fbpx
Πέμπτη, 19 Σεπτεμβρίου, 2024

Μετάγγιση αίματος σε Μάρτυρα του Ιεχωβά «καταδίκασε» την Ισπανία – Είχε αρνηθεί για λόγους θρησκευτικής πίστης

Τα ηθικά και νομικά διλήμματα που απασχολούν τα δικαστήρια ενίοτε είναι πολύ σκληρά – Εν προκειμένω, ένα ντόμινο παραλείψεων ακύρωσε την αυτονομία της προσφεύγουσας

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Μετάγγιση αίματος σε μέλος της θρησκευτικής κοινότητας των Μαρτύρων του Ιεχωβά, προκειμένου να προστατευτεί η ζωή της, παρά τη ρητή άρνησή της να υποβληθεί σε τέτοια θεραπεία λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων, είχε ως αποτέλεσμα την καταδίκη της Ισπανίας από την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, χθες, Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου.

Όπως τελικώς έγινε δεκτό, η Ισπανία παραβίασε τα άρθρα 8 και 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, τα οποία προστατεύουν την ιδιωτική ζωή και τη θρησκευτική ελευθερία αντίστοιχα, αφού η επιλογή των γιατρών να προχωρήσουν σε μετάγγιση αίματος «ακύρωσαν» την αυτονομία της προσφεύγουσας.

Το 2017, η Ρόζα Πίντο Μούλα, που έφτασε μέχρι το Στρασβούργο, καταδικάζοντας την Ισπανία, είχε δεχθεί προτροπές από τους γιατρούς να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για την αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων υγείας. Καθώς η μετάγγιση αίματος αποτελούσε πιθανό ενδεχόμενο, εκείνη κατά τρόπο ρητό δήλωσε την άρνησή της να δεχθεί οποιαδήποτε μετάγγιση αίματος.

Τον Ιούνιο του 2018, μεταφέρθηκε σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο της Σόριας με σοβαρή εσωτερική αιμορραγία. Παρά την υπογραφή εγγράφου που επιβεβαίωνε την άρνησή της για μετάγγιση αίματος, οι γιατροί έκριναν απαραίτητο να μεταφερθεί επειγόντως σε νοσοκομείο της Μαδρίτης, ειδικευμένο σε εναλλακτικές μεθόδους θεραπείας, αντί της μετάγγισης αίματος. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο γιατρός προειδοποίησε τους γιατρούς του νοσοκομείου της Μαδρίτης ότι η κατάστασή της ήταν πολύ σοβαρή. Εν συνεχεία, οι γιατροί, φοβούμενοι για τη ζωή της, ζήτησαν άδεια από τον δικαστή υπηρεσίας προκειμένου να προχωρήσουν σε οποιαδήποτε ιατρική παρέμβαση κρινόταν απαραίτητη. Ανέφεραν ότι ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά, ότι είχε εκφράσει προφορικά την άρνησή της σε κάθε είδους θεραπεία και ότι η κατάστασή της θα ήταν πολύ ασταθής κατά την άφιξή της. Ο δικαστής υπηρεσίας, ο οποίος δεν γνώριζε την ταυτότητα της ασθενούς, ούτε τις ακριβείς επιθυμίες της, διαβίβασε το αίτημα των γιατρών σε ιατροδικαστή και στον τοπικό Εισαγγελέα, και ζήτησε τη γνώμη τους. Μέσα σε περίπου μία ώρα, με βάση τις πληροφορίες που έλαβε και τις εν λόγω γνωμοδοτήσεις, ο δικαστής υπηρεσίας ενέκρινε όλες τις ιατρικές ή χειρουργικές διαδικασίες που ήταν απαραίτητες για να σωθεί η ζωή της.

Έτσι, πραγματοποιήθηκε επέμβαση στην οποία έγιναν τρεις μεταγγίσεις αίματος, χωρίς η ίδια να ενημερωθεί για τη δικαστική εντολή, παρά το γεγονός ότι πριν το χειρουργείο ήταν εφικτή η συνεννόηση μαζί της. Όταν ενημερώθηκε την επομένη της επέμβασης για τις μεταγγίσεις αίματος, στράφηκε κατά των γιατρών και του ισπανικού κράτους, υποστηρίζοντας ότι παραβιάστηκε η θρησκευτική της ελευθερία και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση.

Η υπόθεση ενώπιον του ΕΔΔΑ

Μετά τις ανεπιτυχείς νομικές προσπάθειες της ίδιας ενώπιον της ισπανικής δικαιοσύνης, η υπόθεση κατέληξε στο Στρασβούργο. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο ρόλος του στην υπόθεση αυτή ήταν να επικεντρωθεί στο κατά πόσο η διαδικασία λήψης αποφάσεων για τη διενέργεια μετάγγισης αίματος συμβάδιζε με τον σεβασμό της αυτονομίας της προσφεύγουσας.

Το Δικαστήριο ανέφερε, αξιοποιώντας τη νομολογία του, ότι ένας υγιής ενήλικος ασθενής είναι ελεύθερος να αποφασίσει αν θα δεχθεί χειρουργική επέμβαση ή ιατρική θεραπεία, συμπεριλαμβανομένης της μετάγγισης αίματος. Ταυτόχρονα, όμως, όπως υπογράμμισε, απαιτούνται ισχυρές δικλείδες ασφαλείας κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ώστε να διασφαλίζεται ότι το άτομο έχει πραγματικά συνείδηση του τι ζητάει.

Εν προκειμένω, βέβαια, όπως διαπίστωσε το Ευρωδικαστήριο, o υπηρεσιακός Δικαστής δεν είχε λάβει πλήρη και ορθή πληροφόρηση, ως εκ τούτου η απόφασή του βασίστηκε σε πολύ περιορισμένα, εσφαλμένα και ελλιπή στοιχεία. Επιπλέον, το κρίσιμο ζήτημα σχετικά με το αν η προσφεύγουσα εξακολουθούσε να έχει την ικανότητα να αποφασίζει για τον εαυτό της είχε παραμεριστεί, και η εξουσία λήψης αποφάσεων είχε μεταφερθεί στους θεράποντες γιατρούς. Ούτε η ίδια, ούτε κάποιος που είχε στενούς δεσμούς μαζί της, είχε ενημερωθεί για την απόφαση του υπηρεσιακού Δικαστή πριν από την πραγματοποίηση της χειρουργικής επέμβασης.

Παρά την ψήφο του υπέρ της καταδίκης, ο Έλληνας δικαστής Ιωάννης Κτιστάκις τόνισε ότι το δικαστήριο δεν αξιοποίησε την ευκαιρία να επιβεβαιώσει ξεκάθαρα τις αρχές της αυτοδιάθεσης και της προσωπικής αυτονομίας

Η υποβολή της προσφεύγουσας σε επέμβαση μετάγγισης αίματος είχε προκύψει από μια διαδικασία λήψης αποφάσεων που είχε επηρεαστεί από την παράλειψη ουσιωδών πληροφοριών, σχετικά με την τεκμηρίωση των επιθυμιών της προσφεύγουσας, οι οποίες είχαν καταγραφεί σε διάφορα έντυπα και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές γραπτώς, όπως τόνισε το Δικαστήριο του Στρασβούργου. Δεδομένου ότι ούτε η προσφεύγουσα ούτε κανένας από τους οικείους της είχε ενημερωθεί για την απόφαση που έλαβε ο δικαστής υπηρεσίας, δεν ήταν δυνατόν να διορθωθεί η εν λόγω παράλειψη.

Συνεπώς, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, εξαιτίας των παραλείψεων που έλαβαν χώρα, το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Ισπανίας δεν σεβάστηκε την αυτονομία της προσφεύγουσας, παραβιάζοντας το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, υπό το πρίσμα προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας. Κατόπιν τούτων, με 9 ψήφους έναντι 8, το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ισπανία, επιδικάζοντας στην προσφεύγουσα το ποσό των 12.000 ευρώ, εξαιτίας της ηθικής βλάβης που υπέστη, καθώς και το ποσό των 14.000 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα.


Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΕΔΔΑ προσφ. 15541/20, απόφ. της 17.9.2024

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -