fbpx
Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024

Ουδέν καλόν αμιγές κακού;

«Δυστυχώς στη χώρα μας το Ανεξάρτητο Ινστιτούτο Αντεγκληματικής Πολιτικής, το οποίο έχουμε ζητήσει ορισμένοι εγκληματολόγοι εδώ και 30 χρόνια (!), δεν ιδρύθηκε ποτέ»

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Οι μεγάλες ιδέες σταυρώνονται σαν τον Ιησού

Όχι ν’αναληφθούν σε πλήρεις άστρων ουρανούς

αλλά για να χορτάσουν στη γη ‘πεντακισχιλίους’

Κ.Καλαπανίδας, Ανθολογία Β’

Ο φίλος, και πρώην φοιτητής μου στη Νομική Θράκης, Γιώργος Φλωρίδης, νυν υπουργός Δικαιοσύνης, παρουσίασε μία δέσμη μέτρων με σημαντικές μεταρρυθμίσεις στον τρόπο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.

Οι έγκριτοι ποινικολόγοι και δικονομολόγοι θα σχολιάσουν τις ειδικότερες διατάξεις.

Θα περιοριστώ ως εκ τούτου σε μία εγκληματολογική προσέγγιση επί των αρχών.

1. Όπως όλοι γνωρίζουμε η Δικαιοσύνη είναι πρωτίστως ενέργεια αναλογίας κι όχι ισότητας, δεδομένου ότι ούτε όλες οι εκδικαζόμενες υποθέσεις (ανεξαρτήτως του ποινικού χαρακτηρισμού τους) είναι ίδιες, ούτε όλοι οι κατηγορούμενοι είναι «ίσοι» (διαφορετικές προσωπικότητες, διαφορετικά κίνητρα κ.λπ.).

Γι’ αυτό και η επιμέτρηση ή εξατομίκευση (άρθρο 79 ΠΚ) επιχειρεί να «παρέμβει» διορθωτικά στις προϋπάρχουσες του εγκλήματος ανισότητες κι ανομοιότητες.

Από την άλλη, μολονότι η πρόληψη και η καταστολή, που συνιστούν κοινωνικές και θεσμικές δράσεις, όπου η ισορροπία παίζει σημαντικό ρόλο, εναλλάσσονται στο νομοσχέδιο, τούτο δεν σημαίνει ότι η ιεράρχηση των εννόμων αγαθών και η δικαιοπολιτική λειτουργία της Πολιτείας απεμπολούνται στο όνομα της αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης της εγκληματικότητας.

2. Το υποσύστημα της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης (αστυνομία-δικαστήρια-καταστήματα κράτησης κ.λπ.) από τη μία ακολουθεί την τάση ενοποίησης της ευρωπαϊκής ποινικής νομοθεσίας κι από την άλλη λαμβάνει σοβαρά υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ελληνικών παραδόσεων. Δεν είναι ωφέλιμο να κάνει η Ελλάδα copy paste νόμους εν γνώσει ότι οι ιστορικές καταβολές και η ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων πολύ δύσκολα θα υπακούσουν. Σε κάθε περίπτωση όλοι οι σχετικοί θεσμοί πρέπει να έχουν ενιαία αντίληψη και πρακτική.

3. Η αντεγκληματική πολιτική δεν στηρίζεται μόνο στον Ποινικό κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ξεκινάει από την ορθή νομοθετική πολιτική, συνοδεύεται από σύγχρονη κοινωνική πολιτική και καταλήγει σε επανενταξιακή σωφρονιστική πολιτική. Έχει δε τόσο προληπτικές, όσο και κατασταλτικές παραμέτρους. Σε κάθε περίπτωση η λήψη μέτρων, πέραν του περιορισμού της εγκληματοφοβίας, της θυματοφοβίας και γενικότερα της έλλειψης αισθήματος ασφάλειας των πολιτών, οφείλει να έχει ως βάση όλα τα αναγκαία ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία της γενικής εγκληματικότητας, αλλά και κάθε εγκληματικής μορφής ειδικά (στατιστική, δυναμική, χαρακτηριστικά δράστη/θύματος/περιστάσεων).

Δυστυχώς στη χώρα μας το Ανεξάρτητο Ινστιτούτο Αντεγκληματικής Πολιτικής, το οποίο έχουμε ζητήσει ορισμένοι εγκληματολόγοι εδώ και 30 χρόνια (!), δεν ιδρύθηκε ποτέ (μολονότι είχε κατά καιρούς ενταχθεί στα εκλογικά προγράμματα των κομμάτων), με αποτέλεσμα η πολιτική των ποινών (εκφοβιστική, παραδειγματική, ειδικοπροληπτική κ.λπ.) να στηρίζεται στ’ αριθμητικά στοιχεία της ΓΑΔΑ, δηλαδή στη Δήλη κι ούτε καν στη Δικαστικά διαπιστούμενη εγκληματικότητα. Δεδομένου δε ότι σε μία χώρα με υψηλή διαφθορά και ανομία ο σκοτεινός αριθμός εγκληματικότητας είναι πολύ μεγάλος, αντιλαμβανόμαστε άπαντες ότι τα ποινικά μέτρα τις περισσότερες φορές θεραπεύουν το στιγμιαίο επιφαινόμενο κι όχι το διαρκές αιτιακό φαινόμενο.

4. Η οριζόντια λογική, χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες για κάθε περίπτωση «παρέκκλισης», θα οδηγήσει σε άδικες κι άνισες αποφάσεις. Άλλωστε η αύξηση των ποινών για εγκλήματα με ιδιαίτερη κοινωνική απαξία και βλάβη (εμπρησμοί, ενδοοικογενειακή βία, τροχαία κ.λπ.), αν αυτονομηθούν από την ιεράρχηση της ποινικής προστασίας των εννόμων αγαθών, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε δικαστικές ακρότητες κι αντιφάσεις.

«Ο υπουργός πρέπει να λάβει υπόψη του όλες τις παρατηρήσεις και τις ενστάσεις και να προβεί στις κατάλληλες βελτιώσεις, ώστε ο νόμος να καταστεί εφαρμόσιμος και αποτελεσματικός»

5. Η ποινή, «ως επιβαλλόμενο κακό» και η έκτισή της «ως θεσμική συνέπεια του κακού» (όχι όμως ως νέα ποινή) ακολουθείται πάντοτε από το κοινωνικό στίγμα, το οποίο αποτρέπει την όποια προσπάθεια επανένταξης των αποφυλακιζομένων.

6. Ο υπερπληθυσμός και η κατάσταση των ελληνικών καταστημάτων κράτησης δεν αφήνει αισιοδοξία για τη δυνατότητα «στέγασης» με ανθρώπινους όρους των μικροποινιτών, ενώ ο συμφυρμός θα λειτουργήσει εκμαυλιστικά.

7. Η κοινωφελής εργασία προϋποθέτει τη δραστηριοποίηση των επιμελητών κοινωνικής αρωγής, τον υπεύθυνο έλεγχο από τις υπηρεσίες που την προσφέρουν κι ένα θετικό κοινωνικό αποτέλεσμα, εκτός της αποφυγής του εγκλεισμού. Διαφορετικά θα μοιάζει μ’ ένα «άδειο πουκάμισο».

8. Κρίσιμο θέμα δεν είναι μόνον ο χρόνος παραμονής στο κατάστημα κράτησης αλλά και όλοι οι υλικοί και ηθικοί όροι της κράτησης. Δεν αρκεί δικαιοπολιτικά η αύξηση των γενικών τιμωρητικών ορίων αν τ’ ανθρώπινα όρια αντοχής ξεπερνιώνται (τουλάχιστον για τους μη-επαγγελματίες εγκληματίες) κι αν η ζωή «μέσα» είναι κόλαση. Γι’ αυτό παραμένει κρίσιμη κι επίκαιρη η πρόταση να θεσμοθετηθεί Ανεξάρτητη Επιτροπή Ειδικών, η οποία θα γνωμοδοτεί για τη χορήγηση όλων των προβλεπόμενων μέτρων (άδεια, εργασία, υπό όρους απόλυση κ.λπ.).

9. Η ταχύτητα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης επιβάλλει την αναμόρφωση χώρων, τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, την αύξηση του διοικητικού προσωπικού και τη διαρκή επιμόρφωση των δικαστών (χωρίς παραβίαση των δικαιωμάτων των κατηγορούμενων).

10. Οι προτάσεις του υπουργού Δικαιοσύνης στοχεύουν στην πάταξη της Ατιμωρησίας, αλλά δεν είναι –από τη φύση τους- ικανές για να συμβάλλουν στην πάταξη της Ανομίας (όλα επιτρέπονται, όλα συμψηφίζονται, όλα συγχωρούνται), που αποτελούν την κύρια πολιτισμική αιτία ικανού μέρους της παραβατικότητας/εγκληματικότητας στη Μεταπολίτευση.

Σε κάθε περίπτωση ο υπουργός πρέπει να λάβει υπόψη του όλες τις παρατηρήσεις και τις ενστάσεις και να προβεί στις κατάλληλες βελτιώσεις, ώστε ο νόμος να καταστεί εφαρμόσιμος και αποτελεσματικός.

ΥΓ: Συμφωνώ με το θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής, η οποία όμως ως μετα-ιδιωτικός τρόπος επίλυσης των διαφορών (κι όχι απονομής δικαιοσύνης ή αναγνώριση δικαίωσης), πρέπει να προβλέψει περισσότερα δικαιώματα στο θύμα.

* Ο Γιάννης Πανούσης είναι Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -