πρωί της Τετάρτης, 30ης Απριλίου 2014, ο κατηγορούμενος, μαιευτήρ – γυναικολόγος, την επισκέφθηκε περί ώρα 08.50′, της έσπασε τα νερά και αμέσως έφυγε από το δωμάτιο όπου βρισκόταν η επίτοκος, για να μεταβεί σε μία άλλη πελάτισσά του, την κυρία Ν. Ε. του Β., γεννηθείσα στις 14/03/1985, για να κάνει σε αυτήν έλεγχο μήτρας (γυναικολογικό), ως αναγράφεται στην αναγνωσθείσα, με ημερομηνία συντάξεως 30-4-14, μία σελίδα του μαιευτηρίου …, όπου χειρόγραφα και βιαστικά έχουν συμπληρωθεί τα προτυπωμένα στοιχεία που απαιτούνται….”. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον το Δικαστήριο αποφάνθηκε και μάλιστα με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επί του αιτήματος του κατηγορούμενου για ανάγνωση της επίμαχης ένορκης βεβαίωσης, δεν συντρέχει περίπτωση παραβίασης των υπερασπιστικών εκφάνσεων του δικαιώματος ακρόασης του κατηγορούμενου που ρητά παρέχεται από το νόμο. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. α’ του ΚΠΔ μοναδικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω έλλειψης ακρόασης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. ΑΠ 1661/2022
Νομολογία ευρωπαϊκών δικαστηρίων για το θέμα των ενόρκων καταθέσεων. Για το ζήτημα των ενόρκων καταθέσεων και την ανάγνωση αυτών έχουν εκδοθεί δύο σημαντικές αποφάσεις
- (ΕΔΔΑ της 5.11.2020, Παναγής κατά Ελλάδας, Προσφυγή 72165/13) Παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3δ της Σύμβασης λόγω του ότι ο προσφεύγων δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να εξετάσει τους δύο μάρτυρες κατηγορίας, που κατέθεσαν στο προδικαστικό στάδιο και λόγω της άρνησης του Εφετείου να λάβει υπόψη την ενώπιον συμβολαιογράφου στη Ρουμανία ένορκη βεβαίωση ενός εκ των μαρτύρων αυτών, ο οποίος ανακάλεσε την αρχική του κατάθεση. (κατωτέρω ορισμένες από τις σκέψεις της αποφάσεως του ΕΔΔΑ)
Ο προσφεύγων, Αθανάσιος Παναγής, είναι Έλληνας υπήκοος. Μεταξύ 1999 και 2004 ήταν υπάλληλος στο Δημαρχείο Λουτρακίου. Τα καθήκοντά του ήταν να βοηθά τους αλλοδαπούς να αποκτήσουν προσωρινή άδεια εξάμηνης διαμονής που θα τους επέτρεπε να εργασθούν εν Ελλάδι. Μετά την αποχώρηση του από το Δημαρχείο τα καθήκοντά του ανατέθηκαν σε άλλους τρεις δημοτικούς υπαλλήλους. Λόγω της έλλειψης εμπειρίας τους, ο προσφεύγων πήγαινε ωστόσο κάποιες φορές στο Δημαρχείο για να τους βοηθήσει. Μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2004, ο προσφεύγων γνώρισε ένα ρουμάνο υπήκοο, τον P.L., ο οποίος του ζήτησε να τον βοηθήσει να ανανεώσει την άδεια παραμονής του που είχε λήξει το 2004. Έτσι, σε απροσδιόριστη ημερομηνία, μεταξύ τέλους Σεπτεμβρίου και 19 Οκτωβρίου 2004, ο προσφεύγων πήγε στο Δημαρχείο, πήρε μια βεβαίωση, τη συμπλήρωσε ο ίδιος, έβαλε την υπογραφή του P.L., την προώθησε στο πρωτόκολλο και, μετά το πέρας της σχετικής διαδικασίας, προσκόμισε στον P.L. τη βεβαίωση αντί ποσού 500 ευρώ. Ο προσφεύγων παραπέμφθηκε να δικασθεί στο Πλημμελειοδικείο Κορίνθου με τις κατηγορίες της πλαστογραφίας και χρήσης πλαστού εγγράφου. Στη δίκη κλήθηκαν πέντε μάρτυρες κατηγορίας (: οι Π.Λ., Π.Σ., Κ.Μ., Ν.Ρ και Α.Γ.) και ένας μάρτυρας υπεράσπισης (: ο Π.Π.). Οι μάρτυρες κατηγορίας Π.Λ. και Π.Σ. δεν εμφανίσθηκαν, χωρίς καμία δικαιολογία προς τούτο. Το δικαστήριο ανέγνωσε, κατά την ακροαματική διαδικασία, πολλά έγγραφα μεταξύ των οποίων, μια κατάθεση του Π.Λ. και τις καταθέσεις του Π.Σ. ενώπιον των ανακριτικών αρχών. Με την υπ’ αριθμόν 1382/2011 απόφασή του, το Πλημμελειοδικείο Κορίνθου καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε οχτώ μήνες φυλάκιση. Στην κατ’ έφεση δίκη του, ο προσφεύγων έθεσε, ενώπιον του Εφετείου Ναυπλίου, ζήτημα παραβίασης του άρθρου 6 § 3δ της Σύμβασης, επικαλούμενος προς τούτο τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, διότι δεν είχε, σε κανένα στάδιο της ποινικής διαδικασίας, την ευκαιρία να εξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας Π.Λ. και Π.Σ. και δεν προέκυπτε ότι οι αρχές έπραξαν ότι ήταν αναγκαίο προς τούτο. Έχοντας επισημάνει τις αντιθέσεις στις καταθέσεις των Π.Λ. και Π.Σ., ο προσφεύγων κάλεσε το εφετείο να αναγνώσει και να λάβει υπόψη την δοθείσα ενώπιον συμβολαιογράφου στη Ρουμανία και μεταφρασμένη στα ελληνικά ένορκη βεβαίωση του Π.Σ., με την οποία αυτός ανακαλούσε την πρότερη κατάθεσή του και βεβαίωνε όσα είχε δηλώσει αρχικά: δηλαδή, ότι ο προσφεύγων δεν είχε την παραμικρή ανάμειξη στην πλαστογραφία. Όσον αφορά τους λοιπούς μάρτυρες κατηγορίας, ο Κ.Μ. δήλωσε ότι δεν ήξερε αν ο προσφεύγων είχε διαπράξει την αξιόποινη πράξη που του αποδιδόταν, ο Ν.Ρ ότι τίποτα δεν ήταν βέβαιο και ο Π.Π. ότι και οποιοσδήποτε άλλος θα μπορούσε να έχει τελέσει την αξιόποινη πράξη. Το ΤριμΕφΠλημ αρνήθηκε να λάβει υπόψη την ενώπιον συμβολαιογράφου στη Ρουμανία δοθείσα ένορκη κατάθεση ενός εκ των μαρτύρων αυτών, με την οποία ανακαλούσε την αρχική του κατάθεση εναντίον του.
Έχοντας συνοψίσει την πάγια επί του θέματος νομολογία του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σημείωσε, καταρχάς, στην απόφασή του, ότι, για να καταδικασθεί ο κατηγορούμενος, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει, κατ’ αρχήν, να έχουν συζητηθεί ενώπιον της υπεράσπισης: η υπεράσπιση, δηλαδή, πρέπει να έχει την ευκαιρία να εξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας είτε τη στιγμή της κατάθεσής τους είτε αργότερα. Η αποδοχή, ως αποδεικτικού μέσου, της κατάθεσης μάρτυρα που η υπεράσπιση δεν είχε την ευκαιρία να εξετάσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν επιφέρει μεν αυτομάτως παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης, λαμβάνεται όμως υπόψη κατά τη συνολική θεώρηση του δίκαιου χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας. Για να αποφανθεί, το Δικαστήριο, αν έγινε σεβαστό το άρθρο 6 παρ. 1 και 3δ της Σύμβασης στην περίπτωση του μάρτυρα εκείνου ο οποίος δεν εμφανίσθηκε σε κανένα στάδιο της κύριας διαδικασίας εξετάζει: (α) αν υφίστατο, στην υπό κρίση περίπτωση, σοβαρός λόγος που να δικαιολογεί τη μη εμφάνιση του μάρτυρα και την αξιοποίηση της κατάθεσής του ως αποδεικτικού μέσου (β) αν η κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα ήταν το μοναδικό ή το αποφασιστικό αποδεικτικό μέσο της ενοχής του κατηγορουμένου και (γ) αν υφίστατο αντισταθμιστικά στοιχεία και ιδίως επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις που να είναι σε θέση να αντισταθμίσουν τη βλάβη την οποία υφίσταται η υπεράσπιση (: εκ της αποδοχής της εν λόγω κατάθεσης ως αποδεικτικού μέσου) και να διασφαλίσουν τη δικαιότητα της διαδικασίας, συνολικά θεωρούμενης.
Πάντα σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η απουσία σοβαρού λόγου που να δικαιολογεί τη μη εμφάνιση του μάρτυρα, δεν καθιστά τη διαδικασία μη δίκαιη, λαμβάνεται όμως υπόψη όσον αφορά το συνολικά δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας, ούσα αποφασιστικής σημασίας όσον αφορά το σεβασμό του άρθρου 6 §§ 1 και 3δ της Σύμβασης. Η δε ύπαρξη αντισταθμιστικών στοιχείων δεν ελέγχεται μόνο στις περιπτώσεις που η κατάθεση του μη εμφανισθέντος μάρτυρα ήταν το μοναδικό ή αποφασιστικό αποδεικτικό μέσο σε βάρος του κατηγορουμένου αλλά σε κάθε περίπτωση που, λόγω της όποιας βαρύτητάς της, η αποδοχή της εν λόγω κατάθεσης ως αποδεικτικού μέσου θα μπορούσε να έχει φέρει την υπεράσπιση σε δυσχερέστερη θέση: η βαρύτητα (σημασία) της εν λόγω κατάθεσης είναι αυτή που ορίζει τα αναγκαία για τη δικαιότητα της διαδικασίας αντισταθμιστικά στοιχεία. Κατά κανόνα τα ανωτέρω (υπό α, β και γ) στοιχεία εξετάζονται με την ως άνω σειρά. Μπορεί όμως να εξετασθούν και με άλλη σειρά όταν ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας άπτεται, ιδίως, ενός εξ αυτών. Εξυπακούεται, τέλος, ότι όσο μεγαλύτερη βαρύτητα (σημασία) έχει η κατάθεση του μάρτυρα που δεν εμφανίσθηκε, τόσο πιο ισχυρά πρέπει να είναι τα συμβατικά απαιτούμενα αντισταθμιστικά στοιχεία (εγγυήσεις) ώστε, συνολικά θεωρούμενη, η ποινική διαδικασία να κριθεί ως δίκαιη.
Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν είναι να αντικαταστήσει τον εθνικό δικαστή όσον αφορά το αν είναι αναγκαίο ή σκόπιμο να εξετασθεί ένας μάρτυρας. Εν προκειμένω, τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι η εξέταση των περί ου ο λόγος δύο μαρτύρων, δηλαδή του Π.Λ. και του Π.Σ., δεν ήταν αναγκαία για την αναζήτηση της αλήθειας στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας
Οι καταθέσεις των περί ων ο λόγος μαρτύρων ήταν το μοναδικό ή αποφασιστικό αποδεικτικό στοιχείο της ενοχής;
Παρότι τα εθνικά δικαστήρια ανέφεραν στις αποφάσεις τους ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, δεν τίθεται εν αμφιβόλω ότι οι καταθέσεις των Π.Λ. και Π.Σ. έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καταδίκη του προσφεύγοντος. Οι εν λόγω δύο (μη εμφανισθέντες) μάρτυρες ήταν οι μόνοι που αναγνώρισαν τον προσφεύγοντα ως δράστη του αδικήματος. Εκ των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας, ο K.M., κατέθεσε ότι δεν γνώριζε αν ο προσφεύγων είχε διαπράξει το αδίκημα, ο Α.Γ., δεν ήταν σίγουρος για τίποτα και ο Π.Π. ότι το αδίκημα θα μπορούσε να έχει διαπραχθεί από οποιονδήποτε. Το μόνο που κατέθεσαν οι εν λόγω μάρτυρες σε βάρος του προσφεύγοντος ήταν ότι κατά καιρούς ήταν παρών στις εγκαταστάσεις του δημαρχείου. Ούτε τα δικαστήρια ούτε το καθ’ου η προσφυγή Κράτος ανέφερε αν ένα ή περισσότερα από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία ήταν αποφασιστική σημασίας επί του ζητήματος της ενοχής του προσφεύγοντος.
Αξιολόγηση της δικαιότητας της διαδικασίας στο σύνολό της
Εν όψει των ανωτέρω και ιδίως της απουσίας εν προκειμένω αντισταθμιστικών στοιχείων, έχοντας δεχθεί ως καθοριστικής σημασίας τις ληφθείσες κατά την προδικασία και αναγνωσθείσες στην κατ’ έφεση δίκη καταθέσεις των Π.Λ. και Π.Σ., ελλείψει αποδείξεων που να επιβεβαιώνουν τις καταθέσεις αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι, συνολικά θεωρούμενη, η δικαιότητα της διαδικασίας μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω και συγκεκριμένα ότι τα υπερασπιστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος περιορίσθηκαν με τρόπο που δεν συνάδει με τις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης. Διαπιστώθηκε, έτσι, ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 6 §§ 1 και 3δ της Σύμβασης. Έχοντας απορρίψει την επίσης επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 6 § 1, δεν παρέλειψε δε να επιδικάσει στον προσφεύγοντα 2.000 ευρώ ως δίκαιη ικανοποίηση της βλάβης που υπέστη εκ της παραβίασης του άρθρου 6 §§ 1 και 3δ της Σύμβασης.
- 2. ΔΕΕ C-348/21, της 8.12.2022, HYA, IP, DD, ZI, SS, παρισταμένης της: Spetsializirana prokuratura (κατωτέρω ορισμένες από τις σκέψεις της αποφάσεως του ΔΕΕ)
Προδικαστική παραπομπή. Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις. Οδηγία (ΕΕ) 2016/343. Ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Άρθρο 8 § 1. Δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του. Άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο και άρθρο 48 § 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και δικαιώματα υπεράσπισης. Εξέταση μαρτύρων κατηγορίας εν τη απουσία του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας. Αδυναμία εξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει σε ποινικό δικαστήριο να στηρίξει την απόφασή του στην προγενέστερη κατάθεση των εν λόγω μαρτύρων.
Κατά την ακροαματική διαδικασία που διεξήχθη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου στις 9 Απριλίου 2021, η εισαγγελία ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 281, παράγραφος 1, του NPK, να αναγνωστούν οι καταθέσεις των μαρτύρων που είχαν δοθεί κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας, προκειμένου οι καταθέσεις αυτές να αποτελέσουν μέρος του αποδεικτικού υλικού βάσει του οποίου το εν λόγω δικαστήριο επρόκειτο να αποφανθεί επί της ουσίας.
Το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει ως προς το κατά πόσον η εφαρμογή της εν λόγω εθνικής διατάξεως υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης και διερωτάται αν υποχρεούται να την αφήσει ανεφάρμοστη στην υπόθεση της κύριας δίκης.
Συναφώς, επισημαίνει ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων αποτελούν καθοριστικό στοιχείο για την κρίση επί της ενοχής των κατηγορουμένων και ότι η απόφασή του θα εξαρτηθεί, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από το αν και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, σε ποιο βαθμό μπορεί να στηριχθεί στις πληροφορίες που περιέχουν οι καταθέσεις αυτές.
Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι σκοπός της εν λόγω εθνικής διατάξεως είναι να αποτρέψει τον κίνδυνο να αποβεί αδύνατη η εξέταση μάρτυρα κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας, προβλέποντας ότι ο μάρτυρας αυτός μπορεί να εξεταστεί ενώπιον δικαστή κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας. Ο ρόλος του τελευταίου, ο οποίος δεν έχει στη διάθεσή του τη δικογραφία, συνίσταται, μεταξύ άλλων, στο να διασφαλιστεί η τυπική νομιμότητα της εξέτασης. Στην περίπτωση αυτή, όταν έχουν ήδη απαγγελθεί κατηγορίες εις βάρος υπόπτου, αυτός ενημερώνεται για την εξέταση του μάρτυρα και του παρέχεται η δυνατότητα να παραστεί σε αυτήν.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:
«Συνάδει προς τα άρθρα 8 § 1 και 6 § 1, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 33 και 34 της οδηγίας 2016/343, καθώς και με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να παρίσταται στη δίκη του γίνεται σεβαστό και ότι η εισαγγελική αρχή ανταποκρίνεται δεόντως στο βάρος της να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου όταν, κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας, περιλαμβάνονται στη δικογραφία οι καταθέσεις των μαρτύρων που δεν είναι δυνατό να εξετασθούν για αντικειμενικούς λόγους, οι οποίες είχαν δοθεί κατά στάδιο της ποινικής προδικασίας, ενώ οι μάρτυρες αυτοί εξετάστηκαν μόνον από την αρμόδια για την ποινική δίωξη αρχή και χωρίς τη συμμετοχή συνηγόρου υπερασπίσεως, αλλά ενώπιον δικαστή, και η αρμόδια για την ποινική δίωξη αρχή μπορούσε να παράσχει στον συνήγορο υπερασπίσεως τη δυνατότητα συμμετοχής στην εν λόγω εξέταση κατά το στάδιο της προδικασίας, παρέλειψε όμως να το πράξει;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 52 § 3 του Χάρτη, στο βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση. Όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), το άρθρο 48 § 2 του Χάρτη, κατά το οποίο διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο, αντιστοιχεί στο άρθρο 6 § 3 της ΕΣΔΑ. Κατά συνέπεια, το προδικαστικό ερώτημα πρέπει επίσης να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 48 § 2 του Χάρτη.
Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6 § 1 και το άρθρο 8 § 1 της οδηγίας 2016/343, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 48 § 2 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην εφαρμογή εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως δυνάμει της οποίας επιτρέπεται σε εθνικό δικαστήριο, όταν δεν είναι δυνατόν να εξετάσει μάρτυρα κατηγορίας κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας, να στηρίξει την απόφασή του όσον αφορά την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου στην κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα η οποία ελήφθη στο πλαίσιο της εξέτασής του ενώπιον δικαστή κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας, πλην όμως χωρίς τη συμμετοχή του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του.
Συναφώς, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι η παράσταση του κατηγορουμένου στη δίκη του έχει κεφαλαιώδη σημασία προς το συμφέρον μιας δίκαιης ποινικής δίκης, η δε υποχρέωση εξασφάλισης στον κατηγορούμενο του δικαιώματος να είναι παρών στην αίθουσα του δικαστηρίου όπου συζητείται η υπόθεσή του αποτελεί, συναφώς, ένα από τα ουσιώδη στοιχεία του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 18ης Οκτωβρίου 2006, Hermi κατά Ιταλίας, CE:ECHR:2006:1018JUD001811402, § 58).
Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι η δυνατότητα ενός κατηγορουμένου να αντιπαρατεθεί προς τους μάρτυρες ενώπιον του δικαστή ο οποίος θα αποφασίσει εν τέλει για την ενοχή ή την αθωότητά του συνιστά ένα από τα σημαντικά στοιχεία μιας δίκαιης ποινικής δίκης, η δε αξιολόγηση της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα αποτελεί σύνθετη εργασία, η οποία, υπό κανονικές συνθήκες, δεν μπορεί να εκπληρωθεί μόνο με απλή ανάγνωση του περιεχομένου της καταθέσεώς του, όπως καταγράφηκε στα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Gambino και Hyka, C-38/18, EU:C:2019:628, σκέψεις 42 και 43).
Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι πρέπει να διασφαλίζεται ότι το δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 § 1 της οδηγίας 2016/343, μπορεί να ασκηθεί, κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας, κατά τρόπο σύμφωνο προς τις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης. Συνακόλουθα, το δικαίωμα αυτό δεν εγγυάται απλώς και μόνον την παρουσία του κατηγορουμένου στην ακροαματική διαδικασία που διεξάγεται στο πλαίσιο της δίκης εις βάρος του, αλλά επιβάλλει επίσης να είναι ο κατηγορούμενος σε θέση να συμμετάσχει ουσιαστικά στη δίκη αυτήν και να ασκήσει, προς τούτο, τα δικαιώματα υπεράσπισής του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται το δικαίωμά του να εξετάσει ή να ζητήσει να εξεταστούν οι μάρτυρες κατηγορίας κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας.
Πρέπει εν συνεχεία να εξεταστεί αν το άρθρο 8 § 1 της οδηγίας 2016/343, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 48 § 2 του Χάρτη, αντιτίθεται στην εφαρμογή από ποινικό δικαστή εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως δυνάμει της οποίας, σε περίπτωση που υφίστανται αντικειμενικοί λόγοι οι οποίοι καθιστούν αδύνατη την εμφάνιση μάρτυρα κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ο εν λόγω δικαστής μπορεί να αναγνώσει την κατάθεση που έδωσε ο μάρτυρας ενώπιον δικαστή κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας, προκειμένου να εκδώσει απόφαση επί της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου, ακόμη και αν δεν είχαν απαγγελθεί κατηγορίες εις βάρος του κατά τον χρόνο της εξέτασης του μάρτυρα και ούτε ο ίδιος ούτε ο συνήγορός του ήταν σε θέση να συμμετάσχουν σε αυτήν.
Η εφαρμογή μιας τέτοιας εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως είναι ικανή να θίξει το δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του, όπως αυτό ορίζεται στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως.
Πρέπει, πράγματι, να υπομνησθεί ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν παρέχει στο Δικαστήριο αρμοδιότητα να εφαρμόζει τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά μόνο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των Συνθηκών και των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Κατά πάγια νομολογία, πάντως, το Δικαστήριο δύναται, στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας που καθιερώνει το εν λόγω άρθρο και βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που θα του ήταν χρήσιμα κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων διατάξεων του δικαίου αυτού [απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, A. B. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές), C-824/18, EU:C:2021:153, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η κατά τα ανωτέρω εκτίμηση είναι σύμφωνη με τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, από την οποία συνάγεται ότι η χρήση, ως αποδεικτικών στοιχείων, μαρτυρικών καταθέσεων που δόθηκαν στο στάδιο της ποινικής προδικασίας δεν είναι, αυτή καθεαυτήν, ασύμβατη προς το άρθρο 6 § 1 και § 3, στοιχείο δ΄ της ΕΣΔΑ, υπό την επιφύλαξη του σεβασμού των δικαιωμάτων υπεράσπισης, τα οποία επιβάλλουν, κατά κανόνα, να παρέχεται στον κατηγορούμενο προσήκουσα και επαρκής δυνατότητα να αντικρούσει τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και να τους εξετάσει είτε κατά τον χρόνο της καταθέσεως είτε σε μεταγενέστερο στάδιο (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 15ης Δεκεμβρίου 2015, Schatschaschwili κατά Γερμανίας, CE:ECHR:2015:1215JUD000915410, § 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
Προκειμένου να ελέγξει την τήρηση της αρχής αυτής, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αν υφίσταται σοβαρός λόγος για τη μη εμφάνιση του μάρτυρα και αν, στον βαθμό που η κατάθεσή του θα μπορούσε να αποτελεί το μοναδικό ή το καθοριστικό στοιχείο για την ενδεχόμενη καταδίκη του κατηγορουμένου, υφίστανται επαρκή αντισταθμιστικά στοιχεία και, ιδίως, ισχυρές δικονομικές εγγυήσεις για την εξισορρόπηση των δυσχερειών που προκαλεί στον κατηγορούμενο και στον συνήγορό του η συνεκτίμηση της κατάθεσης αυτής ως αποδεικτικού στοιχείου και για τη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας στο σύνολό της (πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Al-Khawaja και Tahery κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:2011:1215JUD002676605, § 152, της 15ης Δεκεμβρίου 2015, Schatschaschwili κατά Γερμανίας, CE:ECHR:2015:1215JUD000915410, § 107, και της 7ης Ιουνίου 2018, Dimitrov και Momin κατά Βουλγαρίας, CE:ECHR:2018:0607JUD003513208, § 52).
Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατάθεση μάρτυρα απόντος κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας, όταν γίνεται δεκτή ως αποδεικτικό στοιχείο κατά το στάδιο αυτό αλλά έχει δοθεί σε προγενέστερο στάδιο, συνιστά το μοναδικό έρεισμα για την καταδίκη του κατηγορουμένου αν η εμμάρτυρη απόδειξη ήταν το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο εις βάρος του. Το εν λόγω έρεισμα πρέπει να θεωρηθεί καθοριστικό στην περίπτωση που η συγκεκριμένη εμμάρτυρη απόδειξη έχει τόσο μεγάλη σημασία ώστε να μπορεί να επιδράσει καταλυτικά στην απόφαση επί της υποθέσεως, εξυπακουομένου ότι, αν η κατάθεση του απόντος μάρτυρα μπορεί να ενισχυθεί και από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, η εκτίμηση του καθοριστικού χαρακτήρα της δοθείσας καταθέσεως εξαρτάται από την αποδεικτική ισχύ των λοιπών αυτών στοιχείων, και συγκεκριμένα, όσο σημαντικότερη είναι η αποδεικτική τους ισχύς τόσο η κατάθεση του απόντος μάρτυρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καθοριστική (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 15ης Δεκεμβρίου 2015, Schatschaschwili κατά Γερμανίας, CE:ECHR:2015:1215JUD000915410, § 123 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8 § 1 της οδηγίας 2016/343, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 48 § 2 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως δυνάμει της οποίας επιτρέπεται σε εθνικό δικαστήριο, όταν δεν είναι δυνατόν να εξετάσει μάρτυρα κατηγορίας κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας, να στηρίξει την απόφασή του ως προς την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου στην κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα η οποία ελήφθη στο πλαίσιο της εξέτασής του ενώπιον δικαστή κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας, πλην όμως χωρίς τη συμμετοχή του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, εκτός εάν συντρέχει σοβαρός λόγος για τη μη εμφάνιση του μάρτυρα κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας, η κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα δεν αποτελεί το μοναδικό ή καθοριστικό αποδεικτικό στοιχείο για την καταδίκη του κατηγορουμένου και υφίστανται επαρκή αντισταθμιστικά στοιχεία που εξισορροπούν τις δυσχέρειες τις οποίες προκαλεί στον κατηγορούμενο και στον συνήγορό του η συνεκτίμηση της εν λόγω καταθέσεως ως αποδεικτικού στοιχείου.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 8 § 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 48 § 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι: αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως δυνάμει της οποίας επιτρέπεται σε εθνικό δικαστήριο, όταν δεν είναι δυνατόν να εξετάσει μάρτυρα κατηγορίας κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας, να στηρίξει την απόφασή του ως προς την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου στην κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα η οποία ελήφθη στο πλαίσιο της εξέτασής του ενώπιον δικαστή κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας, πλην όμως χωρίς τη συμμετοχή του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, εκτός εάν συντρέχει σοβαρός λόγος για τη μη εμφάνιση του μάρτυρα κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας, η κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα δεν αποτελεί το μοναδικό ή καθοριστικό αποδεικτικό στοιχείο για την καταδίκη του κατηγορουμένου και υφίστανται επαρκή αντισταθμιστικά στοιχεία που εξισορροπούν τις δυσχέρειες τις οποίες προκαλεί στον κατηγορούμενο και στον συνήγορό του η συνεκτίμηση της εν λόγω καταθέσεως ως αποδεικτικού στοιχείου.
Συμπεράσματα: Από τις προπαρατεθείσες αποφάσεις προκύπτουν συνοπτικά τα ακόλουθα:
- Ένορκες καταθέσεις της προδικασίας δεν διαβάζονται στο ακροατήριο αν δεν συναινεί ο κατηγορούμενος
- Ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την ανάγνωση οιασδήποτε ένορκης κατάθεσης της προδικασίας
- Η ανάγνωση καταθέσεων της προδικασίας στο ακροατήριο όταν οι εν λόγω μάρτυρες κατέθεσαν στην ακροαματική διαδικασία δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας, ούτε περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171 παρ. 1 ΚΠΔ
- Οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον συμβολαιογράφου ή ειρηνοδίκη διαβάζονται στο ακροατήριο κατά το άρθρο 362 ΚΠΔ ως “υπόλοιπα” (λοιπά) έγγραφα και όχι ως ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατά το άρθρο 363 του ίδιου Κώδικα
*Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ