Του Σάββα Ορφανού
Καταρχάς, στα πλαίσια του συνεχώς εξελισσόμενου κλάδου του αθλητικού δικαίου (και των σχετιζόμενων με αυτόν «αθλητικών εγκλημάτων»), για το εγκληματικό φαινόμενο της αθλητικής βίας, επισημαίνεται ότι η επιτακτική ανάγκη για τη λειτουργική καταπολέμησή του προέκυψε στα τέλη του 19ου αιώνα. Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, ο κλάδος του αθλητικού δικαίου αποτελεί έναν ταχύτατα εξελισσόμενο τομέα του δικαίου.
Γενικότερα, το αθλητικό δίκαιο αποτελεί το σύνολο όλων των κανόνων που προσανατολίζονται να ρυθμίσουν αποτελεσματικά τις έννομες σχέσεις των ανθρώπων κατά την άσκηση αθλητικής δραστηριότητας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Το «αθλητικό Δίκαιο με τη στενή έννοια» σχετίζεται με το κανονιστικό, αγωνιστικό και αθλητικό πλαίσιο που συνάδει με κάθε είδος και μορφής αθλήματος και αντίστοιχης δραστηριότητας. Μάλιστα, σημειώνεται ότι οι πηγές δικαίου του είναι ο ολυμπιακός καταστατικός χάρτης της ΔΟΕ και τα καταστατικά και οι κανονισμοί των Διεθνών Ομοσπονδιών των αθλημάτων.
To καλούμενο ως «αθλητικό δίκαιο με την ευρεία έννοια» περιλαμβάνει τους κανόνες που σχετίζονται με τη γενικότερη αθλητική δραστηριότητα στα πλαίσια διαφόρων κλάδων δικαίου. Σαφέστατα, μια άλλη εξίσου σημαντική κατηγορία κανόνων σχετική με τον επίμαχο κλάδο είναι οι κανόνες των μη κυβερνητικών οργανισμών, όπως είναι επί παραδείγματι η ΔΟΕ, η οποία είναι αρμόδια για κρίσιμα ζητήματα των ολυμπιακών αγώνων.
Ασφαλώς, το μεγαλύτερο μέρος των κανόνων που παράγονται από τα επίμαχα νομικά πρόσωπα είναι οι κανόνες εντός του συστήματος του αθλητισμού, είτε οι εγχώριοι είτε οι διεθνείς, και πρόκειται για τους «κανόνες παιχνιδιού» (lex sportiva). Ακόμα, επισημαίνεται ότι σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων του «αθλητικού δικαίου με τη στενή έννοια», ενεργοποιείται η διεξαγωγή πειθαρχικών διαδικασιών εις βάρος του παραβάτη από το όργανο που είναι κατά τόπο και καθ’ ύλην αρμόδιο για να επιβάλει τις αντίστοιχες προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές.
Ωστόσο, δυστυχώς οι συγκεκριμένοι κανόνες δεν είναι δυνατόν να ρυθμίσουν όλες τις καταστάσεις που αφορούν το πεδίο του αθλητισμού, και μάλιστα δε σχετίζονται πάντοτε με τον διεξαγόμενο αθλητικό αγώνα, οπότε και είναι απόλυτα επιτακτική η συνδρομή άλλων τομέων του δικαίου, ήτοι του αστικού δικαίου, του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, του διοικητικού δικαίου και του εργατικού δικαίου, που αλληλοεπιδρούν με το «αθλητικό δίκαιο με τη στενή έννοια», δημιουργώντας τελικά το «αθλητικό δίκαιο με την ευρεία έννοια» και συνακόλουθα και το «αθλητικό ποινικό δίκαιο».
Περαιτέρω, για τα «αθλητικά εγκλήματα», τονίζεται ότι είναι οι αξιόποινες πράξεις που διαπράττονται κατά τη διάρκεια διεξαγωγής ή ενόψει μιας αθλητικής συνάντησης. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι τα «γνήσια αθλητικά εγκλήματα» είναι εκείνα που είναι δυνατό να διαπραχθούν αποκλειστικά κατά τη διάρκεια αθλητικού αγώνα, δηλαδή η φαρμακοδιέγερση (doping), τα εγκλήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις ή με αθλητικό υπόβαθρο κτλ.
«Μη γνήσια αθλητικά εγκλήματα» είναι τα εγκλήματα του ΠΚ και των ειδικών ποινικών νόμων, που είναι δυνατό να διαπραχθούν και στο πλαίσιο διεξαγωγής αθλητικών δραστηριοτήτων, αλλά πρωτίστως, είναι δυνατό να διαπραχθούν και εντελώς ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αθλητική δραστηριότητα.
Επιπλέον, «μη γνήσια αθλητικά εγκλήματα» είναι τα εγκλήματα του ΠΚ και των ειδικών ποινικών νόμων, που είναι δυνατό να διαπραχθούν και στο πλαίσιο διεξαγωγής αθλητικών δραστηριοτήτων, αλλά πρωτίστως, είναι δυνατό να διαπραχθούν και εντελώς ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αθλητική δραστηριότητα.
Ασφαλώς, τα προαναφερθέντα εγκλήματα διατηρούν την υπόστασή τους ακόμη και όταν διαπράττονται κατά τη χρονική διάρκεια διεξαγωγής οποιωνδήποτε αθλητικών δραστηριοτήτων, δίχως βέβαια να απαιτείται κάποιο πρόσθετο στοιχείο αθλητικής φύσης για την πλήρωση αυτής.
Αναντίλεκτα, η συνδρομή στοιχείου που σχετίζεται με τον χώρο του αθλητισμού σε αντίστοιχες περιπτώσεις λαμβάνεται υπόψη κατά τη διαμόρφωση της ελεύθερης κρίσης του δικαστή, σε ό,τι αφορά βέβαια την επίταση του αδίκου της αξιόποινης πράξης, αλλά και στη συνακόλουθη αύξηση της επιβαλλόμενης ποινής. H αποτελεσματική αντιμετώπισή του δε απέκτησε τεράστιες διαστάσεις και κατέστη οργανωμένη πλέον από το 1960 και εντεύθεν, κυρίως στην Αγγλία.
Σαφέστατα, η πρόληψη και καταστολή της αθλητικής βίας αποτελούσε σημαντική προτεραιότητα σε νομοθετικό επίπεδο, και έτσι προέκυψε στη χώρα μας η θέσπιση του Ν 2725/1999 με τίτλο: «ερασιτεχνικός και επαγγελματικός αθλητισμός και άλλες διατάξεις», που περιλαμβάνει αρκετές ποινικές και διοικητικές νομοθετικές διατάξεις αναφορικά με το συγκεκριμένο εγκληματικό φαινόμενο. Προφανώς, η πλέον σημαντική διάταξη ποινικού χαρακτήρα στα πλαίσια του Ν 2725/1999 είναι το άρθρο 41ΣΤ, το οποίο θα απασχολήσει εκτενώς τη δογματική μας ανάλυση.
Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, το άρθρο 41ΣΤ του Ν 2725/1999 που τυποποιεί το ιδιώνυμο έγκλημα της αθλητικής βίας έχει υποστεί πληθώρα νομοθετικών τροποποιήσεων σχετικά με τις δικονομικές και ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις του, μεταξύ άλλων, από τους κρίσιμους Ν 3057/2002, Ν 3207/2003, Ν 3262/2004, Ν 3708/2008, Ν 4049/2012, Ν 4326/2015 και Ν 4639/2019 κτλ., μέχρι και τον Ν 5046/2023.
Συν τοις άλλοις, ως ιδιώνυμο έγκλημα χαρακτηρίζεται το ποινικό αδίκημα που προβλέπεται ρητά από ειδικό ποινικό νόμο, ενώ είναι αυτοτελές και δεν υπάγεται στις γενικότερες κατηγορίες ποινικών αδικημάτων που τυποποιούνται και τιμωρούνται από τον ποινικό κώδικα. Για το συγκεκριμένης φύσης ιδιώνυμο έγκλημα προβλέπεται η επιβολή πιο αυστηρής ποινής σε σχέση με τα αντίστοιχα εγκλήματα της γενικής κατηγορίας.
Ο νομικός όρος «ιδιώνυμο» χρησιμοποιήθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα με τον Ν 4229/1929, που σχετιζόταν με τα «μέτρα ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών». Συγκεκριμένα, με τον επίμαχο νόμο θεσμοθετήθηκε το ποινικό αδίκημα της εφαρμογής ιδεών που αποσκοπούν στη διά βίαιων μέσων ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος.
Ιδιώνυμο στη νομική επιστήμη λοιπόν ονομάζεται εκείνο το έγκλημα, για το οποίο προβλέπονται ιδιαίτερες ποινές σε σχέση με τα εγκλήματα της γενικής κατηγορίας, στην οποία αυτό υπάγεται. Παραδείγματα ιδιώνυμων ποινικών αδικημάτων είναι, μεταξύ άλλων, η σωματική βλάβη ανήλικου προσώπου με δόλο του άρθρου 312 ΠΚ, που αποτελεί διαφορετικό έγκλημα από την απλή σωματική βλάβη με δόλο του άρθρου 308 ΠΚ και τις παραλλαγές της, η εγκληματική συμμορία του άρθρου 187 ΠΚ που είναι διαφορετικό έγκλημα από το ποινικό αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης του ίδιου άρθρου, το έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά του άρθρου 82Α ΠΚ, η συμμετοχή σε αυτοκτονία6 του άρθρου 301 ΠΚ που είναι διαφορετικό έγκλημα από την ανθρωποκτονία με πρόθεση του άρθρου 299 ΠΚ, όπως είναι βέβαια σε σχέση με την τελευταία και η παιδοκτονία του άρθρου 303 ΠΚ, ενώ ιδιώνυμο έγκλημα αποτελεί και η συμπλοκή του άρθρου 313 ΠΚ κτλ.
Στο συγκεκριμένο σημείο λοιπόν φρονούμε ότι θα ήταν θεμιτό να προβούμε σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή αναφορικά με το ιδιώνυμο έγκλημα της αθλητικής βίας, όπως τυποποιείται στο άρθρο 41ΣΤ του Ν 2725/1999 «αδικήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις».
Ο νομικός όρος «ιδιώνυμο» χρησιμοποιήθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα με τον Ν 4229/1929
2. Σύντομη ιστορική αναδρομή
Καταρχάς, επισημαίνεται ότι το 1999, ο νομοθέτης, ενόψει της επικείμενης διεξαγωγής των ολυμπιακών αγώνων του 2004 στην Ελλάδα, εισήγαγε τον «αθλητικό νόμο» (Ν 2725/1999), που ασφαλώς αντικατέστησε σε επίπεδο νομοθετικής ρύθμισης τον μέχρι τότε ισχύοντα Ν 75/1975. Στη συνέχεια, για την καταστολή του εγκληματικού φαινομένου της αθλητικής βίας, με το άρθρο 7 Ν 3057/2002, στο ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο προστίθεται το άρθρο 41ΣΤ, που συμπληρώνει και επαναπροσδιορίζει ορισμένα ποινικά αδικήματα, που ήδη τυποποιούνταν στον παλαιότερο Ν 1646/1984.
Με αρκετές νομοθετικές τροποποιήσεις, το άρθρο 41ΣΤ Ν 2725/1999, για τα «αδικήματα Βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις», ισχύει μέχρι και σήμερα στην Ελλάδα. Σαφέστατα, ο αθλητισμός απολαμβάνει ειδικής νομοθετικής μεταχείρισης στη χώρα μας, γιατί παρουσιάζει αδιαμφισβήτητη κοινωνική αξία, που επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα της ζωής του ανθρώπου, συνδέεται άμεσα με την ποιοτική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου του, ενώ συμβάλλει θετικά στους τομείς της υγείας, της παιδείας και της αρμονικής συμβίωσης στα πλαίσια μιας κοινωνίας, μακριά από εγωιστικές συμπεριφορές, περιθωριοποιήσεις και εθισμούς, όπως είναι π.χ. η έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών.
Αδιαμφισβήτητα, στη σύγχρονη κοινωνία ο αθλητισμός και οι συναφείς αθλητικές εκδηλώσεις παρουσιάζουν σημαντική επίδραση, σε ατομικό, συλλογικό και κοινωνικοπολιτικό επίπεδο. Ο αθλητισμός ως θέαμα επηρεάζει τα άτομα και τις συμπεριφορές που εκδηλώνουν στην κοινωνία.
Πέρα λοιπόν από έναν ευχάριστο τρόπο ψυχαγωγίας, ο αθλητισμός συμβάλλει στον «εξευγενισμό» του ανθρώπινου σώματος, της ψυχής και του πνεύματος. Ασφαλώς, ο αθλητισμός παρουσιάζει ιδιαίτερη συμβολική αξία στην κοινωνία των ανθρώπων και διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στις ζωές τους, προάγοντας τις αρχές της αλληλεγγύης, της ενσυναίσθησης, της συνεργασίας, του σεβασμού της διαφορετικότητας, της εντιμότητας, του «ευ αγωνίζεσθαι», αλλά και γενικότερα του «αθλητικού ιδεώδους».
Ασφαλώς, όπως εύλογα επισημαίνεται, η αθλητική βία τυποποιείται στα πλαίσια του ποινικού δικαίου ως ιδιώνυμο έγκλημα, ως ειδικό ποινικό αδίκημα, που αποχωρίζεται από τα υπόλοιπα γενικής φύσεως εγκλήματα, τα οποία απαγορεύουν και τιμωρούν την άσκηση βίας, προβλέποντας ειδικές ποινές και δικονομικές διαδικασίες, για τους φυσικούς αυτουργούς αξιόποινων πράξεων βίας στο πλαίσιο και με αφορμή τη διεξαγωγή αθλητικών εκδηλώσεων κτλ.
Αναπόφευκτα, η πρόβλεψη ενός ειδικού ποινικού αδικήματος για την αθλητική βία καθιστά διαυγές ότι η Ελλάδα εύλογα επιφυλάσσει ιδιαίτερη φροντίδα για τον αθλητισμό και αυστηρότερες ποινές στα πρόσωπα που στρέφονται εναντίον του, διαφυλάσσοντάς τον «ωσάν κόρη οφθαλμού».
Συνακόλουθα, η επίμαχη νομοθετική διάταξη του άρθρου 41ΣΤ του Ν 2725/1999 τιμωρεί τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων βίας εντός των αθλητικών εγκαταστάσεων, ή στον αμέσως περιβάλλοντα χώρο τους, ή στις βοηθητικές εγκαταστάσεις, ή στους χώρους προσέλευσης και στάθμευσης, κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης, αλλά και με αφορμή τη διεξαγωγή αθλητικής εκδήλωσης πριν από την έναρξη ή μετά τη λήξη της ή μακριά από τον χώρο που προορίζεται για την εκδήλωση. Έτσι, καλύπτονται συνολικά και χωροχρονικά οι διαπραττόμενες αξιόποινες πράξεις που παρουσιάζουν άμεση σχέση με τη διεξαγωγή αθλητικών εκδηλώσεων.
Μάλιστα, αναφέρεται ότι το 2004, ο νομοθέτης ορθά προσέθεσε μια ακόμη ποινική διάταξη στο άρθρο 41ΣΤ του Ν 2725/1999 για οποιαδήποτε πρόσωπα παροτρύνουν, υποκινούν, ενθαρρύνουν ή διευκολύνουν με οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως, δημόσια ή διά του έντυπου ή ηλεκτρονικού τύπου ή του διαδικτύου μεμονωμένα άτομα ή οργανωμένες ομάδες προσώπων για να διαπράξουν αξιόποινες πράξεις αθλητικής βίας.
Επιπλέον, φρονούμε ότι ορθά ο νομοθέτης προέβλεψε την απαγόρευση της μετατροπής σε χρήμα ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας της στερητικής της ελευθερίας ποινής στα εγκλήματα του επίμαχου άρθρου 41ΣΤ Ν 2725/1999, όπως και της αναστολής της εκτέλεσής της.
Ταυτόχρονα, εύλογα προβλέφθηκε ως παρεπόμενη και πάντοτε υποχρεωτική ποινή, η απαγόρευση της προσέλευσης και παρακολούθησης αθλητικών εκδηλώσεων για χρονικό διάστημα δύο μέχρι και πέντε έτη για τα συγκεκριμένα πρόσωπα, ενώ μάλιστα ορθά για την εκδίκαση των ιδιώνυμων ποινικών αδικημάτων της αθλητικής βίας τίθεται πάντοτε σε εφαρμογή η αυτόφωρη διαδικασία και οι σχετικές ποινικές υποθέσεις εκδικάζονται εντός τριάντα ημερών, με την εξαίρεση βέβαια των ελαφρών πλημμελημάτων των διαιτητών ή των αθλητών κατά τη συμμετοχή τους στην αθλητική συνάντηση, ενώ μάλιστα η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η αντίστοιχη άσκηση της έφεσης δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης.
Προφανώς, όλα αυτά φαίνεται να προσδίδουν τη δέουσα σοβαρότητα και ταχύτητα στην καταπολέμηση της συγκεκριμένης εγκληματικότητας. Παρόλα αυτά, φρονούμε ότι υπάρχει αρκετό περιθώριο βελτίωσης του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου για την καταπολέμηση της αθλητικής βίας στην Ελλάδα, έτσι ώστε να καταστεί αποτελεσματική.
Παράλληλα, επισημαίνεται ότι το επίμαχο ιδιώνυμο έγκλημα του άρθρου 41ΣΤ του Ν 2725/1999 τροποποιήθηκε νομοθετικά τα τελευταία τρία έτη τέσσερις φορές. Έτσι, ο νομοθέτης εύλογα επιδεικνύει τη συνεχή, αδιάκοπη και συστηματική προσπάθειά του να καταπολεμήσει λειτουργικά το εγκληματικό φαινόμενο της αθλητικής βίας, με την επικαιροποίηση του ελληνικού νομοθετικού πλαισίου, καταλαμβάνοντας κάθε επιμέρους δυναμική έκφανσή του, προκειμένου να επιτευχθεί ο μεγαλεπήβολος στόχος της προάσπισης του «αθλητικού ιδεώδους».
Στο συγκεκριμένο σημείο φρονούμε ότι θα ήταν θεμιτό να προβούμε σε μια δογματική ανάλυση του προστατευόμενου εννόμου αγαθού από το άρθρο 41ΣΤ του Ν 2725/1999 για το ιδιώνυμο έγκλημα της αθλητικής βίας.
3. Προστατευόμενο έννομο αγαθό
Αδιαμφισβήτητα, στα πλαίσια του άρθρου 41ΣΤ του Ν 2725/1999, τυποποιούνται ποινικά οι προσβολές του εννόμου αγαθού της «αθλητικής δημόσιας τάξης», που αποτελεί ειδικότερη έκφανση της «κοινωνικής ηρεμίας» και της «κατάστασης ευταξίας» στους χώρους που λαμβάνουν χώρα αθλητικές συναντήσεις, κάτι που παρουσιάζει τεράστια σημασία για την αθλητική βία.
Ασφαλώς, το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης του ποινικού κώδικα, στο στ’ κεφάλαιό του, αποτελεί ουσιαστικά μια «εμπειρικά αντιληπτή από τις αισθήσεις ευταξία ορισμένου κοινωνικού χώρου», αλλά και ως μια «ειρηνική και ήρεμη συνύπαρξη των πολιτών υπό την κυριαρχία του κράτους και του δικαίου», την οποία απολαμβάνει όλο το κοινωνικό σύνολο. Περαιτέρω, η «αθλητική δημόσια τάξη» συνίσταται «στην ομαλή διεξαγωγή των αθλητικών δραστηριοτήτων, ως ειδικότερη μορφή της δημόσιας τάξης».
Μάλιστα, σημειώνεται ότι στα κατεξοχήν ποινικά αδικήματα της βίας, το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου, αλλά στην αξιόποινη πράξη της αθλητικής βίας, το έννομο αγαθό που είναι απαραίτητο να προστατευτεί δεν είναι αποκλειστικά η σωματική ακεραιότητα, αλλά και η «ευταξία των αθλητικών δρώμενων» και η προάσπιση του «αθλητικού ιδεώδους».
Επομένως, το προστατευόμενο έννομο αγαθό του άρθρου 41ΣΤ του Ν 2725/1999 παρουσιάζει διττή φύση, ήτοι την «κατάσταση κοινωνικής ηρεμίας και ευταξίας» στους αγωνιστικούς χώρους και στις κερκίδες, η οποία παρουσιάζει αντικειμενική διάσταση, ενώ καθοδηγεί τη συμπεριφορά των συμμετεχόντων στο αθλητικό γεγονός στις ρητές νομοθετικές επιταγές του δικαίου, που ως μέγεθος αποτελεί την υποκειμενική διάσταση.
Σαφέστατα, η οποιαδήποτε διατάραξη του κλίματος της ομαλής διεξαγωγής αθλητικών εκδηλώσεων δεν αποτελεί αποκλειστικά διακινδύνευση των ατομικών εννόμων αγαθών, όπως είναι π.χ. η περιουσία και η σωματική ακεραιότητα στα πλαίσια του άρθρου 41ΣΤ παρ. 4 Ν 2725/1999.
Αντιθέτως, πλήττεται σημαντικά και η «κοινωνική ευταξία», ενώ η επίμαχη εγκληματική δραστηριότητα στρέφεται ευθέως κατά του δικαιώματος συμμετοχής στα αθλητικά γεγονότα, που μάλιστα κατοχυρώνεται και συνταγματικά, ως ειδικότερη έκφανση συμμετοχής στην πολιτιστική ζωή της χώρας, με περαιτέρω δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις για τους εμπλεκόμενους αθλητικούς φορείς.
Στο συγκεκριμένο σημείο, φρονούμε ότι θα ήταν θεμιτό να προβούμε σε ενδελεχή δογματική ανάλυση του άρθρου 41ΣΤ του Ν 2725/1999 για την αθλητική βία.
Τεράστια συμβολή στην αποτελεσματικότητα της ποινικής καταστολής παρουσιάζει το ότι για την εκτέλεση της παρεπόμενης ποινής το δικαστήριο διατάσσει τον φυσικό αυτουργό να εμφανίζεται στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας ή διαμονής του πριν την έναρξη αθλητικής συνάντησης
4. Βασικά εγκλήματα αθλητικής βίας
Σαφέστατα, οι επιμέρους αξιόποινες πράξεις της αθλητικής βίας του άρθρου 41ΣΤ παρ. 1 του Ν 2725/1999, είναι πέντε, ήτοι η ρίψη στον αγωνιστικό χώρο ή εναντίον άλλου προσώπου οποιουδήποτε αντικειμένου, που είναι δυνατό να προκαλέσει έστω και ελαφρά σωματική βλάβη, η βιαιοπραγία κατά άλλου προσώπου, ανεξάρτητα αν από αυτή επήλθε σωματική βλάβη, ή εκτόξευση απειλών κατά προσώπου, που σύμφωνα με τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας αναγράφεται στο φύλλο αγώνα, η κατοχή ή η χρήση αντικειμένων που είναι δυνατό να προκαλέσουν σωματικές βλάβες, η κατοχή ή χρήση βεγγαλικών, καπνογόνων, κροτίδων και γενικά εύφλεκτων υλών, η είσοδος και η παραμονή σε αθλητική εγκατάσταση κατά τη διεξαγωγή αθλητικής συνάντησης έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου, με σκοπό την παρεμπόδιση ανίχνευσης και καταγραφής από συσκευές καταγραφής εικόνας.
Ι. Ρίψη αντικειμένου στον αγωνιστικό χώρο
Καταρχάς, φρονούμε ότι κρίσιμο είναι το ιδιώνυμο έγκλημα του άρθρου 41ΣΤ του Ν 2725/1999 με τίτλο: «αδικήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις». Μάλιστα, σύμφωνα με την παρ. 1 περ. α΄ τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη, όποιο πρόσωπο με πρόθεση μέσα σε αθλητικές εγκαταστάσεις ή στον αμέσως περιβάλλοντα χώρο τους ή στις βοηθητικές εγκαταστάσεις ή στους χώρους προσέλευσης και στάθμευσης, κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης ρίχνει προς τον αγωνιστικό χώρο ή εναντίον άλλου προσώπου αντικείμενο, που είναι δυνατό να προκαλέσει έστω και ελαφρά σωματική βλάβη.
Συνεπώς, στην παρ. 1 περ. α΄ ποινικοποιείται η ρίψη αντικειμένων που είναι πρόσφορα λόγω του είδους τους να προκαλέσουν έστω ελαφριά σωματική βλάβη, κατά την έννοια του άρθρου 308 παρ.1 εδ. β΄ ΠΚ. Αναπόφευκτα, το πότε ένα αντικείμενο παρουσιάζει τη συγκεκριμένη προσφορότητα για την επέλευση του συγκεκριμένου αποτελέσματος είναι ζήτημα πραγματικό και χρήζει ενδελεχούς και αποτελεσματικής διαδικασίας απόδειξης στο δικαστήριο.
Επομένως, σημαντική εδώ είναι η ΑΠ (Ποιν) 2153/200614, που έκρινε ορθά ότι η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης που καταδίκασε τον κατηγορούμενο για τη διάπραξη του εγκλήματος έφερε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την προσφορότητα των ριφθέντων αντικειμένων να προκαλέσουν το επίμαχο αποτέλεσμα.
Από το αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι ο ίδιος μαζί με άλλα πρόσωπα ξήλωσαν καθίσματα, άρχισαν να τα εκτοξεύουν προς το μέρος των φιλάθλων άλλης ομάδας και προς τον αγωνιστικό χώρο, τα αντικείμενα δε αυτά σαφέστατα θα μπορούσαν να προκαλέσουν έστω και ελαφρά σωματική βλάβη σε κάποιον από τους ευρισκομένους στις κερκίδες ή στον αγωνιστικό χώρο. Φρονούμε λοιπόν ότι σε κάθε περίπτωση τα ξηλωθέντα και ριφθέντα καθίσματα υπό αυτές τις περιστάσεις ενέχουν αυτήν την προσφορότητα, και έτσι συνάγουμε το συμπέρασμα ότι ορθά ο ΑΠ ερμήνευσε εδώ τη συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη.
Επίσης, η ΑΠ (Ποιν) 1465/201915 ορθά έκρινε αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της παρ. 1 περ. α΄, ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά διέλαβε στην προσβαλλόμενη δευτεροβάθμια απόφασή του ασαφείς αιτιολογίες, αφού δεν αιτιολογείται ειδικώς η συμμετοχή του αναιρεσείοντα σε πράξεις βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις και δεν προσδιορίζεται πως προκύπτει η συγκεκριμένη εγκληματική δράση του τελευταίου, την οποία ο ίδιος ειδικώς αρνήθηκε, για λόγους που ανέλυσε εκτενώς.
Ακόμη, εύλογα ο ΑΠ έκρινε ότι υπήρχαν ασάφειες ως προς τη διάταξη που εφαρμόσθηκε, καθόσον αναφέρεται μεν στην προσβαλλόμενη απόφαση η συγκεκριμένη παρ. 1 περ. α΄, ωστόσο εκτίθεντο σε αυτήν, εσφαλμένα, ορισμένα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του ποινικού αδικήματος της παραγράφου αυτής αλλά και της παρ. 2 περ. β΄, που σημειωτέον προβλέπει επιβολή μικρότερης ποινής από την αναφερόμενη στην απόφαση αυτή. Άρα, δε συνέτρεχαν τα συστατικά στοιχεία της παρ. 1 περ. α΄, όπως αυτά εξειδικεύτηκαν ανωτέρω, και έτσι η κρίση του ΑΠ στη συγκεκριμένη απόφαση ως προς αυτό το σκέλος της ήταν κατά την άποψή μας εύστοχη.
Πάντως, σε πρακτικό επίπεδο τονίζεται ότι ακόμα και μικρό κέρμα ή χαρτί τουαλέτας είναι δυνατόν να προκαλέσουν ελαφρά βλάβη της μορφικής ακεραιότητας του ανθρώπου, όπως είναι π.χ. σκίσιμο στο πρόσωπο.
Επίσης, τονίζεται ότι στην αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης με δόλο του άρθρου 308 ΠΚ, τα προστατευόμενα έννομα αγαθά είναι η υγεία και η σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου, καθότι ο φορέας τους εστιάζει το ενδιαφέρον του όχι μόνο στο να έχει εξωτερικά άθικτο σώμα, αλλά και να έχει υγιές σώμα.
Ασφαλώς, η σωματική βλάβη με δόλο του άρθρου 308 ΠΚ είναι υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα, καθότι διαπράτ τεται με κάκωση του ανθρώπινου σώματος και αντίστοιχα με βλάβη της υγείας ενός προσώπου. Αναντίλεκτα, η κάκωση του ανθρώπινου σώματος αποτελεί οποιαδήποτε επενέργεια επί του σώματος του θύματος, που παρουσιάζει ως αποτέλεσμά της την κακομεταχείρισή του, την ταλαιπωρία του, και προκαλεί πόνο στο σώμα του.
Ακόμη, τονίζεται ότι η επέλευση της βλάβης της υγείας του θύματος δεν είναι απαραίτητη, αλλά ενδεχομένως να συμβαίνει. Σαφέστατα, συχνές περιπτώσεις κάκωσης της υγείας του ανθρώπου είναι π.χ. το τράβηγμα των μαλλιών, το ράπισμα κτλ.
Συνολικότερα, αναφέρεται ότι βλάβη της υγείας αποτελεί κάθε επενέργεια στη φυσιολογική και οργανική λειτουργία του ανθρώπινου σώματος, που είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί είτε ταυτόχρονα με την κάκωση, είτε και δίχως να έχει λάβει χώρα οποιαδήποτε σωματική κάκωση, όπως είναι π.χ. η απώλεια μέλους του ανθρώπινου σώματος, η πρόκληση απώλειας των αισθήσεων κτλ.
Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη είναι η περίπτωση όπου η κάκωση ή η βλάβη της υγείας του ανθρώπου παρουσιάζει συνέπειες επιπόλαιες για το θύμα, όπως π.χ. είναι η βλάβη που προκύπτει από απλό ράπισμα.
Εξάλλου, τονίζεται ότι τεράστια σημασία παρουσιάζει η διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής αθλητικής εκδήλωσης, που πάντως είναι δυνατό να προκληθεί και από ακίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου χτύπημα.
Αδιαμφισβήτητα, από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 41ΣΤ παρ. 1 του Ν 2725/1999 προκύπτει, ότι για να στοιχειοθετηθεί η διάπραξη του εγκλήματος αρκεί η ρίψη του αντικειμένου, ανεξαρτήτως αν τελικά πέτυχε ή όχι τον στόχο του. Συνεπώς, αρκεί η προσφορότητα του χτυπήματος για την επέλευση του αποτελέσματος αυτού, με βάση έστω έναν πιθανό τρόπο πρόκλησής του, όπως έχει ήδη εξειδικευτεί.
Επιπροσθέτως, σημειώνεται ότι υποκείμενο των εγκλημάτων αθλητικής βίας μπορεί να είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος ανεξαρτήτως ιδιότητας, δίχως να απαιτείται να συνδέεται με την αθλητική εκδήλωση. Τέλος, σημαντικό στοιχείο αποτελεί το ότι το άρθρο 41ΣΤ του Ν 2725/1999 περιλαμβάνει ρήτρα ρητής επικουρικότητας, που εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που οι συγκεκριμένες εγκληματικές συμπεριφορές δεν τιμωρούνται βαρύτερα από άλλη νομοθετική διάταξη.
Ο νομικός όρος «βιαιοπραγία» υποδηλώνει ότι η «βία δεν ασκείται προς τι, άλλα πράττεται», αποτελεί δηλαδή αυτοσκοπό της επίμαχης εγκληματικής συμπεριφοράς.
ΙΙ. Βιαιοπραγία ή απειλή
Παράλληλα, τονίζεται ότι σύμφωνα με την παρ. 1 περ. β΄ τιμωρείται επίσης με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη, όποιος με πρόθεση μέσα σε αθλητικές εγκαταστάσεις ή στον αμέσως περιβάλλοντα χώρο τους ή στις βοηθητικές εγκαταστάσεις ή στους χώρους προσέλευσης και στάθμευσης, κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης βιαιοπραγεί κατά άλλου προσώπου, ανεξαρτήτως του αν από τη βιαιοπραγία επήλθε σωματική βλάβη, ή εκτοξεύει απειλές εναντίον προσώπου, που σύμφωνα με τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας αναγράφεται στο φύλλο αγώνα.
Ασφαλώς, σχετικά με τη ρήτρα ρητής επικουρικότητας της συγκεκριμένης διάταξης, κρίσιμη είναι η ΑΠ (Ποιν) 1218/201017, που ορθά έκρινε ότι η βιαιοπραγία που τελέστηκε μέσα σε αθλητικές εγκαταστάσεις ή στον αμέσως περιβάλλοντα χώρο αυτών έχει έναντι της απλής σωματικής βλάβης επικουρικό χαρακτήρα.
Συνακόλουθα, επεσήμανε εύστοχα ότι βάσει της αρχής της επικουρικότητας η συγκεκριμένη βιαιοπραγία απορροφάται από την απλή σωματική βλάβη, που τελέστηκε στους χώρους αυτούς. Συνεπώς, εδώ ο ΑΠ εύλογα έκρινε ότι εφόσον η βιαιοπραγία απορροφάται από την απλή σωματική βλάβη, που τελέστηκε στον αμέσως περιβάλλοντα χώρο των αθλητικών εγκαταστάσεων, ότι το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των παρ. 1 και 4 του άρθρου 41ΣΤ, αναίρεσε δε ως προς τις διατάξεις που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για το έγκλημα της βιαιοπραγίας, ενώ παρέπεμψε για το έγκλημα της αντίστασης και για τη συνολική ποινή.
Σύμφωνα με την παρ. 1 περ. β΄ του άρθρου 41ΣΤ του Ν 2725/1999 τιμωρείται ποινικά ένα πρόσωπο όταν βιαιοπραγεί κατά άλλου, ανεξαρτήτως αν από τη βιαιοπραγία επήλθε η πρόκληση σωματικής βλάβης, ή όταν εκτοξεύει απειλές κατά προσώπου, το οποίο σύμφωνα με τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας αναγράφεται στο φύλλο αγώνα.
Επομένως, καθίσταται εναργές ότι στην περ. β΄ της παρ. 1 τυποποιείται ποινικά η «αθλητική βιαιοπραγία», που ταυτίζεται ουσιαστικά με τη βιαιοπραγία του άρθρου 167 ΠΚ και περιλαμβάνει παράνομες ενέργειες στο σώμα άλλου που τείνουν είτε σε κακοποίηση είτε χωρίς τέτοιο σκοπό.
Ο νομικός όρος «βιαιοπραγία» λοιπόν υποδηλώνει ότι η «βία δεν ασκείται προς τι, άλλα πράττεται», αποτελεί δηλαδή αυτοσκοπό της επίμαχης εγκληματικής συμπεριφοράς. Αναπόδραστα, αυτή είναι η διαφορά του συγκεκριμένου νομικού όρου με τον νομικό όρο «βία», ο οποίος χρησιμοποιείται επίσης στα πλαίσια του ποινικού κώδικα, π.χ. στο άρθρο 33020, αφού ο επίμαχος όρος παρουσιάζει την έννοια του «μέσου προς σκοπό», οδηγεί δηλαδή πάντοτε σε μια μορφή εξαναγκασμού του προσώπου.
Έτσι, ως βιαιοπραγία είναι δυνατό να θεωρηθεί ένα δυνατό ράπισμα, μια πίεση της παλάμης στο πρόσωπο και ένα σπρώξιμο. Μάλιστα, η ίδια διάταξη ορίζει πως το έγκλημα συντελείται πάντοτε ανεξαρτήτως της πρόκλησης βλάβης στο θύμα του.
Επομένως, σημαντική εδώ είναι η ΑΠ (Ποιν) 581/201121, που έκρινε ορθά ότι η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης που καταδίκασε τον κατηγορούμενο για τη διάπραξη του εγκλήματος έφερε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, της παρουσίας του στον αγωνιστικό χώρο και του αν η γροθιά του προς αθλητή κατά τη διάρκεια διεξαγωγής του αγώνα, ανεξαρτήτως αν επήλθε τελικά βλάβη στο θύμα, συνιστά «αθλητική βιαιοπραγία» κατά τον νόμο.
Φρονούμε λοιπόν ότι η γροθιά στο πρόσωπο αθλητή στον αγωνιστικό χώρο υπό αυτές τις περιστάσεις στοιχειοθετεί το αδίκημα, ανεξαρτήτως βλάβης του θύματος, και έτσι συνάγουμε το συμπέρασμα ότι ορθά ο ΑΠ ερμήνευσε εδώ το νόμο.
Περαιτέρω, φρονούμε ότι σημαντική είναι και η ΑΠ (Ποιν) 492/201022, που έκρινε ορθά ότι η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου που καταδίκασε τον κατηγορούμενο για τη διάπραξη του εγκλήματος έφερε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ειδικά σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της βιαιοπραγίας, καθότι συνέτρεχαν τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, της παρουσίας του στον αγωνιστικό χώρο και του χτυπήματος στο διαιτητή του αγώνα, ανεξαρτήτως αν επήλθε τελικά σωματική βλάβη στο θύμα, οπότε η πράξη αυτή συνιστά «αθλητική βιαιοπραγία» κατά τον νόμο.
Πάντως, παρεμπιπτόντως αναφέρεται ότι και η ΑΠ (Ποιν) 219/201823 σχετίζεται μεν με ποινική υπόθεση βιαιοπραγίας στον αγωνιστικό χώρο, εντούτοις ενώπιον του ΑΠ τέθηκε ζήτημα εφαρμογής της αρχής του ευμενέστερου ποινικού νόμου, οπότε ο ΑΠ ορθά έκρινε εδώ ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της μη εφαρμογής του, δυνάμει του άρθρου 2 ΠΚ, στηριζόμενος σε αντίστοιχη εύστοχη νομική επιχειρηματολογία.
Επιπλέον, ως τρόπος τέλεσης του εγκλήματος προβλέπεται και η εκτόξευση απειλών εναντίον προσώπου, που αναγράφεται στο φύλλο αγώνα. Ταυτόχρονα, η απειλή παρουσιάζει την ακριβή έννοια του άρθρου 333 ΠΚ, δηλαδή την πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας με απειλή βίας ή παράνομης πράξης. Ασφαλώς, επισημαίνεται ότι η αναγραφή προσώπου στο φύλλο αγώνα αποτελεί εξωτερικό όρο του αξιοποίνου, αφού βρίσκεται έξω από τη περιγραφή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος και κατ’ επέκταση, δεν καλύπτεται από τον δόλο ή την αμέλεια του φυσικού αυτουργού, αλλά εφόσον δε λαμβάνει χώρα, δε θεμελιώνεται και το αξιόποινο.
ΙΙΙ. Κατοχή ή χρησιμοποίηση αντικειμένων
Παράλληλα, τονίζεται ότι σύμφωνα με την παρ. 1 περ. γ΄ του συγκεκριμένου άρθρου τιμωρείται επίσης με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη, όποιος με πρόθεση μέσα σε αθλητικές εγκαταστάσεις ή στον αμέσως περιβάλλοντα χώρο τους ή στις βοηθητικές εγκαταστάσεις ή στους χώρους προσέλευσης και στάθμευσης, κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης, κατέχει ή χρησιμοποιεί αντικείμενα που μπορούν να προκαλέσουν σωματικές βλάβες σε άλλα πρόσωπα.
Δηλαδή, ουσιαστικά σύμφωνα με την παρ. 1 περ. γ΄ τιμωρείται ποινικά ένα πρόσωπο όταν κατέχει ή χρησιμοποιεί αντικείμενα που μπορούν να προκαλέσουν σωματικές βλάβες σε άλλα πρόσωπα. Επομένως, επισημαίνεται ότι στην περ. γ΄ ποινικοποιείται η κατοχή, και διαζευκτικά η χρήση αντικειμένων που είναι δυνατό να προκαλέσουν σωματικές βλάβες σε άλλα πρόσωπα κατά τη χρονική διάρκεια διεξαγωγής αθλητικής εκδήλωσης.
Ασφαλώς, η επίμαχη έννοια πρέπει να ερμηνεύεται στενά λόγω της πληθώρας αντικειμένων που είναι γενικώς πρόσφορα να προκαλέσουν σωματική βλάβη σε άλλα πρόσωπα, ώστε να καλύπτονται αποκλειστικά περιπτώσεις αντικειμένων που δύνανται κατά τον προορισμό τους, με βάση το κριτήριο της συσταλτικής ερμηνείας, να προκαλέσουν βλάβη, και τα οποία δεν πρέπει να έχουν καμία θέση στα πλαίσια διεξαγωγής αθλητικής συνάντησης.
Αναμφισβήτητα, συνήθως τα συγκεκριμένα αντικείμενα ταυτίζονται με εκείνα που απαγορεύονται να εισέρχονται στα γήπεδα από τους κανονισμούς των γηπέδων, και αναγράφονται μάλιστα στην είσοδο των γηπέδων.
Η κατοχή των επίμαχων αντικειμένων παρουσιάζει την έννοια της φυσικής εξουσίασης πάνω στο πράγμα, και την ένταξή του στην πρώτη σφαίρα κατοχής του ατόμου, έτσι ώστε να υφίσταται άμεση τοπική σχέση του κατόχου και του αντικειμένου.
Πάντως, τονίζεται πως για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος, αρκεί και η απλή ύπαρξη του απαγορευμένου αντικειμένου στη δεύτερη σφαίρα κατοχής του ατόμου, π.χ. στο χώρο αποσκευών αυτοκινήτου στο πάρκινγκ του γηπέδου, με τη σκέψη ότι οι αξιόποινες πράξεις αθλητικής βίας είναι δυνατό να διεξαχθούν και σε βοηθητικούς χώρους του γηπέδου, αλλά και σε χώρους στάθμευσης του τελευταίου.
[…]
11. Συνολικές καταληκτικές επισημάνσεις
Αναντίλεκτα, καθίσταται εναργές ότι ο νομοθέτης με το ιδιώνυμο έγκλημα, προσπάθησε και φρονούμε ότι πέτυχε σε σημαντικό βαθμό την επιβολή λειτουργικού νομοθετικού καθεστώτος «τάξης και ασφάλειας» στον αθλητισμό και στο πεδίο της καταπολέμησης της αθλητικής βίας.
Ασφαλώς, θετικής κριτικής αποτίμησης χρήζουν εκ μέρους μας και οι νομοθετικές διατάξεις των παρ. 7, 8, 9 και 10 του άρθρου 41ΣΤ Ν 2725/1999. Επομένως, φρονούμε ότι συμβάλλει σημαντικά στην καταπολέμηση της αθλητικής βίας η πρόβλεψη της παρ. 7 ότι σε περίπτωση καταδίκης προσώπου για τη διάπραξη των εγκλημάτων του άρθρου 41ΣΤ Ν 2725/1999, το δικαστήριο επιβάλλει υποχρεωτικά για χρονικό διάστημα δύο μέχρι πέντε ετών σε αυτόν απαγόρευση προσέλευσης και παρακολούθησης όλων των αθλητικών εκδηλώσεων, αδιακρίτως αθλήματος, ακόμη και εκείνων που διεξάγονται εκτός ελληνικής επικράτειας, στις οποίες μετέχει ομάδα, σε αγώνα της οποίας ή με αφορμή αγώνα της τελέστηκε το έγκλημα.
Φρονούμε ότι δόκιμο μέτρο καταπολέμησης της αθλητικής βίας είναι η επαναφορά ισχύος του ηλεκτρονικού ονομαστικού εισιτηρίου στους αθλητικούς χώρους
Προφανώς, εξίσου κρίσιμο μέγεθος αποτελεί η δυνατότητα του δικαστηρίου να απαγορεύσει την προσέλευση και την παρακολούθηση και οποιασδήποτε άλλης αθλητικής εκδήλωσης, αν, από τις περιστάσεις και βάσει της προσωπικότητας του φυσικού αυτουργού, αξιολογήσει ότι είναι επικίνδυνος για την ομαλή διεξαγωγή αθλητικών εκδηλώσεων.
Μάλιστα, τεράστια συμβολή στην αποτελεσματικότητα της ποινικής καταστολής παρουσιάζει το ότι για την εκτέλεση της παρεπόμενης ποινής το δικαστήριο διατάσσει τον φυσικό αυτουργό να εμφανίζεται στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας ή διαμονής του πριν την έναρξη αθλητικής συνάντησης και να παραμένει σε αυτό ή σε χώρο άμεσης εποπτείας της αστυνομικής αρχής, δύο ώρες πριν την έναρξη της μέχρι δύο ώρες μετά τη λήξη της, ενώ το δικαστήριο μετά από αίτημα του καταδικασθέντος προσδιορίζει στην απόφασή του το άθλημα και τις αθλητικές συναντήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται η ανωτέρω παρεπόμενη ποινή.
Παράλληλα, φρονούμε ότι εξίσου λειτουργικές είναι οι προβλέψεις της παρ. 7, ότι αν ο φυσικός αυτουργός εγκλημάτων αθλητικής βίας είναι ανήλικο πρόσωπο, επιβάλλεται ως αναμορφωτικό μέτρο η απαγόρευση προσέλευσης και παρακολούθησης αθλητικών εκδηλώσεων με όρους και προϋποθέσεις που ορίζονται, ενώ αν ο ανήλικος είναι κάτω των δεκαέξι ετών, επιβάλλεται εύλογα ως αναμορφωτικό μέτρο η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειάς του στους γονείς, επιτρόπους ή κηδεμόνες του.
Ταυτόχρονα, αξιόλογη διάταξη αποτελεί το ότι με κοινή απόφαση των υπουργών δικαιοσύνης και προστασίας του πολίτη, και του αρμόδιου για τον αθλητισμό υπουργού ρυθμίζεται οποιοδήποτε σχετικό ζήτημα με την εκτέλεση της προαναφερθείσας παρεπόμενης ποινής ή του αναμορφωτικού μέτρου.
Φρονούμε ότι εξίσου μεγάλη συμβολή στην ταχύτατη και αποτελεσματική καταπολέμηση της αθλητικής βίας, παρουσιάζει το ότι σύμφωνα με την παρ. 8 του τα εγκλήματα διώκονται αυτεπαγγέλτως, ενώ καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο είναι το τριμελές πλημμελειοδικείο του τόπου διάπραξής τους, και για την εκδίκασή τους εφαρμόζεται υποχρεωτικά η αυτόφωρη διαδικασία των άρθρων 418 επ. ΚΠΔ, ενώ αυτά εκδικάζονται εντός τριάντα ημερών.
Σαφέστατα, αποτελεί δόκιμη νομοθέτηση το ότι δυνάμει της παρ. 8 η προθεσμία για την άσκηση έφεσης εναντίον καταδικαστικής απόφασης και η άσκηση έφεσης δεν αναστέλλουν την εκτέλεσή τους, ενώ η παρεπόμενη ποινή που επιβλήθηκε κατά την παρ. 7, ουδέποτε αναστέλλεται και η ενδεχόμενη ασκηθείσα έφεση προσδιορίζεται προς εκδίκαση στον απόλυτα αναγκαίο χρόνο, συμβάλλοντας στην επίτευξη του στόχου της ταχύτητας της διαδικασίας.
Ακόμη, φρονούμε ότι διασφαλίζονται τα δικονομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου για τη διάπραξη εγκλημάτων αθλητικής βίας, από το ότι δυνάμει της παρ. 8 ο εισαγγελέας, με διάταξη που εκδίδει πριν την παραγγελία του για την απόλυσή του, εντέλλεται προς την αστυνομική αρχή του τόπου κατοικίας ή διαμονής του την εκτέλεση της παρεπόμενης ποινής, μνημονεύοντας τη χρονική διάρκειά της ή, αν έχει ήδη εκτιθεί τμήμα της, το υπόλοιπό της, ενώ μάλιστα το συγκεκριμένο πρόσωπο πριν απολυθεί λαμβάνει γνώση του περιεχομένου της διάταξης.
Επιπλέον, φρονούμε ότι είναι ορθολογική η νομοθετική επιλογή της παρ. 9 για το ότι η αυτόφωρη διαδικασία των άρθρων 275 και 417 ΚΠΔ δεν εφαρμόζεται για πλημμελήματα, αν το έγκλημα στρέφεται εναντίον της τιμής ή αφορά εντελώς ελαφρά ή ασήμαντη σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας και φέρεται ότι διαπράχθηκε από διαιτητή οποιουδήποτε αθλήματος ή βοηθό του κατά την εκτέλεση των σχετικών με τον αγώνα καθηκόντων τους, ή από αθλητή κατά τη συμμετοχή του σε αθλητική συνάντηση.
προσωρινή αναστολή λειτουργίας των λεσχών φιλάθλων και των παραρτημάτων, των γραφείων και των εντευκτηρίων τους μέχρι την 31η Ιουλίου 2022 για λόγους δημόσιας ασφάλειας, δεν αποτελεί κατά τη θέση μας δόκιμη νομοθετική επιλογή
Ασφαλώς, δικαιολογείται πάντοτε η μη επιλογή της ταχύτητας εκδίκασης των συγκεκριμένων περιπτώσεων, τόσο από τη χαμηλή βαρύτητα των εγκλημάτων, όσο και από το ότι διαπράττονται από τους συμμετέχοντες στην αθλητική συνάντηση και στο πλαίσιο της εκτέλεσης των σχετικών με τον αγώνα καθηκόντων τους.
Επιπροσθέτως, μας βρίσκει σύμφωνους δικαιοπολιτικά και η πρόβλεψη της παρ. 10, όπου με τις ποινές της παρ. 1, εκτός αν τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιος, σε τόπο και σε χρόνο που δεν συνδέονται με συγκεκριμένη αθλητική εκδήλωση, έχοντας σαφή αθλητική αναφορά και αθλητικό υπόβαθρο που ανάγεται σε αντιπαλότητα μεταξύ οπαδών αθλητικών ομάδων, κατέχει ή χρησιμοποιεί αντικείμενα που μπορούν να προκαλέσουν σωματικές βλάβες, και κατέχει ή χρησιμοποιεί βεγγαλικά, καπνογόνα, κροτίδες και γενικά εύφλεκτες ύλες.
Παράλληλα, φρονούμε ότι εύστοχα με τις ποινές της παρ. 2, εκτός αν τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιο πρόσωπο σε τόπο και σε χρόνο που δε συνδέονται με συγκεκριμένη αθλητική εκδήλωση, έχοντας σαφή αθλητική αναφορά και αθλητικό υπόβαθρο που ανάγεται σε αντιπαλότητα μεταξύ οπαδών αθλητικών ομάδων, απευθύνει ατομικά ή ως μέλος ομάδας σε τρίτους, εκφράσεις που προσβάλλουν την εθνική ταυτότητα των προσώπων αυτών ή είναι ρατσιστικού περιεχομένου ή προσβάλλει τον εθνικό ύμνο, τα ολυμπιακά σύμβολα ή τους ολυμπιακούς αγώνες.
Για τις συγκεκριμένες προβλέψεις φρονούμε ότι ισχύει η ίδια επιχειρηματολογία σχετικά με τα αντίστοιχα εγκλήματα που εξειδικεύτηκαν ενδελεχώς ανωτέρω, οπότε η συνολική κριτική μας αποτίμηση στην παρ. 10 του άρθρου 41ΣΤ του Ν 2725/1999 φέρει θετικό πρόσημο.
Μάλιστα, τονίζεται ότι για τη λειτουργική καταπολέμηση της συγκεκριμένης μορφής εγκληματικότητας δημοσιεύθηκε το 2022 ο νέος «αθλητικός νόμος» (Ν4908/2022), ο οποίος προβλέπει μέτρα που σχετίζονται με τον αθλητισμό, π.χ. σύσταση ψηφιακού μητρώου μελών λεσχών φιλάθλων στο υπουργείο ψηφιακής διακυβέρνησης, όπου θα καταχωρίζονται τα μέλη των λεσχών φιλάθλων των αθλητικών σωματείων, τμημάτων αμειβομένων αθλητών ή ανώνυμων αθλητικών εταιρειών, με δυνατότητα άμεσης πρόσβασης σε αυτό από την αστυνομική διεύθυνση πρόληψης αθλητικής βίας, εφόσον προκύψουν λόγοι δημόσιας τάξης, διοικητικά μέτρα κατά της αθλητικής βίας σε σοβαρές περιπτώσεις τέλεσης επεισοδίων, παρότρυνσης σε πρόκληση επεισοδίων, ρατσιστικών συμπεριφορών και γενικότερων φαινομένων βίας που σχετίζονται με τον αθλητισμό, εντός ή ακόμα και εκτός αγωνιστικών χώρων, με πρόστιμα ύψους από 10.000 μέχρι 1.000.000 ευρώ, ενώ σε ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις προβλέπεται και η ανάκληση της υφιστάμενης ειδικής αθλητικής αναγνώρισης.
Επιπρόσθετα, πλέον προβλέπεται και αυστηροποίηση των όρων στέγασης και λειτουργίας των λεσχών φιλάθλων και των παραρτημάτων τους, προκειμένου να μη διευκολύνεται ουσιαστικά η συνάθροιση των φιλάθλων.
Περαιτέρω, προβλέπονται μέτρα προώθησης του αθλητικού εθελοντισμού και του πνευματικού, ηλεκτρονικού και εργασιακού αθλητισμού, η σύσταση διαρκούς επιτροπής για την αντιμετώπιση της βίας με έργο τη διαρκή μελέτη του φαινομένου κάθε μορφής βίας στο χώρο του αθλητισμού.
Ασφαλώς, η κριτική μας αποτίμηση στα μέτρα που έχουν ως απώτερο σκοπό την καταπολέμηση της αθλητικής βίας στις επιμέρους εκφάνσεις του, δε θα μπορούσε παρά να έχει ένα θετικό πρόσημο.
Ωστόσο, η προσωρινή αναστολή λειτουργίας των λεσχών φιλάθλων και των παραρτημάτων, των γραφείων και των εντευκτηρίων τους μέχρι την 31η Ιουλίου 2022 για λόγους δημόσιας ασφάλειας, δεν αποτελεί κατά τη θέση μας δόκιμη νομοθετική επιλογή, καθότι δε συμφωνούμε με την επιβολή μέτρου συνολικά σε όλες τις λέσχες φιλάθλων, σε περίπτωση διάπραξης ειδεχθούς εγκλήματος αθλητικής βίας από φιλάθλους μίας ή ορισμένων μόνο λεσχών.
Φρονούμε ότι η επιβολή μέτρων καταπολέμησης της αθλητικής βίας στις ομάδες προσώπων που διαπράττουν τέτοια εγκλήματα και καταδικάζονται από το δικαστήριο για αυτά, είναι η πλέον ενδεδειγμένη νομοθετική επιλογή που θα μπορούσε να υιοθετήσει ο νομοθέτης.
Το ίδιο ακριβώς επισημαίνουμε και για τις κυρώσεις στο πρόσωπο των λεσχών φιλάθλων, στην περίπτωση που μέλη τους επιδεικνύουν παραβατική συμπεριφορά, π.χ. προσωρινή αναστολή, ανάκληση της άδειας λειτουργίας τους και σφράγιση γραφείων τους, αύξηση των κατώτατων ορίων ποινών από δύο έτη και χρηματική ποινή σε φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή. Φρονούμε ότι τέτοιες κυρώσεις θα πρέπει να επιβάλλονται στα πρόσωπα ή στις ομάδες προσώπων που διαπράττουν τέτοια σοβαρά εγκλήματα.
Ακόμη, φρονούμε ότι δόκιμο μέτρο καταπολέμησης της αθλητικής βίας είναι η επαναφορά ισχύος του ηλεκτρονικού ονομαστικού εισιτηρίου στους αθλητικούς χώρους όπου διεξάγονται αθλητικές συναντήσεις, καθότι θα λειτουργούσε σημαντικά σε προληπτικό επίπεδο για πολλά πρόσωπα που θα επιθυμούσαν να δημιουργήσουν επεισόδια διαταράσσοντας την ομαλή διεξαγωγή τους, όσο και κατασταλτικά με τη διευκόλυνση εντοπισμού και σύλληψης φυσικών αυτουργών εγκλημάτων αθλητικής βίας.
Αναπόδραστα, σημαντική είναι η νομοθετική τροποποίηση του άρθρου 41ΣΤ του Ν 2725/1999 μέχρι και τον Ν 5046/2023, και η καθιέρωση ειδικού ποινικού αδικήματος, όσον αφορά την κάλυψη των χαρακτηριστικών του προσώπου των θεατών κατά τη διάρκεια αθλητικού αγώνα, αλλά και η ρητή επαναφορά του «ιδιωνύμου», δηλαδή μεταξύ άλλων και της απαγόρευσης αναστολής εκτέλεσης της ποινής για εγκλήματα αθλητικής βίας, που έχουν πλέον προτεραιότητα στην εκδίκασή τους εντός των τριάντα ημερών σε σχέση πάντοτε με άλλα ποινικά αδικήματα, ακόμα και αν τα τελευταία είναι βαρύτερα.
Μάλιστα, όπως έχει επισημανθεί ορθά, προβλέπεται και η υποχρεωτική επιβολή περιοριστικών όρων σε περίπτωση αναβολής εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε τέτοιο ενδεχόμενο να καθίσταται για τον κατηγορούμενο ιδιαίτερα δυσμενές, ενώ προβλέπεται και απαγόρευση μετατροπής της ποινής για τη διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων.
Εν κατακλείδι, φρονούμε ότι οι περισσότερες προβλέψεις του ιδιώνυμου εγκλήματος κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση για την αποτελεσματική καταπολέμηση του φαινομένου, και ευελπιστούμε στο μέλλον η πρακτική εφαρμογή του, σε συνδυασμό με τις πρόσφατες νομοθετικές προσθήκες να επιφέρουν ακόμη πιο θετικά αποτελέσματα. Εντούτοις, υπάρχουν περιθώρια νομοτεχνικών βελτιώσεων για τον περιορισμό του δυσμενούς φαινομένου στο μέλλον.
Ο κ. Σάββας Ορφανός είναι Δικηγόρος, Διδάκτωρ Ποινικού
Δικονομικού Δικαίου ΑΠΘ και μέλος της Ένωσης Ελλήνων
Ποινικολόγων.
ΔΕΙΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΗΝ QUALEX : To ιδιώνυμο έγκλημα της αθλητικής βίας
ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ