Δεκτή εν μέρει έγινε η προσφυγή με την οποία επιδιώχθηκε η ακύρωση πράξεων επιβολής φόρου και προστίμων λόγω διαφορών που προέκυψαν μετά από φορολογικό έλεγχο. Η φορολογική αρχή είχε χαρακτηρίσει συγκεκριμένες κινήσεις λογαριασμών του προσφεύγοντος ως αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του τελευταίου, οι εν λόγω συναλλαγές αφορούσαν την εξυπηρέτηση που του παρείχε ιδιοκτήτης επιχείρησης σούπερ μάρκετ κατά την περίοδο των capital controls, παρέχοντάς του μετρητά, ενώ ο προσφεύγων μετέφερε το αντίστοιχο ποσό μέσω χρεωστικής κάρτας στο POS της επιχείρησης. Άλλωστε, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, οι δαπάνες που εμφανίζονταν στους λογαριασμούς του αφορούσαν συνήθεις αγορές για μία μέση οικογένεια από το σούπερ μάρκετ.
Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της περιόδου των capital controls, τη φύση της δραστηριότητας του προσφεύγοντος που απαιτεί μετρητά (χονδρικό εμπόριο σιδήρου και χάλυβα σε πρωτογενείς μορφές), καθώς και το γεγονός ότι οι συναλλαγές εστιάζονταν στη χρήση 2016 και δεν επαναλαμβάνονταν το 2017, έκρινε ότι το ποσό των χρεωστικών κινήσεων της χρήσης 2016 δεν έπρεπε να προσμετρηθεί στη στήλη «Αναλώσεις Κεφαλαίων/Εσόδων» της προσβαλλόμενης πράξης.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΜΔΠρΣερ 73/2024