fbpx

Η «πυρά» της Θεσσαλονίκης – Απέναντι στη μισαλλόδοξη βία, ποιος; – Παρέμβαση Κ. Σακελλαροπούλου και Γ. Αδειλίνη

«Μια «αστυνομία της έκφρασης», είτε προέρχεται από την κρατική εξουσία είτε από την κοινωνία, είναι παντελώς ασύμβατη με τη φιλελεύθερη δημοκρατία μας», σημειώνει ο Σπ. Βλαχόπουλος

Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά

Δείτε επίσης

Η σοκαριστική, μαζική επίθεση που σημειώθηκε το βράδυ του Σαββάτου στην πλατεία Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης σε βάρος δύο τρανς ατόμων συνιστά απόδειξη ότι κάποιοι (πόσοι άραγε και ποιοι ακριβώς;) αδυνατούν να συνυπάρξουν κοινωνικά με πρόσωπα που έχουν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Παρά το γεγονός ότι λίγες ημέρες πριν, το πολιτικό σύστημα έκανε ένα μεγάλο, τολμηρό και αναμφίβολα προοδευτικό βήμα καθιερώνοντας την ισότητα στον πολιτικό γάμο, εντούτοις ένα μικρό τμήμα της κοινωνίας δεν διστάζει με βία, μένος και απαξία να εκδηλώνει σε ανύποπτο χρόνο την αντίθεσή του στο «διαφορετικό». Η μαζική διαδήλωση της Κυριακής ως αντίδραση στην αδιανόητη επίθεση – μεταξύ άλλων και από ανηλίκους! – ήλθε να καταδείξει ότι δεν υπάρχει ανοχή σε τέτοιου είδους φαινόμενα, εν έτει 2024…

Σε σχετική δήλωση προέβη η Πρόεδρος της Δημοκρατίας: «Σε μια δημοκρατία ίσης ελευθερίας, σεβασμού του άλλου ως προσώπου και πλουραλισμού δεν είναι ανεκτή η βία, πρακτική και συμβολική, σε πολίτες και πολιτικά πρόσωπα για την ταυτότητα και τις επιλογές τους», τόνισε η Κατερίνα Σακελλαροπούλου. «Τα θλιβερά γεγονότα των τελευταίων ημερών δεν ταιριάζουν στην Πολιτεία μας. Πλήττουν ανεπίτρεπτα την κοινή μας συμβίωση και τις θεμελιώδεις αρχές της».

Η Δικαιοσύνη διαδραματίζει τον δικό της ρόλο στην ιστορία αυτή: τη Δευτέρα 11 Μαρτίου η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Ευθ. Αδειλίνη απέστειλε στον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης την ακόλουθη παραγγελία, αναφερόμενη και στα επεισόδια που ακολούθησαν: «Χθες, 10/3/2024, ομάδα κουκουλοφόρων, που συμμετείχαν σε συγκέντρωση των ΛΟΑΤΚΙ κατά της ομοφοβικής επίθεσης εναντίον δύοτρανσέξουαλ ατόμων στη Θεσσαλονίκη, δημιούργησαν επεισόδια έξω από τον κινηματογράφο «Ολύμπιον» στο κέντρο της πόλης, όπου πραγματοποιείται το Φεστιβάλ Ντοκυμαντέρ Θεσσαλονίκης, προπηλακίζοντας τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Στέφανο Κασσελάκη και επιτιθέμενοι εναντίον του αστυνομικού που βρισκόταν στην είσοδο του κινηματογράφου, τον οποίο και τραυμάτισαν. Εν όψει των ανωτέρω παρακαλούμε να προβείτε στις απαιτούμενες ενέργειες για τη διακρίβωση αυτεπαγγέλτως διωκομένων αξιοποίνων πράξεων, όπως διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγίες ή διχόνοια, διατάραξη κοινής ειρήνης κλπ, εποπτεύοντας και τη διενεργούμενη ήδη αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση, καθώς και για τον εντοπισμό και τη σύλληψη των δραστών και να μας ενημερώσετε σχετικώς».

Να σημειωθεί ότι οι συλληφθέντες έχουν παραπεμφθεί στο Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για 9 από τους συνολικά 21 συλληφθέντες, καθώς οι υπόλοιποι 12 είναι ανήλικοι και αφέθηκαν ελεύθεροι με προφορική εντολή Εισαγγελέα – παραπέμφθηκαν στο αρμόδιο Δικαστήριο Ανηλίκων. Σε όλους τους συλληφθέντες έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για εξύβριση κατά συρροή, με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, ενώ σε δύο εκ των ενηλίκων απαγγέλθηκε επιπλέον κατηγορία για απόπειρα απλής σωματικής βλάβης κατά συρροή (πάλι με ρατσιστικά χαρακτηριστικά). Η Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης εξετάζει παράλληλα εάν προκύπτουν ποινικές ευθύνες εναντίον των γονιών των ανηλίκων.

Πόσο ελεύθεροι είμαστε; Πόση απόσταση πρέπει να διανύσουν κάποιοι από την αλλοτινή προτροπή Ιεράρχη «Φτύστε τους!» ως τον πλήρη σεβασμό του «άλλου»; Και, κυρίως, πόσο απέχει η συνταγματική επιταγή για την προστασία των προσωπικών επιλογών από τη σκληρή πραγματικότητα, δίπλα μας;

Το NB Daily, με αφορμή το συμβάν της Θεσσαλονίκης, ανασύρει από το αρχείο του άρθρο του Καθηγητή της Νομικής Σχολής Αθηνών κ. Σπύρου Βλαχόπουλου, που αγγίζει τον πυρήνα του ζητήματος : τη σχέση του ρατσιστικού λόγου με την ελευθερία της έκφρασης – νομικό ζήτημα ακανθώδες, διαχρονικό και δυστυχώς ενίοτε επίκαιρο.

Του Σπύρου Βλαχόπουλου*

Μπορούν να τεθούν όρια στην ελευθερία του λόγου; Και εάν ναι, ποιος και πώς θα τα προσδιορίσει; Η σχετική εξουσία οριοθέτησης ανήκει στον νομοθέτη μέσω αφηρημένων κανόνων δικαίου ή στον δικαστή που θα σταθμίσει όλες τις κρίσιμες παραμέτρους της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης;

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά κάθε άλλο παρά εύκολη είναι και εξαρτάται από τις γενικότερες δικαιοπολιτικές σταθμίσεις της κάθε έννομης τάξης. Στον αγγλοσαξονικό νομικό κόσμο, λ.χ., η ελευθερία της έκφρασης χαρακτηρίζεται ως «προτιμώμενη ελευθερία» και ερμηνεύεται με τέτοια ευρύτητα ώστε να καλύπτει ακόμη και τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων. Αντιθέτως, στον χώρο της ηπειρωτικής Ευρώπης η ελευθερία της έκφρασης υπάγεται σε εντονότερους περιορισμούς και θεωρείται ως ισοδύναμη με τις υπόλοιπες θεμελιώδεις ελευθερίες. Το ελληνικό Σύνταγμα καθιερώνει την ελευθερία της έκφρασης στο άρθρο 14 παρ. 1: «Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Κράτους». Πάντως, η τελευταία αυτή επιφύλαξη υπέρ του νόμου δεν σημαίνει ότι ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να θεσπίσει οποιονδήποτε περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης επιθυμεί. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η ελευθερία της έκφρασης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος αποτελεί θεμέλιο κάθε δημοκρατικής κοινωνίας. Περαιτέρω, η θέσπιση γενικών περιορισμών θα είχε ως συνέπεια ο καθένας να αυτοπεριορίζεται και να διστάζει να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του («chilling effect»). Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, οι όποιοι περιορισμοί της ελευθερίας της έκφρασης θα πρέπει να έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα, να ερμηνεύονται στενά, να μην περιορίζουν τους πολίτες σε έναν «λεκτικό καθωσπρεπισμό» και να αποσκοπούν στην προστασία άλλων θεμελιωδών ελευθεριών ή ζωτικών αγαθών του κοινωνικού συνόλου. Μια «αστυνομία της έκφρασης», είτε προέρχεται από την κρατική εξουσία είτε από την κοινωνία, είναι παντελώς ασύμβατη με τη φιλελεύθερη δημοκρατία μας.

«Τα όρια είναι ρευστά, ωστόσο υπάρχουν και μπορούν να χαραχθούν στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση»

Υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει να ερμηνευθεί και η απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου. Αυτό που τιμωρείται δεν είναι -και δεν πρέπει να είναι- η εκφορά ακραίου λόγου. Ο λόγος αυτός αντιμετωπίζεται μέσα από τον δημόσιο διάλογο και όχι με τα μέσα του ποινικού δικαίου. Οι διατάξεις του ποινικού δικαίου πρέπει να στρέφονται μόνο κατά του μισαλλόδοξου λόγου, ο οποίος μπορεί να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπων ή ομάδας προσώπων λόγω των φυσικών χαρακτηριστικών ή των επιλογών τους, με περαιτέρω συνέπεια τη διακινδύνευση της δημόσιας τάξης ή της ζωής, της ελευθερίας και της σωματικής ακεραιότητας των εν λόγω προσώπων. Τέτοιες συμπεριφορές έρχονται σε αντίθεση με την αρχή της αμοιβαίας ανεκτικότητας, η οποία δεν αποτελεί μόνο κανόνα κοινωνικής συμπεριφοράς αλλά και αρχή συνταγματικού επιπέδου, όπως προκύπτει από ένα πλέγμα συνταγματικών διατάξεων.

«Θα πρέπει να τονιστεί ότι η προστασία των προσωπικών επιλογών κάθε ανθρώπου από την έννομη τάξη (υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν θίγει τις ελευθερίες άλλων πολιτών) αποτελεί συνταγματική επιταγή»

Τα όρια είναι ρευστά, ωστόσο υπάρχουν και μπορούν να χαραχθούν στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η νομολογία για τον τέως Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιο. Η διατύπωση της άποψης ότι η «ομοφυλοφιλία είναι αμαρτία», παρότι έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με την αντίληψη των σύγχρονων φιλελεύθερων και ανεκτικών κοινωνιών αλλά και με την ίδια την ιδέα της χριστιανικής αγάπης, δεν μπορεί να ποινικοποιηθεί. Άλλο όμως αυτό και άλλο η προτροπή, και μάλιστα μέσω του διαδικτύου, στην απομόνωση μιας κοινωνικής ομάδας και στην τέλεση πράξεων εναντίον της, με χαρακτηρισμούς όπως «αποβράσματα της Κοινωνίας σήκωσαν κεφάλι», «Μη τους πλησιάζετε! Μη τους ακούτε! Μη τους εμπιστεύεσθε! Είναι οι κολασμένοι της Κοινωνίας!», «Έ, λοιπόν, αυτούς τους ξεφτυλισμένους, φτύστε τους! Αποδοκιμάστε τους! Μαυρίστε τους! Δεν είναι άνθρωποι! Είναι εκτρώματα της φύσεως», «Όταν και όπου τους συναντάτε, φτύστε τους!».

Θα πρέπει, τέλος, να τονιστεί ότι η προστασία των προσωπικών επιλογών κάθε ανθρώπου από την έννομη τάξη (υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν θίγει τις ελευθερίες άλλων πολιτών) αποτελεί συνταγματική επιταγή, όπως προκύπτει από το άρθρο 5 παρ. 2 Συντ: «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων». Την εν λόγω συνταγματική απαίτηση πρέπει με κάθε τρόπο να διαφυλάξουμε δεδομένου ότι η ισότιμη προστασία όλων των ατόμων, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα φυσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους, προβάλλει ως πρωταρχική υποχρέωση του κράτους, η οποία θεμελιώνεται στο σεβασμό και στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στην απαγόρευση κάθε διάκρισης.

* Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι Kαθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -