Στην ερμηνεία των άρθρων 10 και 12 της Οδηγίας 92/85/ΕΟΚ σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζόμενων προέβη το Δικαστήριο της ΕΕ με πρόσφατη απόφασή του στην υπόθεση C-284/23.
Η υπόθεση της κύριας δίκης αφορούσε τη δικαστική αμφισβήτηση της απόλυσης εγκύου εργαζόμενης, η οποία κατά την ημερομηνία της απόλυσής της δεν γνώριζε ότι ήταν έγκυος. Η επίμαχη, δε, εθνική ρύθμιση προέβλεπε ότι έγκυος εργαζόμενη η οποία λαμβάνει γνώση της εγκυμοσύνης της το πρώτον μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριών εβδομάδων που προβλέπεται για την άσκηση αγωγής κατά της απόλυσής της υποχρεούται, προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει αγωγή, να υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση άδειας εκπρόθεσμης άσκησής της εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων.
Το αιτούν δικαστήριο (δικαστήριο εργατικών διαφορών Mainz) διαπίστωσε ότι η εργαζόμενη δεν άσκησε αγωγή κατά της απόλυσής της εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων, ούτε υπέβαλε την προβλεπόμενη αίτηση, με αποτέλεσμα η αγωγή της να πρέπει να απορριφθεί, εκτός εάν, η επίμαχη εθνική ρύθμιση κριθεί ότι αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, το εθνικό δικαστήριο εξέφρασε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των κρίσιμων διατάξεων του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης, λαμβανομένης, ιδίως, υπόψη της απόφασης Pontin (C‑63/08), με την οποία το ΔΕΕ έκρινε ότι τα μέσα ένδικης προστασίας που παρέχονται σε έγκυο γυναίκα πρέπει να διέπονται από κανόνες σύμφωνους προς την αρχή της αποτελεσματικότητας.
Συναφώς, το Δικαστήριο της Ένωσης επεσήμανε ότι οι απαιτήσεις της αρχής της αποτελεσματικότητας δεν απαγορεύουν, καταρχήν, τη θέσπιση σχετικώς σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση από την παρανόμως απολυθείσα έγκυο αγωγής για την επαναπρόσληψή της από την οικεία επιχείρηση. Πράγματι, τόσο οι απολυόμενες έγκυες όσο και οι εργοδότες έχουν συμφέρον, από την άποψη της ασφάλειας δικαίου, να υπάρχουν χρονικοί περιορισμοί για την άσκηση της αγωγής αυτής, κυρίως επειδή η επαναπρόσληψη έχει σοβαρές συνέπειες για όλους τους ενδιαφερόμενους, εφόσον πραγματοποιείται μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα.
Εντούτοις, εν προκειμένω, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι έγκυος εργαζόμενη η οποία, κατά τον χρόνο της απόλυσής της, ήταν ενήμερη για την εγκυμοσύνη της διαθέτει προθεσμία τριών εβδομάδων για την άσκηση αγωγής, ενώ εργαζόμενη η οποία δεν γνώριζε, προτού παρέλθει η προθεσμία αυτή, ότι ήταν έγκυος, τούτο δε για λόγο που δεν μπορεί να της καταλογιστεί, διαθέτει μόνο δύο εβδομάδες για να ζητήσει να της επιτραπεί η άσκηση τέτοιας αγωγής. Τούτο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, συνιστά σημαντική μείωση του χρόνου που απαιτείται προκειμένου η εργαζόμενη να συμβουλευτεί τα κατάλληλα πρόσωπα και, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να συντάξει και να καταθέσει όχι μόνο την εν λόγω αίτηση, αλλά και την ίδια την αγωγή, λαμβανομένων υπόψη και έτερων υποχρεώσεων που πρέπει να εκπληρωθούν, τόσο έναντι του εργοδότη όσο και έναντι του εθνικού δικαστηρίου.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΔΕΕ υπόθ. C-284/23