Ποιες φιλοδοξίες μπορεί να τρέφει μια γυναίκα εν έτει 1929; Πώς μεταβολίζει μια 28χρονη τη διακριτική της μεταχείριση λόγω φύλου; Την προσωπική απόρριψη, τη ματαίωση των επαγγελματικών ονείρων της; Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, το NB Daily αντλεί δυσεύρετα στοιχεία, αποτέλεσμα επίπονης ερευνητικής εργασίας, και δημοσιεύει αποσπάσματα από τη μελέτη της Παρέδρου ΣτΕ κ. Αντωνέλλας Ανδρουτσοπούλου για την Αγνή Ρουσοπούλου, εμβληματική μορφή του φεμινιστικού κινήματος στη χώρα, μα πάνω από όλα αδικημένη -παρότι προικισμένη- φιγούρα του νομικού κόσμου.
Η μελέτη επιγράφεται «Η δίκη της Αγνής Ρουσοπούλου – Στουδίτου στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 42/1929 Ολ.)» και εκπονήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος που υπογράφει η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, υπό τον κ. Παναγιώτη Τσούκα, σε συνεργασία με το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Γόνος εύπορης αστικής οικογένειας, η Ρουσοπούλου ανατράφηκε σε προοδευτικό αστικό περιβάλλον με ισχυρές φεμινιστικές επιρροές. Ο πατέρας της, Όθων Α. Ρουσόπουλος, φυσικός και χημικός και υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και στις Σχολές Ευελπίδων και Δοκίμων, γιος επίσης Πανεπιστημιακού, από το Βογατσικό Καστοριάς. Ο Όθων Ρουσόπουλος ίδρυσε από κοινού με τον φυσικό Ιωάννη Γεράκη την ιδιωτική σχολή επαγγελματικής εκπαίδευσης «Εμπορική και Βιομηχανική Ακαδημία», ενώ το 1914 διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του αρτισύστατου Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας επί Κυβερνήσεως του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το 1915 εξελέγη βουλευτής Φλωρίνης – Καστοριάς. Η μητέρα της Αγνής, Ελένη Ρουσοπούλου, το γένος Ναούμ, γεννήθηκε στη Λειψία από εύπορους καστοριανούς εμπόρους γούνας.
Ποιος είπε ότι η επανάσταση είναι υπόθεση των «λαϊκών» στρωμάτων;
Η Αγνή φοιτά στο Α’ Γυμνάσιο Θηλέων Αθηνών, στο νεοσύστατο Λύκειο Ελληνίδων και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ως μία από τις πέντε φοιτήτριες του ακαδημαϊκού έτους 1918-1919. Παίρνει πτυχίο Νομικής «αιέν αριστεύουσα» και ακολουθεί ανώτατες σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας (με ειδίκευση στο εργατικό δίκαιο) τα έτη 1923-1924, και στο Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ Νέας Υόρκης τα έτη 1924-1925. Προτού φύγει για σπουδές στο εξωτερικό, υποβάλλει αίτηση εγγραφής στο Μητρώο Ασκουμένων Δικηγόρων, η οποία απορρίπτεται από το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών.
«Ίσως αυτό να ήταν και η αφορμή που το 1924 η Αγνή εγγράφεται στο Σύνδεσμο Ελληνίδων Επιστημόνων (υπό την προεδρία της Μαρίας Φλαμπουριάρη), πρωταρχικός σκοπός του οποίου ήταν να επιτραπεί στις γυναίκες αποφοίτους των πανεπιστημίων να ασκούν το επάγγελμα που σπούδασαν», γράφει η κ. Ανδρουτσοπούλου. «Μετά την επιστροφή της από την Αμερική, οπότε είχε επιτραπεί στην Ελλάδα η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στις γυναίκες, δεν εγγράφεται αμέσως στο Δικηγορικό Σύλλογο, αλλά υποβάλει αίτηση συμμετοχής στον διαγωνισμό δοκίμων εισηγητών του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να καταλάβει έμμισθη θέση σε δημόσια υπηρεσία. Η τριμελής εξεταστική Επιτροπή του διαγωνισμού του Δικαστηρίου, αποτελούμενη από τρεις Συμβούλους της Επικρατείας, την αποκλείει από τον διαγωνισμό επειδή είναι γυναίκα («ο νόμος 3713 δεν ορίζει ότι εις τας θέσεις των εισηγητών δύνανται να διορίζωνται και γυναίκες»).
Κατά της απόφασης αυτής η Αγνή καταθέτει αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία απορρίπτεται».
Η δίκη και τα ηχηρά ονόματα
Το 1929, μόλις έχει ιδρυθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας, ούτε ένας μήνας δεν είχε περάσει καλά καλά όταν η υπόθεση της Αγνής Ρουσοπούλου απασχολεί το δικαστήριο. Έχει συσταθεί κατά το γαλλικό πρότυπο, με Πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Ρακτιβάν, και είναι διαρθρωμένο σε τρεις βαθμούς; Εισηγητές (10, μόνιμους), Παρέδρους (10, μόνιμους) και Συμβούλους (15, ισόβιους). Το πρώτο έτος λειτουργίας του Δικαστηρίου, οι Πάρεδροι έχουν επιλεγεί, σύμφωνα με τον νόμο, χωρίς διαγωνισμό, από πίνακα υποψηφίων, ο δε Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι και οι Σύμβουλοι έχουν διορισθεί κατ’ επιλογήν από την κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου. Ένας εκ των Αντιπροέδρων, ο Στάμος Παπαφράγκος.
Η υπόθεση της Ρουσοπούλου θα κριθεί αποκλειστικά από άνδρες
Η αίτηση ακυρώσεως που υποβάλλει, έχει την υπογραφή του δικηγόρου Πέτρου Ν. Γουναράκη. Στο ακροατήριο θα την υπερασπισθεί ένα ηχηρότατο όνομα της εποχής, ο Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου και μετέπειτα στενός φίλος της, Αλέξανδρος Σβώλος.
«Με την αίτηση ακυρώσεως», αναφέρει η κ. Ανδρουτσοπούλου, «προβλήθηκε ότι κατά το άρθρο 6 του (ισχύοντος τότε) Συντάγματος του 1927 και την ερμηνευτική αυτού δήλωση δεν απαιτείτο να ορίσει ρητώς ο νόμος ότι είναι δεκτές και γυναίκες στον διαγωνισμό, διότι το φύλο, όπως και η ηλικία, δεν δύνανται να αποτελέσουν διακριτικά στοιχεία, άρα ούτε και προσόν».
Και συμπληρώνει η ερευνήτρια: «Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Κωνσταντίνος Ρακτιβάν ανέθεσε τη συγκεκριμένη υπόθεση στον Αντιπρόεδρο Στάμο Παπαφράγκο, ο οποίος – όπως αναφέρεται κατωτέρω – είχε ήδη εκφράσει θεσμικά και δημόσια, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, τις απόψεις του για το γυναικείο ζήτημα, με αφορμή αιτήσεις γυναικών να εγγραφούν ως δικηγόροι στον Σύλλογο. Με την απόφαση 24/1929 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, η αίτηση ακυρώσεως κρίθηκε παραδεκτή, αλλά απορρίφθηκε ομόφωνα ως αβάσιμη.
Με την απόφαση αυτή κρίθηκαν τα ακόλουθα:
«Επειδή ο νόμος 3713[/1928] δεν περιλαμβάνει μεν διάταξιν ότι μόνον άρρενες δύνανται να διορισθώσιν εισηγηταί εν τω Συμβουλίω της Επικρατείας, αλλ’ εκ της διατυπώσεως των σχετικών προς τα προσόντα των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας και του βοηθητικού προσωπικού διατάξεων και του πνεύματος ου μόνον του νόμου αυτού, αλλά της όλης νομοθεσίας ημών και ιδία των νόμων περί οργανισμού των δικαστηρίων και περί προσόντων των δικαστικών υπαλλήλων, προκύπτει σαφώς ότι εις θέσεις οίαι αι των Εισηγητών εν τω Συμβουλίω της Επικρατείας, δεν επιτρέπεται ο διορισμός γυναικών. Η τοιαύτη δε νομοθετική αντίληψις δεν αντίκειται εις το άρθρον 6 του Συντάγματος και την επ’ αυτού ερμηνευτικήν δήλωσιν […] διότι εκ μόνης της ερμηνευτικής ταύτης δηλώσεως δεν δύναται να συναχθή ότι το Σύνταγμα ηθέλησε να θεσπίση ότι εις πάσας ανεξαιρέτως τας δημοσίας λειτουργίας και θέσεις, διορίζονται εφεξής άνδρες ή γυναίκες άνευ ουδεμίας εξαιρέσεως και ουδενός περιορισμού τροποποιουμένων υπό την έννοιαν ταύτην και πάντων των προγενεστέρων νόμων και απαγορευομένου μάλιστα εν τω μέλλοντι να ορίζωσιν οι νόμοι ότι εις ωρισμένας θέσεις δύνανται να διορίζωνται μόνον άνδρες ή μόνον γυναίκες».
Η μελέτη κάνει εκτενή αναφορά στο σκεπτικό Παπαφράγκου, καθώς και σε αυτό του συνηγόρου της Ρουσοπούλου, Αλέξανδρου Σβώλου, καταλήγοντας στα εξής:
«Ανασκοπώντας το σκεπτικό των Στ. Παπαφράγκου και Αλ. Σβώλου και ανατρέχοντας στο γράμμα του άρθρου 6 του Συντάγματος του 1927, διαπιστώνουμε ότι η ερμηνεία που δίδεται στην ερμηνευτική δήλωση του άρθρου αυτού εκκινεί από διαφορετική αφετηρία. Κατά μεν τον Στ. Παπαφράγκο, το Σύνταγμα επιτρέπει κατ’ αρχήν τον διορισμό γυναικών σε δημόσιες θέσεις, επιφυλάσσοντας όμως στον νομοθέτη την εξουσία να αποκλίνει από τον κανόνα τού κατ’ αρχήν επιτρεπτού. Κατά δε τον Αλ. Σβώλο, ο συντακτικός νομοθέτης επιβάλλει τον διορισμό γυναικών σε δημόσιες θέσεις με βάση τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, μη ανεχόμενος διακρίσεις στην άσκηση του δικαιώματος διορισμού σε δημόσιες θέσεις με κριτήριο το φύλο, παρά μόνον εφόσον υπάρχει ρητή -και σε κάθε περίπτωση σαφής- νομοθετική εξαίρεση, η οποία δικαιολογείται με βάση τις φυσικές ικανότητες που απαιτούνται για την προς κατάληψη θέση.
Το Δικαστήριο, χωρίς να αναφερθεί στην ισότητα των φύλων που δεν είχε άλλωστε ακόμη καθιερωθεί συνταγματικά, αποφαίνεται ότι το Σύνταγμα επιτρέπει μεν αλλά δεν επιβάλλει τον διορισμό στις δημόσιες θέσεις εφεξής ανδρών ή γυναικών και δη άνευ ουδεμίας εξαιρέσεως και ουδενός περιορισμού. Κρίνει δηλαδή εμμέσως ότι το άρθρο 6 του Συντάγματος του 1927 δεν απαγορεύει στον νομοθέτη να ορίζει τις δημόσιες θέσεις, στις οποίες είναι δυνατόν να εισέρχονται μόνον άνδρες ή μόνον γυναίκες. Εφόσον δε δεν υπάρχει απαγορευτικός συνταγματικός κανόνας που να αφορά την πρόσβαση των ανδρών και των γυναικών στις δημόσιες θέσεις, το Δικαστήριο δεν εξετάζει περαιτέρω τη συνταγματικότητα των αποκλίσεων από τον κανόνα αυτόν με βάση τις -προταθείσες από τον Αλ. Σβώλο- αρχές της αξιοκρατίας και της αναλογικότητας».
Συμπέρασμα, πάντα κατά τη μελέτη: το Δικαστήριο απέκλεισε την Αγνή Ρουσοπούλου από τον διαγωνισμό, όχι γιατί το απαγόρευε ρητά ο νόμος, αλλά γιατί ο νόμος δεν «μπορούσε», κατά τις αντιλήψεις της εποχής εκείνης, να έχει άλλη έννοια.
Οι «γυναικοδικηγόροι» και ο Πύργος της Βαβέλ
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το τμήμα εκείνο της μελέτης, στο οποίο η ερευνήτρια «τοποθετεί» την απόφαση στην κοινωνική της συγκυρία, στην εποχή της. Εκεί όπου σκιαγραφεί με άλλα λόγια την Ελλάδα του Μεσοπολέμου, τη θέση της γυναίκας στην εγχώρια κοινωνία, στη νομοθεσία, στον πολιτικό βίο, στην εκπαίδευση, στη δημόσια διοίκηση, στο εργασιακό τοπίο, αλλά και ειδικότερα στο νομικό επάγγελμα, στη δικηγορία. Φέρει δε στο προσκήνιο προσεγγίσεις της εποχής, που φαντάζουν αδιανόητες με ματιά σημερινή – αλλά δε χωρά ματιά σημερινή στο «τότε».
Το τονίζει με έμφαση ο κ. Παναγιώτης Τσούκας, μιλώντας στο NB Daily. Δίνοντας το στίγμα της εποχής. ο κ. Τσούκας θυμίζει την πολιτική και νομική συγκυρία του «καιρού» της Ρουσοπούλου, με Πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. «Είχε αναθέσει ο Βενιζέλος στον Κωνσταντίνο Δεμερτζή (σσ: το 1928 ανέλαβε τη θέση του καθηγητή Οικογενειακού Δικαίου στη Νομική Σχολή των Αθηνών, ενώ υπήρξε και Πρωθυπουργός της χώρας) την αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου. Η εργασία του Δεμερτζή υπήρξε τολμηρή, πρωτοποριακή, παρά τον πολιτικό συντηρητισμό του. Δυστυχώς, η κυβέρνηση Βενιζέλου δε πρόλαβε να καταστήσει νόμο την εργασία Δεμερτζή. Με την έλευση του Ιωάννη Μεταξά, ανέλαβε ο επιφανής μα βαθιά συντηρητικός Γεώργιος Μπαλής (σσ: το 1925, τακτικός Καθηγητής Αστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρέμεινε στο Ίδρυμα ως το 1950), καθήκοντα ως προς την αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου. Μόνο αναμόρφωση δεν ήταν…Για την ακρίβεια, ήταν καθήλωση στο απώτερο παρελθόν».
Η κ. Ανδρουτσοπούλου κάνει πλήθος αναφορών σε παραδείγματα που αποτυπώνουν ιδέες, στερεότυπα, προκαταλήψεις των αρχών του περασμένου αιώνα. Η αναφορά στον Αλέξανδρο Δελμούζο είναι ενδεικτική, αφού το 1923 ο Δελμούζος δέχεται σφοδρότατες επιθέσεις, μεταξύ άλλων, για αντεθνική διδασκαλία στο Μαράσλειο Διδασκαλείο. Ένα από εκείνα που του προσάπτουν είναι ότι είχε καλέσει γυναίκα να διδάξει Ιστορία. «Η κ. [Ρόζα] Ιμβριώτου, καθηγήτρια […]», τονίζεται στην κριτική, «προσελήφθη δια να διδάξη ιστορίαν, μάθημα εξόχως φρονηματικόν και απαιτούν άνδρα υπό ζωηράς φιλοπατρίας κατεχόμενον. Δεν υπήρχον άραγε καθηγηταί και δη εξ αυτών έφεδροι αξιωματικοί έργω ασκήσαντες την φιλοπατρίαν και δια του αίματος των γράψαντες την ιστορίαν, δια να διδάξουν την ιστορίαν τις το Μαράσκλεον;».
Στην ειδική αναφορά για το δικηγορικό επάγγελμα, η Πάρεδρος εστιάζει τόσο σε θέσεις του ίδιου του Παπαφράγκου όσο και του Γεώργιου Φιλάρετου – ήταν δικηγόρος, εκδότης εφημερίδων, δημοσιογράφος και συγγραφέας, κατ’ επανάληψιν βουλευτής.
Φιλάρετος: «Η εμφάνισις όμως γυναικοδικηγόρων και γυναικοεκλογέων και γυναικοβουλευτών θα προήγγειλε την εκ νέου ανοικόδομησιν του πύργου της Βαβέλ. […]»
Ο τελευταίος έχει γράψει χαρακτηριστικά (1901): «Ομολογουμένως δε και σήμερον είναι περίπου ακριβές, ό,τι προ δέκα εννέα περίπου αιώνων εδίδαξεν ο Ξενοφών εις τον Οικονομικόν του. Διότι ο Θεός προδήλως παρεσκεύασε τη μεν φύσιν της γυναικός «επί τα ένδον έργα και επιμελήματα», την δε του ανδρός «επί τα έξω». Ο κανών ούτος, απολύτως εφαρμοζόμενος, δεν συμβιβάζεται πλέον με τα της νέας τάξεως των πραγμάτων. Συνομολογώ ότι η κοινωνία αθορύβως ηνέχθη εξαιρέσεις τινάς επιβληθείσας κατά την εξέλιξιν του νεωτέρου βίου, αλλ’ εξαιρέσεις λογικάς ως π.χ. δια τας καταλλιτέχνιδας, τας εμπόρους, τας βιομηχάνους και τας ιατρούς, ανυπόπτως εισερχόμενας και εις αυτάς τας οθωμανικάς γυναικωνίτιδας. Η εμφάνισις όμως γυναικοδικηγόρων και γυναικοεκλογέων και γυναικοβουλευτών θα προήγγειλε την εκ νέου ανοικόδομησιν του πύργου της Βαβέλ. […]».
Ακόμη πιο εκφραστικός είναι ο Παπαφράγκος, ο οποίος σε διάλεξη (με την ιδιότητα του δικηγόρου, το 1902) που έδωσε για το ζήτημα της γυναίκας ως δικηγόρου στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», απευθύνει στις γυναίκες τις ακόλουθες νουθεσίες:
«Μη σας ελκύει, Κυρίαι, η αίγλη ήτις τω όντι περιβάλλει πολλάκις το έργον του δικηγόρου· […] εις ουδέν ίσως άλλο επάγγελμα επικρατεί οίος εν τω δικηγορικώ ανταγωνισμός, εκ του οποίου δεν εξέρχεται δυστυχώς πάντοτε νικητής ο επιστημονικώτερος και ηθικώτερος· ουδέ συνεπάγεται άλλο επάγγελμα τοσαύτας θλίψεις και πικρίας και απογοητεύσεις· […] Αρμόζει λοιπόν εις τας γυναίκας έργον τοσούτους μόχθους και αγώνας και ευθύνας συνεπαγόμενον; Και συμβιβάζεται προς τας επαγγελματικάς αυτού αξιώσεις η ειδική αυτών εν τω κόσμω αποστολή; Ούδεν υπάρχει έργον ευγενέστερον, υψηλότερον, δυσχερέστερον του έργου της μητρός, ήτις δίδουσα την ζωήν εις τα τέκνα αυτής, έχει μόνη αύτη την υποχρέωσιν, διότι και μόνη αύτη έχει την ικανότητα της αναπτύξεως, της ανατροφής και της μορφώσεως αυτών· ιδού η κύρια αποστολή της γυναικός εν των κόσμω, ιδού το στάδιον, όπερ δύναται να πληρώση πάσαν αυτής ελπίδα, να ικανοποιήση πάσαν αυτής φιλοδοξίαν, ν’ απασχολήση όλην αυτής την φιλοπονίαν, να ελκύση όλην αυτής την αφοσίωσιν (…)».
«Η ειρωνεία είναι», επισημαίνει η κ. Ανδρουτσοπούλου, «ότι λίγα χρόνια αργότερα, όταν ψηφίσθηκε το ν.δ. της 30.9/3.10.1925 περί τροποποιήσεως του Κώδικα Δικηγόρων και άνοιξε το δικηγορικό επάγγελμα στις γυναίκες, ο Στ. Παπαφράγκος ήταν Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, που έδωσε άδεια στην πρώτη γυναίκα δικηγόρο, την Εύχαρι Πετρίδου».
Ήταν άτολμη η απόφαση του ΣτΕ;
Ο αντίκτυπος θα είναι αρνητικός για το Ανώτατο Δικαστήριο, στο πέρασμα του χρόνου.
«Η απόφαση 42/1929 χαρακτηρίσθηκε ως «μια κατάφωρη παρανομία και μια ασύγκριτη αδικία», «ιστορικό στίγμα» και ένδειξη μιας άτολμης νοοτροπίας του Συμβουλίου της Επικρατείας· μιας νοοτροπίας που απηχούσε έμφυλα στερεότυπα και διαιωνίζουν την εις βάρος των γυναικών κοινωνική προκατάληψη, που δημιουργεί ένα αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο διακρίσεων ο οποίος καθηλώνει τις γυναίκες στον ρόλο που τούς επεφύλαξαν οι άνδρες», αναφέρει η ερευνήτρια. «Ο Αλ. Σβώλος έγραψε ότι η προκατάληψη αυτή, «ασχέτως άλλων ηθικών και κοινωνικών λόγων, εφ’ όσον μεν ευρίσκει έρεισμα εις την νομοθεσίαν δεν είναι δυνατόν να ληφθή υπ’ όψιν από δικαστήρια της περιωπής του Συμβουλίου της Επικρατείας». Η απόρριψη της αιτήσεως ακυρώσεως της Αγνής Ρουσοπούλου ήταν, πράγματι, μία απόφαση συντηρητική, με την έννοια ότι εξέφραζε, θεσμικά κατοχύρωνε και, ως εκ τούτου, συντηρούσε τις κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής για τη θέση της γυναίκας. Οι αντιλήψεις αυτές, το 1929, ήταν ακόμη πολύ βαθειά ριζωμένες στη συλλογική συνείδηση και οι αδράνειες της ελληνικής κοινωνίας ήταν ακόμη πολύ μεγάλες. Εάν την αξίωση της Αγνής Ρουσοπούλου να εισέλθει, ως μόνη γυναίκα, στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, τη δούμε στη συγχρονία της, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι στους Συμβούλους της Επικρατείας που δίκασαν την υπόθεσή της, σίγουρα φάνηκε οξύμωρο να δύναται μια γυναίκα να ασκεί έλεγχο στο έργο όχι μόνον της Κυβέρνησης αλλά και του Νομοθέτη, στην ανάδειξη του οποίου δεν είχε καν το εκλογικό δικαίωμα να συμβάλλει».
Η επαγγελματική και προσωπική εξέλιξη
Και μετά το αποκλεισμό από τον διαγωνισμό, τι απέγινε η Ρουσοπούλου; Σύμφωνα πάντα με την κ. Ανδρουτσοπούλου, η Αγνή ακολουθεί επιτυχή δικηγορική σταδιοδρομία. Θα ασχοληθεί κυρίως με το αστικό και εμπορικό δίκαιο, θα θητεύσει ως νομικός σύμβουλος μεγάλων εταιρειών. Το 1955 εκλέγεται, πρώτη αυτή, μέλος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Της απονέμεται ο τίτλος της Επίτιμου Δικηγόρου. Την περίοδο 1964-1967 διατελεί σύμβουλος στο Ταμείο Πρόνοιας Δικηγόρων.
Παράλληλα, στο πεδίο της Πολιτικής, συμμετέχει σε προοδευτικά πολιτικά σχήματα όπως στο Σοσιαλιστικό Κόμμα – Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας από το 1943 (των Αλέξανδρου Σβώλου – Ηλία Τσιριμώκου), στο Δημοκρατικό Κόμμα Εργαζομένου Λαού (των Γεωργίου Καρτάλη – Αλέξανδρου Σβώλου) και στον Σοσιαλιστικό Σύνδεσμο.
Επίσης, συμμετέχει στη Συντονιστική Επιτροπή Αποκατάστασης της Δημοκρατικής Νομιμότητας, διαρκούσης της δικτατορίας (1973). Λαμβάνει μέρος σε Διεθνή Σοσιαλιστικά Συνέδρια το 1957 και 1963. Στη διάρκεια της δικτατορίας θα υποστεί περιορισμούς (μεταξύ άλλων άρνηση έκδοσης διαβατηρίου, διακοπή τηλεφωνικής γραμμής), ενώ συμμετέχει ενεργά στην υπεράσπιση πολιτικών κρατουμένων και των οικογενειών τους.
«Η Αγνή Ρουσοπούλου επέδειξε πολύμορφη δράση στο γυναικείο κίνημα του Μεσοπολέμου», υπογραμμίζει η Πάρεδρος. «Είχε στενή συνεργασία με τη φεμινίστρια – μέλος της Διεθνούς Ένωσης για τη Γυναικεία Ψήφο Αύρα Θεοδωροπούλου και εκπροσώπησε πολλές οργανώσεις στην Ελλάδα (Εθνικό Συμβούλιο Ελληνίδων, Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, Ένωση Ελληνίδων Νομικών) και το εξωτερικό (Διεθνής Ομοσπονδία Γυναικών Δικηγόρων). Έχοντας λάβει μέρος σε συνέδρια στο Παρίσι, το Βουκουρέστι, το Λονδίνο, τη Γενεύη, το Τελ Αβίβ, και έχοντας ταξιδέψει στο εξωτερικό (Κίνα, Ρωσία, Αλγερία, Λίβανο, Ισραήλ), κατέγραφε τις εντυπώσεις της στον ημερήσιο Τύπο και σε γυναικεία περιοδικά (όπως Ελληνίς, Ο Αγώνας της Γυναίκας), στα οποία αρθρογραφούσε για ποικίλα ζητήματα. Πέραν των ζητημάτων του γυναικείου κινήματος, της εργασίας των γυναικών, του θεσμού της προίκας, ασχολήθηκε με το μεταναστευτικό πρόβλημα, τους απόρους, τα ποινικά δικαστήρια ανηλίκων, τις παράνομες υιοθεσίες, με ζητήματα κοινωνικής πρόνοιας και τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και με το φλέγον και εκρηκτικό για την εποχή θέμα της καθιέρωσης της δημοτικής γλώσσας».
Και συμπληρώνει: «Η μετέπειτα πορεία της Αγνής Ρουσοπούλου μας επιτρέπει να πούμε ότι η αίτηση ακυρώσεως κατά της πράξης αποκλεισμού της από τον διαγωνισμό του Συμβουλίου της Επικρατείας το 1929 ήταν ένα μόνο κεφάλαιο του ακατάβλητου αγώνα της να μετουσιώσει σε πράξη τη βαθειά προοδευτική συνείδησή της».