Υπέρ της ευρείας ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 1 της Οδηγίας 2015/2302 για τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς τάχθηκε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με απόφασή του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-771/22, C-45/23.
Στις υποθέσεις της κύριας δίκης, παρά το γεγονός ότι οι ταξιδιώτες είχαν καταγγείλει τις συμβάσεις οργανωμένου ταξιδιού και ως εκ τούτου είχαν δικαίωμα πλήρους επιστροφής των ποσών που είχαν καταβάλει το αργότερο εντός 14 ημερών από την εν λόγω καταγγελία, δεν υπήρξε επιστροφή, διότι ότι οι διοργανωτές ταξιδίων είχαν εν τω μεταξύ καταστεί αφερέγγυοι και οι ασφαλιστές τους δεν είχαν την πρόθεση να τους παράσχουν κάλυψη, εκτιμώντας ότι δεν ήταν υποχρεωμένοι να το πράξουν, λαμβανομένης υπόψη της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας περί μεταφοράς του άρθρου 17 παρ. 1 της Οδηγίας 2015/2302.
Τα αιτούντα δικαστήρια (ειρηνοδικείο Βιέννης και ολλανδόφωνο δικαστήριο επιχειρηματικών διαφορών Βρυξελλών) ζήτησαν από το ΔΕΕ να διευκρινίσει εάν η επίμαχη διάταξη της Οδηγίας 2015/2302 έχει την έννοια ότι η παρεχόμενη στους ταξιδιώτες εγγύηση έναντι της αφερεγγυότητας του διοργανωτή οργανωμένων ταξιδίων έχει εφαρμογή όταν ο ταξιδιώτης καταγγέλλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12 παρ. 2 της ίδιας Οδηγίας πριν τη θέση του διοργανωτή σε αφερεγγυότητα, αλλά ο ταξιδιώτης δεν έχει λάβει, πριν από την επέλευση της εν λόγω αφερεγγυότητας, πλήρη επιστροφή των καταβληθέντων ποσών την οποία δικαιούται.
Το ΔΕΕ ερμηνεύοντας την διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 της Οδηγίας 2015/2302 και ειδικότερα το γράμμα της (σκ. 56-73), τον σκοπό της (σκ. 74-78) καθώς και το ιστορικό θέσπισής της (σκ. 80) έκρινε ότι, μολονότι το γράμμα της και ορισμένα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή θα μπορούσαν να συνηγορήσουν υπέρ μιας ερμηνείας η οποία αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας τις αξιώσεις που γεννώνται κατόπιν καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητας του διοργανωτή ταξιδίων, άλλα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή και ο σκοπός της Οδηγίας κατατείνουν, αντιθέτως, υπέρ μιας ευρείας ερμηνείας της εν λόγω διάταξης.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι όταν πράξη του παράγωγου ενωσιακού δικαίου επιδέχεται περισσότερες από μία ερμηνείες, πρέπει να προτιμάται η ερμηνεία που καθιστά τη διάταξη σύμφωνη με το πρωτογενές δίκαιο, και όχι εκείνη η οποία θα συνεπαγόταν το ασυμβίβαστό της με το πρωτογενές δίκαιο. Συγκεκριμένα, κατά γενική ερμηνευτική αρχή, μια πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο που να μη θίγει το κύρος της και να συνάδει με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου, ιδίως δε με την αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Κατά την κρίση του ΔΕΕ, υπό το πρίσμα του σκοπού της Οδηγίας 2015/2302, το σημείο αναφοράς για τη σύγκριση της κατάστασης του ταξιδιώτη ο οποίος, αφού κατέβαλε το σύνολο ή μέρος του τιμήματος του οργανωμένου ταξιδιού, κατήγγειλε τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού αλλά δεν έλαβε επιστροφή διότι ο διοργανωτής ταξιδίων κατέστη αφερέγγυος μετά την καταγγελία, και της κατάστασης του ταξιδιώτη του οποίου το ταξίδι δεν πραγματοποιήθηκε και ο οποίος δεν έλαβε επιστροφή λόγω της αφερεγγυότητας του διοργανωτή πρέπει να είναι ο κίνδυνος οικονομικής ζημίας του οικείου ταξιδιώτη.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΔΕΕ συνεκδ. υπόθ. C-771/22, C-45/23