Ερευνητικό πρόγραμμα – «μαμούθ», πρωτόγνωρο στα ιστορικά – δικαστικά χρονικά, διεξάγει το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την καθοριστική συμβολή του Ιδρύματος της Βουλής και των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει εμβληματικούς σταθμούς της Ιστορίας του ΣτΕ, μεγάλες δίκες, αποφάσεις βεληνεκούς, καθώς και σημαντικά επεισόδια από την υπηρεσιακή ζωή μελών του Δικαστηρίου, άρρηκτα συνδεδεμένα με την Ιστορία της χώρας. Ο κ. Παναγιώτης Τσούκας, Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, περιγράφει σε συνέντευξή του στο NB Daily τις συντεταγμένες του προγράμματος, που θα αποτελέσει – είναι βέβαιο – σημαντική παρακαταθήκη για το μέλλον.
Πώς ξεκίνησε το έργο; Μιλήστε μας για τη σύλληψή του και τις λεπτομέρειες που το συγκροτούν. Ήταν δικής σας έμπνευσης;
Αφετηρία ήταν δύο μεγάλες ανάγκες, μια γνωσιακή και μία συναισθηματική. Η πρώτη ήταν ανάγκη γνώσεως της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, ιστορία υπό την ευρεία έννοια του όρου, πολιτική, στρατιωτική, εκκλησιαστική, εκπαιδευτική, οικονομική, ιστορία του γυναικείου ζητήματος και φεμινιστικού κινήματος, ιστορία του συνδικαλισμού. Η δεύτερη συνδέεται με τον θεσμό στον οποίο υπηρετώ και εκπορεύεται από το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν, θεσμό ο οποίος είναι αδιαχώριστος όχι από τη ζωή μου μόνο, αλλά από αυτή την ίδια την ταυτότητά μου, το Συμβούλιο Επικρατείας. Η ιδιότητά μου ως Προέδρου της Ενώσεως Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας έπαιξε τον δικό της επικαθοριστικό ρόλο. Πάντως, το ερευνητικό πρόγραμμα δεν θα μπορούσε, στην έκταση που έχει λάβει, να γίνει πραγματικότητα χωρίς την εγκάρδια και πρόθυμη σύμπραξη των δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας και χωρίς τη συνεργασία του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Έτσι λοιπόν το ενδιαφέρον μου για την σύγχρονη ιστορία της χώρας μου και το ενδιαφέρον μου για το Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ κάποτε έβαιναν παράλληλα μεταξύ τους, τώρα ήρθε η ώρα να διασταυρωθούν. Πώς δηλαδή; Ερευνώντας και μελετώντας μεγάλες αποφάσεις του Δικαστηρίου και μεγάλα επεισόδια από την (υπηρεσιακή) ζωή των δικαστών του.
Η Δικαιοσύνη ως συνομιλητής της Ιστορίας, τρόπον τινά.
Μέσα από μεγάλες δίκες θα δούμε μεγάλα επεισόδια από τον πολιτικό και τον εν γένει δημόσιο βίο της χώρας από το 1929 (σσ: έτος ιδρύσεως του Δικαστηρίου) μέχρι το 1976. Αυτή η χρονική περίοδος είναι επαρκής χρόνος, ο οποίος μας επιτρέπει να μην μιλήσουμε για πράγματα και πρόσωπα προς τα οποία υπάρχει ακόμη χρονική εγγύτητα που δυσκολεύει την από περιωπής θεώρησή τους (…).
1929 – 1976. Δύσκολες δεκαετίες, δύσκολες εποχές και για την Ελλάδα, προπολεμικά, μεταπολεμικά. Δε θα τιθασεύαμε την προς έρευνα ύλη αν πηγαίναμε και μετά το 1976. Το χρονικό όριο του 1976 μας αναγκάζει και εν ταυτώ μας επιτρέπει να εμβαθύνουμε περισσότερο σε αυτή την περίοδο.
Ποιες θεωρείτε «μεγάλες αποφάσεις»;
Μεγάλες αποφάσεις είναι πρώτα απ’ όλα είναι οι αποφάσεις που αφορούν το πολίτευμα και τον χαρακτήρα κυβερνήσεων. Οι κυβερνήσεις του Κονδύλη, η κυβέρνηση του Πάγκαλου, η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1935, οι εν Ελλάδι κυβερνήσεις της Κατοχής, οι εξόριστες ελληνικές κυβερνήσεις της Κατοχικής περιόδου, οι πρώτες μεταπελευθερωτικές κυβερνήσεις, τι χαρακτήρα είχαν; Οι κυβερνήσεις της περιόδου 1967-1974, τι χαρακτήρα είχαν; Ήταν νόμιμες, δεν ήταν νόμιμες, ήταν de facto, τι ήταν; Αυτές ήταν πολύ μεγάλες δίκες.
Άλλες μεγάλες δίκες αφορούν σημαντικούς θεσμούς, θεσμούς του Δικαίου εννοώ, νομικούς θεσμούς, μέσα από τους οποίους, κατά καιρούς, ασκούνταν η κυβερνητική-πολιτική εξουσία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η νομολογία για την εκτόπιση, τη διοικητική εκτόπιση, αυτό που λέγονταν εξορία – όταν οι αριστεροί στέλνονταν σε ξερονήσια. Αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό, δραστικό εργαλείο στα χέρια μεταπελευθερωτικών και μετεμφυλιακών κυβερνήσεων. Ήταν ένα βασικό εργαλείο των κυβερνήσεων οι οποίες δίωκαν τον εσωτερικό εχθρό, αυτόν που θεωρούσαν εσωτερικό εχθρό. Αυτή η νομολογία είναι πολύ ακανθώδης νομολογία που για να την κατανοήσει κανείς πρέπει να γνωρίζει καλά τη μετεμφυλιακή Ελλάδα μέχρι και το 1967.
Μια άλλη μεγάλη θεματική, θεματική δηλαδή που συντίθεται από πολλές αποφάσεις του, είναι η νομολογία του Δικαστηρίου με την οποία αυτό ήσκησε ή δεν ήσκησε δικαστικό έλεγχο, του τρόπου με τον οποίο κυβερνιόταν η χώρα. Και συγκεκριμένα στον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις αυτές νομοθετούσαν εκτάκτως, ενεστώσης της Βουλής, πλην ερήμην αυτής – πρόκειται για το μεγάλο θέμα αν η έκτακτη νομοθέτηση υπέκειτο ή όχι σε δικαστικό έλεγχο. Ο Άρειος Πάγος ποτέ δεν υπέβαλε σε έλεγχο την έκτακτη νομοθέτηση, το Συμβούλιο της Επικρατείας αντιθέτως υπήρξαν φορές που άσκησε τον έλεγχο αυτό με πολλές επιδοκιμασίες και αποδοκιμασίες. Αυτή είναι μια πολύ μεγάλη θεματική, από πλευρά νομικής-τεχνικής απόψεως σύνθετη και δύσκολη. Επίσης και πολιτικά απαιτητική για να την κατανοήσει κανείς. Επ’ αυτής μας μίλησε ο συνάδελφος κ. Διονύσης Αντωνάτος.
Άλλες μεγάλες δίκες είναι εκείνες οι δίκες των οποίων, ήδη κατά τον χρόνο που διεξήχθησαν, το αντικείμενό τους ήταν μεγάλο και ακανθώδες.
Μεγάλο και ακανθώδες αντικείμενο: εννοώ – ας πούμε – τη δίκη για την οποία εισηγήθηκα εγώ προ μηνός, για τη μεγάλη σύγκρουση του Χρύσανθου και του Δαμασκηνού, όταν το δικαστήριο το ’38 ακύρωσε την εκλογή του Δαμασκηνού. Αυτή ήταν ίσως η πιο βαριά δίκη που δίκασε ποτέ το Συμβούλιο της Επικρατείας με τα κριτήρια που θέτω για να μετρήσω το βάρος της δίκης. Συγκεκριμένα κριτήρια.
Επίσης: οι αποφάσεις που αφορούσαν την απόκτηση της Ολυμπιακής Αεροπορίας από τον Ωνάση – η συνάδελφός μου η κυρία Φαίη Κουράκου εισηγήθηκε επί των αποφάσεων του Δικαστηρίου και ο ερευνητής-συγγραφέας Αχιλλέας Χεκίμογλου ήρθε, μας μίλησε και μας βοήθησε πολύ – και με την ομιλία του και με το βιβλίο του – να καταλάβουμε ότι οι αποφάσεις αυτές ήταν ένα κομμάτι μιας πολύ-πολύ μεγάλης μη νομικής υπόθεσεως.
Επίσης, άλλη μεγάλη δίκη ήταν η δίκη των Τόνων, η περίφημη δίκη των τόνων, η πειθαρχική δίωξη του Κακριδή το ’43. Ή η δίκη του Δελμούζου, για την οποία εισηγήθηκε η συνάδελφός μου κυρία Ελένη Κουλεντιανού. Ο Δελμούζος ήταν ήδη μεγάλη μορφή, παιδαγωγική μορφή, στην εποχή του και πριν από τον πόλεμο, τώρα πια είναι μια εμβληματική μορφή στην ιστορία της Εκπαίδευσης, στη Νεοελληνική Ιστορία. Αυτή η δίκη του Δελμούζου είναι άγνωστη ακόμα και σε ειδικούς μελετητές της Εκπαιδευτικής Ιστορίας της χώρας. Επίσης, υπάρχουν δίκες οι οποίες έγιναν δεκαετίες αργότερα, αναδρομικώς τρόπον τινά, όπως η προπολεμική δίκη του Νίκου Πουμπλίδη στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της απολύσεώς του από τη θέση του δασκάλου, δίκη για την οποία ήδη μας μίλησε ο συνάδελφος κ. Δημήτρης Τσαρούχας. Άλλη δίκη άξια ιδιαίτερης μνείας είναι εκείνη του στρατηγού Στ. Σαράφη κατά της πράξεως που τον έστελνε εξορία. Επ’ αυτής θα μας μιλήσει ο συνάδελφος κ. Βασίλης Ανδρουλάκης.
Επίσης, ασχολούμαστε και με μεγάλα επεισόδια από τη ζωή των δικαστών του Συμβουλίου την Επικρατείας από την (υπηρεσιακή) ζωή. Για παράδειγμα, η πρώτη ομιλία του προγράμματος, αφορούσε την παραίτηση του Κωνσταντίνου Ρακτιβάν, του πρώτου Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ήταν παραίτηση που ξέραμε ότι ήταν προβληματική, ότι κάτι συνέβη τότε, αλλά δεν γνωρίζαμε τι ακριβώς. Γιατί να παραιτηθεί δύο-τρεις εβδομάδες προτού φύγει από την Υπηρεσία, από την οποία θα αποχωρούσε ούτως ή άλλως λόγω ορίου ηλικίας; Έχει πολύ παρασκήνιο η υπόθεση, πολιτικό παρασκήνιο. Με την έρευνα που έγινε ρίξαμε πολύ φως.
Αυτό εννοώ επεισόδια από τη ζωή των ανθρώπων. Ας πούμε, το θέμα του Δαμασκηνού και του Χρύσανθου συνδέεται με μεγάλα επεισόδια από τη ζωή του δευτέρου Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και ενός εκ των δύο αντιπροέδρων του, του Στάμου Παπαφράγκου, Προέδρου, και του Αντωνίου Γαζή, Αντιπροέδρου. Εξαιτίας αυτής της αποφάσεως, αυτοί οι άνθρωποι απολύθηκαν από την κυβέρνηση Τσολάκογλου, όταν ο Δαμασκηνός επανήλθε στο θώκο τον Αρχιεπισκοπικό. Αυτοί οι δικαστές εκπαραθυρώθηκαν με έναν πολύ σκαιό τρόπο που αμαύρωσε το όνομά τους. Απολύθηκαν ως ακατάλληλοι για την Υπηρεσία. Ξέρουμε τώρα γιατί και πώς έγινε.
Το ερευνητικό πρόγραμμα θα ήταν ανέφικτο να γίνει – στην έκταση και στο βάθος και στη λεπτομερειακότητα με την οποία διεξάγεται και εκτελείται- αν δεν είχαμε τη συνεργασία του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία
Ποιοι σας στηρίζουν σε αυτό το ερευνητικό πρόγραμμα;
Πρέπει να πω ότι αυτό το ερευνητικό πρόγραμμα θα ήταν ανέφικτο να γίνει – στην έκταση και στο βάθος και με την οποία διεξάγεται, αν δεν είχαμε τη συνεργασία του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, του οποίου Πρόεδρος του Ιδρύματος είναι ο κ. Κωνσταντίνος Τασούλας, γνωστός για την αγάπη του για την Ιστορία και την γερή μόρφωσή του. Και ο γενικός γραμματέας του Ιδρύματος, ο διακεκριμένος Καθηγητής της σύγχρονης ιστορίας, κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου. Στο πρόσωπό τους, το Ίδρυμα καθιστά εφικτό, το ερευνητικό πρόγραμμα αυτό στην έκταση και το βάθος που έχει. Χωρίς αυτή τη συνεργασία θα ήταν ανέφικτο. Για ποιο λόγο θα ήταν ανέφικτο: Όχι μόνο διότι το Ίδρυμα θα εκδώσει τους τόμους με τις μελέτες, αλλά διότι το Ίδρυμα μας παρέχει τη δυνατότητα να έχουμε ακώλυτη και ταχύτατη πρόσβαση σε όλον τον Τύπο της εποχής, από το 1929 και εντεύθεν. Χωρίς το Ίδρυμα δε θα είχαμε αυτή την πρόσβαση στον Τύπο, και χωρίς πρόσβαση στον Τύπο η έρευνα θα ήταν ελλιπής. Χωρίς αυτήν, θα διαβάζαμε αποφάσεις, όπως τις διαβάζουμε όταν γράφουμε νομικά βιβλία, δηλαδή μόνο ως νομικά διανοήματα, και θα συγκρίναμε απλώς τη μία απόφαση με την άλλη. Δεν πρόκειται περί αυτού τώρα. Πρόκειται για κάτι πολύ μεγαλύτερο. Για κάθε δίκη κοιτάμε πολύ πολύ καλά τον Τύπο, όσες εφημερίδες μπορούμε περισσότερες, γύρω από τη δίκη ή για ολόκληρες περιόδους γύρω από τη δίκη, από τον χρόνο που κατατέθηκε η αίτηση ακυρώσεως, μέχρι και δυο τρεις μήνες αφότου εκδόθηκε η απόφαση. Μπορεί να είναι και περιπτώσεις για τις οποίες να ψάχνουμε και εφημερίδες δύο έως και οχτώ χρόνων, όταν ερευνούμε νομολογιακές θεματικές, όταν δηλαδή η υπό έρευνα νομολογία εκτείνεται σε μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Τα Γενικά Αρχεία του Κράτους μας δίνουν πρόσβαση στις δικογραφίες, μας φέρνουν τις δικογραφίες στο φως σε χρόνο ταχύτατο και μας «ψηφιοποιούν».
Η έτερη συνεργασία που έχουμε, που καθιστά αυτό το πρόγραμμα εφικτό, είναι η συνεργασία μας με τα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Όταν χτυπήσαμε την πόρτα των Γενικών Αρχείων του Κράτους, μιλήσαμε με την αναπληρώτρια διευθύντριά τους, την κ. Αμαλία Παππά. Τότε δεν είχε οριστεί ακόμη πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου, ο σημερινός πρόεδρός του, Καθηγητής κ. Δημήτριος Π. Σωτηρόπουλος. Χωρίς αυτή τη συνεργασία πάλι το πρόγραμμα θα ήταν αδύναμο, ελλιπές και όχι άξιο λόγου. Τα Γενικά Αρχεία του Κράτους μας δίνουν πρόσβαση στις δικογραφίες, μας φέρνουν τις δικογραφίες στο φως σε χρόνο ταχύτατο και μας τις ψηφιοποιούν. Τι ψηφιοποιούν; Τις αποφάσεις τις έχουμε, τα πρακτικά διασκέψεως όπου καταχωρίζονταν οι μειοψηφήσασες γνώμες τα έχουμε στο Δικαστήριο. Εδώ, στις δικογραφίες φυλάσσονται τα δικόγραφα, άρα βλέπουμε τι ακριβώς ήχθη στο Δικαστήριο, με ποιο τρόπο ήχθη στο Δικαστήριο από τους δικηγόρους. (Με τον τρόπο αυτό το υλικό που διαθέτουμε το είναι σημαντικό και για την μελέτη σημαντικών κεφαλαίων της ελληνικής δικηγορίας στον 20ο αιώνα). Επίσης στον φάκελο φυλάσσονται η εισήγηση του εισηγητή δικαστή, Συμβούλου ή Παρέδρου, και η προεισήγηση του βοηθού εισηγητή δικαστή, εισηγητή στον βαθμό. Συνοψίζω, για την μελέτη εκάστου θέματος ή θεματικής ερευνούμε και αποκτούμε, πέρα από την απόφαση, τα πρακτικά διασκέψεως, δικογραφία όπως την περιέγραψα, καθώς επίσης τον Τύπο, αλλά και -τούτο θέλω να το τονίσω- την ειδική μη νομική βιβλιογραφία που υπάρχει επί του θέματος, πχ. από ερευνητές της πολιτικής ιστορίας, της ιστορίας της εκπαίδευσης, της οικονομίας, του γλωσσικού ζητήματος, του εργατικού κινήματος, της Εκκλησίας, του φεμινιστικού κινήματος κτλ.
Μία από τις ομιλίες που έκανε η συνάδελφός μου, κυρία Αντωνέλλα Ανδρουτσοπούλου αφορούσε τη δίκη της Αγνής Ρουσοπούλου. Όταν η Αγνή Ρουσοπούλου ζήτησε να της επιτραπεί να συμμετάσχει στον διαγωνισμό εισηγητών του μόλις συσταθέντος Συμβούλιου της Επικρατείας, έλαβε απάντηση αρνητική λόγω φύλου. Η Ρουσοπούλου προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας με δικηγόρο τον Αλέξανδρο Σβώλο. Δεν δικαιώθηκε. Πολύ σημαντική υπόθεση. Λοιπόν, για αυτή τη δίκη βρήκαμε τα δικόγραφα φυσικά, βρήκαμε την εισήγηση, ερευνήσαμε τον Τύπο, νομικό και μη, και φυσικά ερευνήσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε την τεράστια βιβλιογραφία γύρω από το γυναικείο ζήτημα και το φεμινιστικό κίνημα.
Ποιοι ερευνούν, ποιοι συγγράφουν για τις μεγάλες δίκες του Συμβουλίου της Επικρατείας;
Καλή ερώτηση. Από τους πενήντα που συμμετέχουν στο πρόγραμμα, οι σαράντα πέντε είναι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας. Έχουμε επίσης τέσσερις πέντε συνεργασίες εκτός του Δικαστηρίου, με Καθηγητές της Νομικής, όπως οι κ. Σπύρος Βλαχόπουλο, Ακρίτας Καϊδατζή, Παναγιώτης Μαντζούφα. Επίσης και με δικηγόρους όπως ο κ. Μανόλης Βελεγράκης, και με άλλους που θα αναζητήσουμε. Επίσης και με δικαστές της πολιτικής/ποινικής Δικαιοσύνης, όπως οι Πρωτοδίκες κυρία Μάνθα Ζωγράφου και Κωνσταντίνα Μακρίδη, ο Εφέτης κ. Δημήτρης Τίτσιας. Και φυσικά με διοικητικούς δικαστές, όπως ο Πρωτοδίκης Δ.Δ. κ. Ιωάννης Αγγέλου.
Αν σας καλούσαμε να μας πείτε τον αριθμό των ερευνητών που έχουν ενεργοποιηθεί σε αυτό το project; Κι εσείς, είστε επιστημονικός επιμελητής;
Στο ερευνητικό πρόγραμμα εργάζονται σαρανταπέντε συνάδελφοι, στους οποίους εάν προστεθούν τα εξωτικά μέλη, ο συνολικός αριθμός ανέρχεται σχεδόν στους πενήντα.
Έχω πράγματι την ιδιότητα του επιστημονικού επιμελητή. Επιστημονικός επιμελητής σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι φέρω και ένα μέρος, όχι μικρό, της ευθύνης αυτών που γράφονται, δηλαδή να μην υπάρχουν μεγάλες παραλείψεις, να μην υπάρξουν λάθη. Πάντως, πρέπει να εξάρω ότι έκαστος ερευνητής έχει, αυτονοήτως, απόλυτη ελευθερία να διατυπώσει την επιστημονική άποψη στην οποία θα τον οδηγήσει η έρευνά του.
Νιώθω την ανάγκη να πω και τούτο: Τις αποφάσεις του Δικαστηρίου τις μελετούμε κριτικά. Δικαστική απόφαση, και μόνο που τη συσχετίζεις με προηγούμενες ή επόμενες – αν υπήρξαν προηγούμενες και επόμενες, όπως κατά κανόνα συμβαίνει – την βλέπεις κριτικά, πολύ δε περισσότερο εάν την δεις ως καρπό, ως προϊόν της εποχής της. Είναι καρποί της εποχής τους οι δικαστικές αποφάσεις. Όταν αυτό δεν γίνεται αντιληπτό, η δικαστική νομολογία μοιάζει να είναι αν όχι ακατανόητη, πάντως αυθαίρετη. Γι’ αυτό, στη μελέτη κάθε δικαστικής απόφασης ή σειράς δικαστικών αποφάσεων που συγκροτούν ευρύτερη θεματική δίνουμε τεράστια σημασία στο κοινωνικό, πολιτικό, δικαιοπολιτικό συγκείμενο.
Εγκλωβισμένοι στη συγκυρία;
Η λέξη «εγκλωβισμένοι» στερεί οξυγόνο. Μας καθορίζει η συγκυρία ή, πάντως, μας ορίζει. Μες στην ιστορία κολυμπάμε, σ’ αυτήν είμαστε βουτηγμένοι, αλλά όμως δεν θα έλεγα ότι είμαστε και “εγκλωβισμένοι”. Υπάρχουν περιθώρια δημιουργικής δράσης μέσα στην συγκυρία. Υπάρχουν άνθρωποι, στην πολιτική, στην κοινωνία, στους κρατικούς θεσμούς, που κατορθώνουν να διαρρήξουν την συγκυρία ή πάντως να την θέσουν εν αμφιβόλω και να προετοιμάσουν την διάρρηξή της.
Ποια είναι η κατάσταση των πραγμάτων στην μελέτη της ιστορίας της ελληνικής Δικαιοσύνης;
Το εν λόγω ερευνητικό πρόγραμμα είναι η πρώτη συγκροτημένη προσπάθεια που καταβάλλεται για συστηματική μελέτη της ιστορίας του συγχρόνου Συμβουλίου της Επικρατείας. Και κατά τούτο είναι η πρώτη συστηματική προσπάθεια ερευνητικής μελέτης, μέρους έστω, της ιστορίας της ελληνικής Δικαιοσύνης. Έχουν γραφεί κατά καιρούς μελέτες που δεν αφορούν όμως το σύγχρονο Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά το Συμβούλιο της Επικρατείας άλλης εποχής, της Οθωνικής. Σε ό,τι αφορά το σύγχρονο Συμβούλιο της Επικρατείας υπάρχουν δύο βιβλία που είναι περισσότερο μαρτυρίες από την ιστορία του, δεν είναι όμως ερευνητικές συμβολές στην μελέτη της. Επίσης έχουμε ολιγάριθμες μελέτες που αφορούν προεχόντως την ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας, μελέτες που φέρουν σημαντικές υπογραφές, όπως αυτή του Νίκου Αλιβιζάτου, της Χαρίκλειας Δημακοπούλου, του Γεωργίου Δημακόπουλου, του Γεωργίου Αγγελίδη, του Άθω Τσούτσου, του Μιχ. Στασινόπουλου. Ερευνητική συμβολή μονογραφικής εκτάσεως έχουμε μόνο μία, αυτή του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου μας, του κ. Μιχ. Πικραμένου για τις περίφημες δίκες των (πολιτικών/ποινικών) δικαστών στο Συμβούλιο της Επικρατείας το 1969. Πλάι σε αυτή άξιο αναφοράς είναι το βιβλίο του άλλοτε Προέδρου του Αρείου Πάγου, Δημητρίου Μαργέλλου, που αφορά το αυτό θέμα, και στο οποίο επιχειρείται μια άξια λόγου προσπάθεια συγγραφής της πολιτικής ιστορίας της πολιτικής/ποινικής Δικαιοσύνης. Δεν θα ήθελα εν προκειμένω να χάσω την ευκαιρία να μνημονεύσω τα δύο σπουδαία βιβλία του επίτιμου Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Παναγιώτη Δημόπουλου, τα οποία δεν αφορούν το Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά τον Άρειο Πάγο και την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, όπως επίσης και τον ιστορικής-ερευνητικής πνοής τόμο που είχε εκδώσει η Ένωση Δικαστικών του Συμβουλίου της Επικρατείας το 2005, και οποίος επίκειται να εκδοθεί εκ νέου, ανακαινισμένος και ενημερωμένος, τον προσεχή Απρίλιο από την Νομική Βιβλιοθήκη. Σε αυτόν, μεταξύ πολλών άλλων, προσωπογραφούνται όλοι οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας από συστάσεώς του. Το βιβλίο αυτό όπως και τα βιβλία του κ. Π. Δημόπουλου είναι χρήσιμα εργαλεία για την μελέτη της ελληνικής Δικαιοσύνης.
Είναι αναγκαίο να ερευνηθεί η ιστορία της ελληνικής Δικαιοσύνης;
Είναι τόσο αναγκαίο όσο αναγκαίο είναι να ερευνάται η ιστορία της χώρας μας. Έχουμε απόλυτη ανάγκη την ιστορική γνώση. Είναι αδιανόητο ο δικαστής, ως πολίτης, ως συνειδητός και ευσυνείδητος πολίτης που διαλέγεται με την εποχή του, και ως εφαρμοστής του δικαίου πάνω στο σώμα της κοινωνίας και σε ανθρώπινες ζωές να μην γνωρίζει το έδαφος πάνω στο οποίο πατά, δρα και κινείται. Στα κύρια συστατικά αυτού του εδάφους ανήκει η γνώση που παρέχει η επιστήμη της ιστορίας. Μια διαφορετική αντίληψη από αυτή που διατύπωσα μόλις τώρα θα απηχούσε έναν σκληρό, ρηχό θετικισμό, κοντόθωρο, στενόμυαλο, και εν δυνάμει επικίνδυνο. Η συνείδηση της ιστορικότητας της ανθρώπινης συνθήκης, και του δικαίου ειδικότερα, είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος όχι μόνο κατανοήσεως της κοινωνικής λειτουργίας του δικαίου, αλλά και της ορθής απονομής του δικαίου. Το δίκαιο, η ιστορία, η πολιτική και η κοινωνία συζεύγνυνται στο ερευνητικό μας πρόγραμμα, αποσκοπώντας σε τούτο: η επιστήμη της ιστορίας, με τη μέθοδό της και τα πορίσματά της, να εισέλθουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στο διανοητικό σύμπαν των δικαστών του, και διά του τρόπου αυτού το Συμβούλιο της Επικρατείας να “τοποθετηθεί” στον ιστορικό χρόνο και να μελετηθεί ερευνητικά, κριτικά εν σχέσει προς αυτόν, μέσα σε αυτόν.
Ηχεί αδιαμφισβήτητα ως πολύ μεγάλο έργο, κάτι που θα μείνει στην Ιστορία, και όχι μόνο του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ναι, το εν λόγω ερευνητικό πρόγραμμα δεν έχει προηγούμενο στην Ελλάδα, και υπό τους όρους που διεξάγεται, δηλαδή με πρωτοβουλία δικαστών, και όχι κατ’ επάγγελμα ερευνητών, στο πλαίσιο Ενώσεως Δικαστών, και όχι ενός ερευνητικού κέντρου, πιθανόν, δεν έχει όμοιό του σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Με το έργο αυτό κάνετε και πιο προσιτή τη νομική ιστορία στο ευρύτερο κοινό. Ο περισσότερος κόσμος τρέφει, αν μου επιτρέπετε, μια καχυποψία για τα νομικά –δικαστικά πράγματα.
Ανοίξατε ένα ωραίο θέμα τώρα. Οι ιστορικές σπουδές στην Ελλάδα ανθούν. Η ιστορία της ελληνικής οικονομίας και η ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης είναι ακμαίες. Υπάρχουν κλάδοι από πεδία της ελληνικής ιστοριογραφίας στα οποία μελετώνται μεγάλοι τομείς της λειτουργίας του κράτους, στρατός, εκπαίδευση, δημόσια διοίκηση, σύστημα υγείας, υγειονομικές υπηρεσίες. Επίσης μελετάται πολύ και η ιστορία επιμέρους επιστημών. Κι’ όμως δικαστικές ιστορικές σπουδές δεν έχουμε. Για λόγους που δεν τους γνωρίζω εξ ολοκλήρου, μπορώ όμως να τους υποθέσω. Για την ώρα περιορίζομαι να πω τούτο μόνο: η Ιστορία του Δικαίου που διδάσκεται στα Πανεπιστήμια, κατά βάση αφορά μέχρι και το Δίκαιο της μεταβυζαντινής περιόδου. Οι καθηγητές κάνουν αναφορές και στα επόμενα, αλλά δεν το κάνουν συστηματικά. Η ιστορία του νεότερου και σύγχρονου ελληνικού δικαίου, της επιστήμης του και των δικαστικών θεσμών δεν διδάσκονται συστηματικά. Δυστυχώς, στο Πανεπιστήμιο δε βρίσκονται, ούτε η Χαρίκλεια Δημακοπούλου, ούτε η Λυδία Παπαρήγα, ούτε ο Μιχάλης Τσαπόγας, ούτε ο Δημήτρης Αντωνίου. Αν αυτοί οι ερευνητές ήταν στο Πανεπιστήμιο, θα είχαν ήδη “βγάλει” μαθητές, οι οποίοι θα είχαν συμβάλλει, όπως οι ίδιοι, στην έρευνα και των δικαστικών θεσμών.
Πόσοι τόμοι θα εκδοθούν;
Τρεις ογκώδεις τόμοι θα εκδοθούν. Όπως είπα, εκδότης τους θα είναι το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.
Πότε θα έχουμε στα χέρια μας τον πρώτο τόμο του ερευνητικού προγράμματος;
Μέχρι τα μέσα του Φεβρουαρίου τ.ε., θα φτάσουν όλα τα κείμενα στο Ίδρυμα της Βουλής για να πάρουν μετά τον δρόμο για το τυπογραφείο. Αν όλα πάνε καλά, πιθανόν μέχρι τον Ιούνιο να έχουμε τον πρώτο τόμο.
Το Ίδρυμα της Βουλής υποστηρίζει πολύ, και ο Πρόεδρός του κ. Τασούλας και ο Γενικός Γραμματέας του κ. Χατζηβασιλείου στηρίζουν ολόψυχα το ερευνητικό πρόγραμμα. Το αυτό ισχύει και για τα Γενικά Αρχεία του Κράτους στο πρόσωπο της κυρίας Αμ. Παππά, στο πρόσωπο του κ. Δ. Π. Σωτηρόπουλου. Υπήρξε μια πολύ καλή σύμπτωση, που κατέστησε την εκτέλεση του προγράμματος ευχερή. Ποια είναι η σύμπτωση αυτή; Ήταν η εξής: πέραν από εμάς, τα μέλη της Ενώσεως Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είμαστε φιλίστορες και φιλέρευνοι νομικοί, νομικός είναι και ο κ. Τασούλας, νομικές σπουδές έχει περατώσει ο κ. Χατζηβασιλείου στο ΑΠΘ, επίσης νομικές σπουδές έχει η κυρία Παππά ομοίως στο ΑΠΘ, όπως κι εγώ.
Αλλά το κοινό νήμα είναι η νομική παιδεία.
Όλοι οι συντελεστές του ερευνητικού προγράμματος έχουμε νομική παιδεία. Ένας φιλόλογος, ακόμη και ιστορικός άλλου ερευνητικού πεδίου, πολλώ μάλλον μαθηματικός, φυσικός ή τεχνικός πληροφορικής πολύ πιο δύσκολα θα επείθετο να συνδράμει στην εκτέλεση του εν λόγω ερευνητικού προγράμματος από μία εκ των θέσεων ευθύνης που ανέφερα.
Και κάτι τελευταίο: θα είναι σε προσιτή γλώσσα, σε «απλά ελληνικά», γραμμένα τα κείμενα; Τα Νομικά αποτελούν ξεχωριστό, ιδιαίτερο σύμπαν – το γνωρίζετε καλά.
Η γλώσσα θα είναι πολύ απλή, αυτή που διαβάζει κανείς στις έγκυρες εφημερίδες του ελληνικού Τύπου. Τούτο διασφαλίζει ότι οι μελέτες των τόμων θα είναι ευχερές να διαβαστούν και από μη νομικούς. Εν πάση περιπτώσει, τα κείμενα θα είναι εύληπτα από οποιονδήποτε ενδιαφέρεται για το περιεχόμενό τους.