Έναν χρόνο μετά τη σιδηροδρομική τραγωδία, τίποτα δεν έχει αλλάξει γύρω μας. Η δίκη δεν έχει καν ξεκινήσει, ο υπουργός που ανέλαβε τότε, θεωρητικά, την πολιτική ευθύνη εξελέγη βουλευτής, η εξεταστική επιτροπή ολοκληρώθηκε χωρίς να προσφέρει τίποτα καλύτερο από φτηνούς καβγάδες και παραπολιτικά, σοβαρή συζήτηση για ουσιαστική αξιολόγηση στο Δημόσιο δεν άνοιξε, μεταρρύθμιση για την ανασυγκρότηση του ΟΣΕ και όλων των οργανισμών που διαχειρίζονται ΜΜΜ δεν έγινε, απαντήσεις για τα κενά στην έρευνα μετά το δυστύχημα δεν δόθηκαν.
Οι συγγενείς των θυμάτων και οι επιζήσαντες διεκδικούν δικαίωση της μνήμης των νεκρών, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, ανάμεσά τους πολλοί έφηβοι και νέοι, υπέγραψαν κείμενο υπέρ της κατάργησης της βουλευτικής ασυλίας, στις Βρυξέλλες σάστισαν με τη στάση των ελληνικών θεσμών και προσπαθούν να πιέσουν για απόδοση Δικαιοσύνης, η Μαρία Καρυστιανού, μητέρα της Μάρθης, που έχασε τη ζωή της κάτω από λιωμένα σίδερα, ταξιδεύοντας για Θεσσαλονίκη, έγινε εμβληματική προσωπικότητα αντίστασης σε ένα σκληρό σύστημα εξουσίας, η Εισαγγελέας που την παρέπεμψε στην Εκκλησία (σσ: σύμφωνα με τα όσα έχουν καταγγελθεί) για βοήθεια προκάλεσε οργή, ντροπή και απελπισία.
Από τα συλλαλητήρια («πάρε όταν φτάσεις», «ήταν η κακιά η (χ)ώρα», «ζούμε από τύχη») στη σιωπή, στην προεκλογική φασαρία, στο 41% και στη μονοφωνία του μονοκομματισμού.
Οι κυνικοί είπαν πως το θέμα έκλεισε στις κάλπες, οι αφελείς που υποστήριξαν ότι τα Τέμπη θα γίνουν το Μάτι του Μητσοτάκη απογοητεύτηκαν, οι πονηροί σκέφτηκαν πως κάποιοι που αποκτούν αναγνωρισιμότητα μιλώντας για την καταστροφή θα πολιτευτούν, τα ΜΜΕ έδωσαν εκ των υστέρων βήμα για να ακουστούν καταγγελίες για «συγκάλυψη μετά το έγκλημα».
Έναν χρόνο μετά τη σιδηροδρομική τραγωδία τίποτα δεν έχει αλλάξει μέσα μας. Η οδύνη όσων πενθούν για τον θάνατο αγαπημένων τους προσώπων δεν αντέχεται και άλλοι αποφεύγουν να την παρατηρούν, άλλοι αφήνονται να τη συναισθανθούν. Ο θυμός για τη διαχείριση πριν και μετά το κακό δεν είναι μεταβολίσιμος και άλλοι τον απωθούν, άλλοι τον συνδέουν με διαφορετικές όψεις της πραγματικότητας που θέλουν να αλλάξει. Η απόγνωση, που γεννά η βεβαιότητα ότι τα αίτια της τραγωδίας δεν έχουν εξαλειφθεί και οι ευθύνες δεν έχουν δίκαια καταλογιστεί, σε άλλους είναι συνειδητή και άλλους τους διαβρώνει χωρίς να το καταλαβαίνουν.
Το συλλογικό πένθος για την τραγωδία των Τεμπών δεν αφορά μόνο τους 57 που χάθηκαν και εκείνους που θρηνούν. Αφορά, ακόμη, την απώλεια της ελπίδας ότι το κράτος που δολοφονεί μπορεί να αλλάξει, οι ιδιοκτήτες του μπορεί να το γκρεμίσουν και το ταξίδι με το τρένο μπορεί να γίνει όπως στα μυθιστορήματα – ωραίο για τους αναγνώστες, τους ερωτευμένους και τους ονειροπόλους.
* Η κ. Αγγελική Σπανού είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.