Το δικαστικό μπρα ντε φερ που ξεκίνησε χθες Τετάρτη ανάμεσα στην εμβληματική αμερικανική εφημερίδα New York Times από τη μία και τη Microsoft και την OpenAI από την άλλη αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη για τη νομική κοινότητα – σίγουρα όμως όχι μόνο γι’ αυτή.
Στη μήνυση που κατέθεσε το νομικό τμήμα της ιστορικής εφημερίδας υποστηρίζεται ότι οι δύο τεχνολογικοί κολοσσοί εκμεταλλεύτηκαν εκατομμύρια άρθρα, χωρίς προηγούμενη άδεια, προκειμένου οι υπηρεσίες τεχνητής νοημοσύνης να προσφέρουν απαντήσεις στα ερωτήματα των χρηστών, παραβιάζοντας πνευματικά δικαιώματα των Times.
To NB Daily, με αφορμή το συγκεκριμένο δικαστικό μέτωπο το οποίο, σύμφωνα με ειδικούς, «ανοίγει» το δρόμο για πρόσθετες διαμάχες ανάμεσα σε εταιρείες τεχνολογίας και μέσα ενημέρωσης, «θυμάται» ένα παλαιότερο άρθρο υπό τον τίτλο «Τεχνητή Νοημοσύνη και Πνευματική Ιδιοκτησία – σε ποιον ανήκουν οι δημιουργίες μηχανών;».
* Του Δρ. Θεόδωρου Χίου
Ι. Εισαγωγή
Διαχρονικά, η εξέλιξη του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την τεχνολογική πρόοδο. Κάθε τεχνολογική τομή η οποία επηρεάζει τη δημιουργία, διάθεση και χρήση προστατευόμενων έργων, αναμοχλεύει διαδικασίες νομοθετικών μεταρρυθμίσεων, με στόχο την προσαρμογή ή τον εκσυγχρονισμό του δικαίου με βάση τα νέα δεδομένα.
Η πιο πρόσφατη πρόκληση για το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας ήταν η λεγόμενη ψηφιακή πρόκληση, η οποία σχετίζοταν ιδίως με την άνοδο και διάδοση ψηφιακών τεχνολογιών στο πεδίο της χρήσης και εκμετάλλευσης έργων (με κύριο διακύβευμα την ευκολία αναπαραγωγής έργων) και, εν συνεχεία, την υπερεδαφική διάδοση έργων μέσω διαδικτύου. Ο αντίκτυπος του ψηφιακού μετασχηματισμού αντιμετωπίστηκε με την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, αρχικά σε διεθνές επίπεδο και μεταγενέστερα, με μεγαλύτερη ένταση και διάρκεια, σε επίπεδο ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, σε ενωσιακό επίπεδο, οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες αναφέρονταν ιδίως στο περιεχόμενο (εξουσίες) και τους περιορισμούς/εξαιρέσεις του περιουσιακού δικαιώματος, καθώς και στη ρύθμιση πτυχών της επιγραμμικής διάδοσης ψηφιακού περιεχομένου στην ενιαία (ψηφιακή) αγορά για τα προστατευόμενα έργα. Οι μεταρρυθμίσεις πρωτοεισήχθησαν με την ψήφιση της Οδηγίας 2001/29, επικαιροποιήθηκαν υπό διευρυμένη θεματολογία με την πιο πρόσφατη Οδηγία 2019/790 και διανθίστηκαν με την ψήφιση και έτερων ενδιάμεσων νομοθετημάτων. Οι ανωτέρω μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες είχαν ως στόχο την προσαρμογή ή εκσυγχρονισμό του ισχύοντος πλαισίου του Ευρωπαϊκού Δικαίου Πνευματικής Ιδιοκτησίας και, συνεκδοχικά, των (εναρμονισμένων) δικαίων των κρατών μελών (συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού) έναντι της ψηφιακής πρόκλησης των δύο τελευταίων δεκαετιών.
Μολαταύτα, το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας βρίσκεται ήδη αντιμέτωπο με έναν νέο ψηφιακό μετασχηματισμό: την εξάπλωση των εφαρμογών της τεχνητής νοημοσύνης και ιδίως της λεγόμενης «δημιουργικής» τεχνητής νοημοσύνης. H δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη ή αλγοριθμική τέχνη (Generative Art / Algorithm ή Algorithmic Art) έχει ως αντικείμενο την ανάπτυξη νοημόνων συστημάτων (AI-systems), δηλαδή ηλεκτρονικών υπολογιστών με ή χωρίς εξωτερικευμένη υπόσταση («robots»), που έχουν προγραμματιστεί κατάλληλα ώστε να παράγουν αποτελέσματα εξόδου (outputs) που αντιστοιχούν σε δημιουργήματα, ήτοι αποτελέσματα που prima facie προστατεύει το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας. Πράγματι, ο προγραμματισμός με εφαρμογή προηγμένων μεθόδων μηχανικής μάθησης (machine learning) και αλγορίθμων μάθησης (training / learning algorithms), επιτρέπει τη δημιουργία έργων (όπως κείμενα, ζωγραφικοί πίνακες, μουσικές συνθέσεις, φωτογραφίες κλπ.) ως αποτελέσματα εξόδου μίας υπολογιστικής διεργασίας.
Στις μέρες μας, η χρήση εφαρμογών δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης διευρύνεται διαρκώς. Τούτο οφείλεται στην ανάπτυξη προηγμένων νευρωνικών δικτύων, σε συνδυασμό με τη διαθεσιμότητα μεγάλου όγκου ψηφιοποιημένων δεδομένων (μεταξύ των οποίων και –προστατευόμενα- έργα) και υπολογιστικής ισχύος, που επιτρέπουν τη μοντελοποίηση της δημιουργικής διαδικασίας με ολοένα και μεγαλύτερη πιστότητα. Αυτό αποδεικνύεται από την εξάπλωση νοημόνων δημιουργικών μηχανών που παράγουν ζωγραφικούς πίνακες (όπως, ενδεικτικά το «κλασσικό» πλέον «Next Rembrandt Project» ή ο πίνακας «Edmond de Belamy»), δημοσιογραφικά άρθρα ή μουσικά έργα κατά παραγγελία (όπως, ενδεικτικά το «Jukedeck» ή το «ΑIVA») ή ακόμα και προγραμματιστικό κώδικα και βεβαίως μεταφράσεις (όπως το «Google Translate» ή ο «DeepL Translator»). Αντίστοιχα, έχουν εμφανιστεί και εφαρμογές δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης, όπως το «FlowMachines», οι οποίες προσφέρουν στους δημιουργούς δυνατότητες επαυξημένης δημιουργικότητας (augmented creativity) (εν σχέσει με τις δικές τους δημιουργικές ικανότητες), παράγοντας τμήματα της δημιουργίας ή δημιουργικές ιδέες, που χρησιμοποιούνται εν συνεχεία από τον άνθρωπο-δημιουργό για τη σύνθεση του τελικού έργου (γνωστού ως AI-aided work). Ταυτόχρονα όμως, η δημιουργία έργων από μηχανές δεν απευθύνεται μόνο σε εξειδικευμένους επαγγελματίες του κλάδου της πληροφορικής ή «algorists», επαγγελματίες δηλαδή καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν ως μέσο δημιουργίας αλγοριθμικές υπολογιστικές μεθόδους, διότι έχει πλέον καταστεί προσιτή ακόμα και για τους απλούς (ήτοι μη ειδήμονες) τελικούς χειριστές/χρήστες των σχετικών νοημόνων/δημιουργικών μηχανών.
Η δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη φαίνεται να επηρεάζει το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας στο βαθμό που οι νοήμονες δημιουργικές μηχανές θέτουν υπό αμφισβήτηση την υπέρ του ανθρώπου αποκλειστικότητα του προνομίου της δημιουργικής νοημοσύνης και δημιουργικότητας εν γένει. Η πρόκληση για την πνευματική ιδιοκτησία αναφέρεται αυτή τη φορά στο ζήτημα του υποκειμένου και του αντικειμένου της προστασίας και αγγίζει ιδίως το ανθρωποκεντρικό θεμέλιο του δικαίου προστασίας της (ανθρώπινης) δημιουργικότητας, όπως εκφράζεται ιδίως στα συστήματα του ηπειρωτικού δικαίου. Ειδικότερα, το κύριο ερώτημα που τίθεται από τη δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη σχετίζεται με τη νομική μεταχείριση των αποτελεσμάτων εξόδου των νοημόνων μηχανών και, ειδικότερα, με την αξιολόγησή τους ως δυνητικών αντικείμενων προστασίας από το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας και κυρίως με το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς: σε ποιον ανήκουν οι δημιουργίες μηχανών;
Το ανωτέρω ερώτημα έχει απασχολήσει ζωηρά τη θεωρία διεθνώς (αν και λιγότερο έντονα στην Ελλάδα) ενώ, προσφάτως, αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης και από τους αρμόδιους θεσμούς σε Ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές επίπεδο. Βασικός στόχος των θεσμικών πρωτοβουλιών ήταν η διερεύνηση και εκτίμηση της αναγκαιότητας και, εν συνεχεία, του περιεχομένου μιας ρυθμιστικής πρωτοβουλίας σε σχέση με τις δημιουργίες μηχανών, δεδομένης της προβλεπόμενης ανάπτυξης της δημιουργικής νοημοσύνης κατά τα προσεχή χρόνια της λεγόμενης «τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης», αλλά και των πιέσεων για κάρπωση της προστιθέμενης οικονομικής αξίας των δημιουργιών μηχανών. Αργά ή γρήγορα πάντως, το ερώτημα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος δημιουργιών μηχανών θα τεθεί (και) ενώπιον ευρωπαϊκών (συμπ. και των εγχώριων) δικαστηρίων.
Η παρούσα μελέτη διερευνά το ζήτημα της ένταξης των δημιουργιών μηχανών στο ρυθμιστικό πεδίο της πνευματικής ιδιοκτησίας υπό το πρίσμα του ελληνικού δικαίου, ως περίπτωσης μελέτης συστήματος ηπειρωτικού δικαίου. Προς το σκοπό αυτό θεωρούμε αναγκαία μία θετικιστική ανάλυση των βασικών (ανθρωποκεντρικών) θεσμών του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας που σχετίζονται ιδίως με το υποκείμενο και το αντικείμενο προστασίας (ΙΙ), και της υπαγωγής τους στην περίπτωση των δημιουργιών μηχανών (ΙΙΙ). Η διερεύνηση ολοκληρώνεται με διατύπωση ορισμένων συμπερασματικών σκέψεων σε σχέση με την ανάγκη και τις επιλογές προσαρμογής του υπάρχοντος συστήματος στις δημιουργίες μηχανών (IV).
ΙΙ. Ο ρόλος του ανθρώπινου παράγοντα στο ισχύον σύστημα πνευματικής ιδιοκτησίας
Η παρούσα ενότητα αποσκοπεί στο να καταδείξει τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του ελληνικού δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη ανθρώπινης συμβολής τόσο σε επίπεδο υποκειμένου (Α) όσο και αντικειμένου προστασίας (Β).
Α. Ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του υποκειμένου προστασίας: Η αρχή του (ανθρώπου) δημιουργού (human authorship principle)
Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 Ν 2121/1993 «οι πνευματικοί δημιουργοί, με τη δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σ’ αυτό πνευματική ιδιοκτησία […]» και σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 του ίδιου νόμου «ο δημιουργός ενός έργου είναι ο αρχικός δικαιούχος του περιουσιακού και του ηθικού δικαιώματος επί του έργου». Κατά το δίκαιό μας, λοιπόν, ο (πνευματικός) δημιουργός είναι το αρχικό υποκείμενο προστασίας.
Η ανθρώπινη υπόσταση του (πνευματικού) δημιουργού ως υποκειμένου προστασίας δεν προσδιορίζεται στον νόμο, ίσως, ενδεχομένως, διότι θεωρούταν αυτονόητη. Παρότι δεν υπάρχει ρητή αναφορά του νόμου στον ανθρώπινο παράγοντα, για το σύστημα του Ν 2121/1993 ο πνευματικός δημιουργός αντιστοιχεί πάντοτε σε άνθρωπο, κατά θετικοποίηση της αρχής του δημιουργού ή αρχή της αλήθειας. Τούτο προκύπτει αδιαμφισβήτητα από την Εισηγητική Έκθεση του Ν 2121/1993 (σελ. 1 και σελ. 2), η οποία ορίζει ρητώς ότι η μέριμνα για την προστασία των πνευματικών δημιουργών του εισαγόμενου νόμου εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, «στην αναγνώριση της αρχής ότι μόνο φυσικά πρόσωπα μπορούν να θεωρηθούν πνευματικοί δημιουργοί», ενώ στη συνέχεια αναφέρει ότι «αρχικός δικαιούχος της πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί [sic] να είναι μόνο φυσικά πρόσωπα».
Περαιτέρω, η αναγκαία και αποκλειστική ταύτιση ανάμεσα στον (πνευματικό) δημιουργό, σε φυσικό πρόσωπο και σε αρχικό (πρωτογενή) δικαιούχο-υποκείμενο προστασίας επιβεβαιώνεται από τον αποκλεισμό των νομικών προσώπων από αναγνώριση πρωτογενούς προστασίας. Ως γνωστόν, νομικά πρόσωπα μόνο δευτερογενώς δύνανται να καταστούν δικαιούχοι, βάσει συμβατικής ή εκ του νόμου μεταβίβασης (π.χ. εργοδότης – νομικό πρόσωπο, κατ’ άρθρα 8 ή 40 Ν 2121/1993) ή βάσει κληρονομικής διαδοχής (πχ. ίδρυμα). Εξάλλου, ο κανόνας της αρχικής κτήσης του δικαιώματος από τον ίδιο τον δημιουργό είναι αναγκαστικού δικαίου και δεν κάμπτεται από τυχόν αντίθετες συμφωνίες. Κατ’ επέκταση, η έννοια του (πνευματικού) δημιουργού διακρίνεται από τους δικαιούχους του δευτερογενούς επιπέδου, οι οποίοι συνήθως είναι νομικά πρόσωπα, αλλά δεν δύνανται να αντιστοιχούν σε άλλου είδους οντότητες χωρίς ικανότητα δικαίου.
Ο αποκλεισμός των νομικών προσώπων από την πρωτογενή κτήση πνευματικών δικαιωμάτων οδηγεί α fortiori και στον αποκλεισμό πρωτογενούς κτήσης δικαιωμάτων από οντότητες (πχ. ζώα, στοιχεία της φύσης, και, για τη δική μας περίπτωση, μηχανές), οι οποίες, και λόγω της (τρέχουσας) έλλειψης αυτοτελούς νομικής προσωπικότητας και ικανότητας δικαίου, δεν θα μπορέσουν να καταστούν δικαιούχοι πνευματικών δικαιωμάτων ούτε δευτερογενώς. Συνεπώς, ο νομοθέτης της πνευματικής ιδιοκτησίας, κατά τον προσδιορισμό του αρχικού υποκειμένου προστασίας, προβαίνει σε μία απόλυτη διάκριση ανάμεσα στον ανθρώπινο και στο μη ανθρώπινο παράγοντα, αναγνωρίζοντας μόνο στον πρώτο τον εν δυνάμει χαρακτηρισμό ως πνευματικό δημιουργό και αρχικό υποκείμενο προστασίας. Η νομοθετική αυτή επιλογή αντανακλά την παραδοχή ότι το προνόμιο της δημιουργίας ανήκει στο ανθρώπινο πνεύμα.
Β. Ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του αντικειμένου προστασίας
Περαιτέρω, η έννοια του δημιουργού καθορίζεται από την πραγματολογική αξιολόγηση της ύπαρξης ή όχι δημιουργικής δραστηριότητας εκ μέρους του υποψήφιου δικαιούχου: αρχικός δικαιούχος καθίσταται ο (ανθρώπινος) παράγων που δημιούργησε έργο. Κατά συνέπεια, ο πνευματικός δημιουργός οφείλει να προβαίνει σε «δημιουργία έργου», ήτοι, στη δημιουργία ενός «πρωτότυπου πνευματικού δημιουργήματος λόγου,
τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή» κατ’ άρθρα 1 § 1 και 2 § 1 Ν 2121/1993, η υλοποίηση της οποίας συνιστά το αναγκαίο νομικό γεγονός για την απόκτηση πνευματικής ιδιοκτησίας επ’ αυτού. Το έργο συνιστά αόριστη νομική κεντρική έννοια του ελληνικού δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, η οποία αναλύεται στα εξής στοιχεία: 1) δημιούργημα, 2) πνευματικό, 3) πρωτότυπο, 4) εμπειρικώς αισθητό και 5) από το χώρο του λόγου, της τέχνης και της επιστήμης. Στην παρούσα ενότητα εξετάζεται αν και σε ποιο βαθμό ο ανθρώπινος παράγοντας εμπεριέχεται εγγενώς στο εννοιολογικό περίγραμμα του έργου και, με άλλα λόγια, αν είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός ενός δημιουργήματος ως έργου και χωρίς επίδραση ανθρώπινης συμβολής.
1) Δημιούργημα και ανθρώπινος παράγοντας
Ιδωμένο σε απόλυτη τιμή και εκτός του ισχύοντος πλαισίου πνευματικής ιδιοκτησίας, το στοιχείο του δημιουργήματος αναφέρεται σε ένα νέο συμβάν, μια νέα πραγματικότητα, κάτι καινούριο με την έννοια του διαφορετικού. Ένα δημιούργημα (όπως κάποια από αυτά που περιλαμβάνει ο κατάλογος του άρθρου 2 § 1), μπορεί να προκύψει από ενέργειες ή (επί-)δράσεις οι οποίες προέρχονται (ενδεχομένως και αποκλειστικά) από μη ανθρώπινο παράγοντα, όπως από ζώο (πχ. ελέφαντας που ζωγραφίζει πίνακες, μία γάτα που πατάει πλήκτρα μουσικού οργάνου και παράγεται μελωδία), από την επίδραση δυνάμεων της φύσης (π.χ. κομμάτι ξύλου που σμίλεψε ο άνεμος ή η θάλασσα) ή ακόμα και από μία μηχανή. Yπό λειτουργική οπτική, τα ανωτέρω δημιουργήματα έχουν εμπειρική αισθητότητα και εντάσσονται prima facie στο χώρο του λόγου, της τέχνης, ή της επιστήμης, τουλάχιστον από μορφολογικής και τυπολογικής απόψεως
Συνεπώς, το στοιχείο του έργου που αναφέρεται σε δημιούργημα εμπειρικώς αισθητό δεν συνδέεται απαραιτήτως και εξ ορισμού με ανθρώπινη συμβολή. Mε άλλα λόγια, η ανθρώπινη προέλευση συνιστά ικανό αλλά όχι αναγκαίο παράγοντα για την ύπαρξη ενός de facto δημιουργήματος που εκφράζεται σε μία μορφή προσιτή από τις αισθήσεις.
2) Πνευματικό δημιούργημα και ανθρώπινος παράγοντας
Η προσθήκη του προσδιορισμού «πνευματικό» στο δημιούργημα καθιστά το «πνεύμα» ως την αιτία και την πηγή του δημιουργήματος. Η πνευματική διάσταση του έργου χαρακτηρίζεται από διττή ανθρωποκεντρική επενέργεια:
Πρώτον, κατά την απολύτως κρατούσα ερμηνεία, ο προσδιορισμός «πνευματικό» σχετίζεται ευθέως και αποκλειστικά με το ανθρώπινο πνεύμα, μολονότι τούτο δεν προκύπτει (τουλάχιστον ευθέως) από το γράμμα της διάταξης του άρθρου 2 § 1 Ν 2121/1993, αλλά απορρέει (μάλλον αυτονοήτως) από το πνεύμα της ηπειρωτικής παράδοσης του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, το οποίο διαπερνά τον Ν 2121/1993. Πράγματι, η πνευματική δημιουργία, υπό την έννοια της δημιουργίας πνευματικού δημιουργήματος, προϋποθέτει ιδιότητα φυσικού προσώπου, του οποίου το πνεύμα επενεργεί δημιουργικά για τη συντέλεση ενός νέου συμβάντος, μίας νέας πραγματικότητας. Εξ ου και ο Νόμος αναφέρεται στον «πνευματικό δημιουργό» ως τον αρχικό δικαιούχο (π.χ. άρ. 1 § 1, άρ. 14 εδ. β’), ο οποίος αντιστοιχεί πάντοτε σε άνθρωπο (βλ. ανωτέρω υπό Α) και τα απονεμόμενα δικαιώματα συνιστούν την πνευματική ιδιοκτησία. Συνεπώς, δημιουργήματα που δεν συνιστούν προϊόντα του ανθρώπινου πνεύματος δεν δύνανται να νοηθούν ως έργα. Δεύτερον, το στοιχείο του «πνευματικού δημιουργήματος» που χαρακτηρίζει το έργο προϋποθέτει (δημιουργική, βλ. αμέσως παρακάτω) επενέργεια του (ανθρώπινου) πνεύματος, δηλαδή πνευματική προσπάθεια και συμβολή του δημιουργού. Το πνευματικό δημιούργημα, το οποίο λαμβάνει τα μορφολογικά χαρακτηριστικά ενός εμπειρικώς αισθητού δημιουργήματος λόγου, τέχνης ή επιστήμης, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 Ν 2121/1993 είναι φορέας νοήματος ως «αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης και εσωτερικής επεξεργασίας ορισμένων γεγονότων και της σύνδεσής τους με τον προσωπικό κόσμο της σκέψης και των συναισθημάτων του δημιουργού», ανεξάρτητα από την περαιτέρω χρησιμότητά του. Υπό αυτή την οπτική, η πνευματική διάσταση του δημιουργήματος σχετίζεται με τον αυτοσκοπό του ως φορέα νοήματος και ανακοίνωσης παραστάσεων του δημιουργού του. Έτσι, δημιουργήματα χωρίς πνευματική διάσταση, τα οποία αποτελούν συνήθως αποτέλεσμα απλώς «χειρωνακτικής» ή μηχανικής δραστηριότητας του ανθρώπου, δεν νοούνται ως έργα και εκφεύγουν ab initio από την περίμετρο προστασίας του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας.
3) Δημιουργική πράξη και ανθρώπινος παράγοντας
Η επενέργεια του ανθρώπινου πνεύματος, όπως προσδιορίστηκε πιο πριν, θα πρέπει να συνδέεται με τη δημιουργία, ήτοι να χαρακτηρίζεται ως δημιουργική πράξη και ενέργεια με την οποία ο δημιουργός ανακοινώνει και εκφράζει στον εξωτερικό κόσμο τις δικές του εντυπώσεις, παραστάσεις, σκέψεις και συναισθήματα.
Η δημιουργική πράξη μπορεί να αναλυθεί σε σύλληψη και υλοποίηση ενός δημιουργικού αποτελέσματος. Η σύλληψη του πνευματικού δημιουργήματος εμπεριέχει εξ ορισμού πνευματική διάσταση (βλ. ανωτέρω). Η δε υλοποίηση συνιστά την έκφραση της δημιουργικής επενέργειας του ανθρώπινου πνεύματος στον φυσικό κόσμο. Στη συνήθη περίπτωση δημιουργικής διαδικασίας, o πνευματικός δημιουργός έχει μία αφετηριακή ιδέα δημιουργίας και έναν δημιουργικό στόχο, λιγότερο ή περισσότερο ορατό και διαμορφωμένο, έχοντας προ-συλλάβει νοητικώς το βασικό σχέδιο του προσδοκώμενου έργου (αν όχι τον πλήρη σχεδιασμό του). Εν συνεχεία, υλοποιεί (στο πλαίσιο μίας δημιουργικής διαδικασίας κατά την οποία προβαίνει σε δικές του επιλογές, συνδυασμό και επεξεργασία προγενέστερων στοιχείων, γνώσης και πληροφοριών) την αρχική σύλληψη («ανακοινώνει τις παραστάσεις του»), οδηγώντας στη δημιουργία ενός προβλέψιμου δημιουργήματος, στο βαθμό που αυτό θα συναρτάται λιγότερο ή περισσότερο με το αρχικώς συλληφθέν βασικό σχέδιο.
Έτσι, η δημιουργία ενός έργου ως σύλληψη και υλοποίηση πνευματικού δημιουργήματος χαρακτηρίζεται από μία σχέση αιτιότητας ανάμεσα στον πνευματικό δημιουργό-φυσικό πρόσωπο και το δημιούργημα: η δημιουργική πράξη συνιστά την αιτία για τη δημιουργία του πνευματικού δημιουργήματος (:αιτιατό, δημιουργικό αποτέλεσμα) και η δημιουργική πράξη πρέπει να εκπορεύεται από τον ίδιο τον δημιουργό. Η δημιουργική πράξη είναι, λοιπόν, μία προσωπική δημιουργική παροχή από άνθρωπο η οποία φέρει την επενέργεια του (συγκεκριμένου ανθρώπινου) πνεύματος. Συνεπώς, το έργο, ως προϊόν του ανθρώπινου πνεύματος και αποτέλεσμα δημιουργικής πράξης, προέρχεται αναγκαστικώς από άνθρωπο.
Πάντως, η προσωπική δημιουργική επενέργεια του ανθρώπινου πνεύματος δύναται να διαμεσολαβείται από εργαλεία ή βοηθήματα τα οποία ο πνευματικός δημιουργός μεταχειρίζεται (και θέτει υπό τον έλεγχό του) κατά τη δημιουργική διαδικασία, για την υλοποίηση της δημιουργικής πράξης. Το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας ακολουθεί προσέγγιση τεχνολογικής ουδετερότητας, στο πλαίσιο της οποίας η χρήση και το είδος των χρησιμοποιούμενων δημιουργικών εργαλείων (πχ. πινέλο), βοηθημάτων (μουσικό όργανο, ηλεκτρονικός υπολογιστής), υλικών και μεθόδων είναι αδιάφορα. Το ίδιο, άλλωστε, συμβαίνει και στη διαμεσολάβηση της δημιουργικής επενέργειας του πνεύματος του δημιουργού μέσω άλλου φυσικού προσώπου (amanuensis), το οποίο έχει όμως αποκλειστικά και μόνο βοηθητικό ή εκτελεστικό (ήτοι είναι ελεγχόμενο από τον δημιουργό) ρόλο κατά τη δημιουργική διαδικασία (πχ. ο δακτυλογράφος του κειμένου που εκφωνεί ο δημιουργός του).
Η απαιτούμενη δημιουργική επενέργεια του ανθρώπινου πνεύματος δεν αναιρείται με τη χρήση των ανωτέρω εργαλείων, βοηθών και βοηθημάτων, στο βαθμό που αυτά συνιστούν τα μέσα (υλοποίησης) της δημιουργίας. Αυτό προϋποθέτει ότι τα διαμεσολαβητικά μέσα ελέγχονται και κατευθύνονται από τον δημιουργό, επιτρέποντας ή διευκολύνοντας την εξωτερίκευση των δημιουργικών επιλογών του και την έκφραση της πνευματικής διάστασης του δημιουργήματος, χωρίς να διακόπτουν, δηλαδή, τη σχέση αιτιότητας ανάμεσα στην επενέργεια του πνεύματος του δημιουργού, την προσωπική δημιουργική πράξη και το δημιούργημα.
Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, δεν νοείται κατ’ αρχήν ως έργο δημιούργημα το οποίο είναι αποτέλεσμα επενέργειας παροχών ή παραγόντων μη ελεγχόμενων ή καθοριζόμενων από το δημιουργό ή μη εκπορευόμενων από το δημιουργικό πνεύμα του, όπως, π.χ. το προϊόν απλής εφαρμογής τυποποιημένης τεχνογνωσίας (όπως η ορθογραφική διόρθωση ενός κειμένου, η οποία υπακούει σε συγκεκριμένους γλωσσικούς κανόνες) ή το αποτέλεσμα τυχαίας συγκυρίας ή (αποκλειστικώς) σύμπτωσης (randomness) (όπως το περπάτημα της γάτας πάνω στο μουσικό όργανο ή ακόμα η πλήρως «αυτόνομη» παραγωγή μηχανής). Τα ανωτέρω δημιουργήματα δεν νοούνται πνευματικά δημιουργήματα με την έννοια του νόμου, καθότι θα ελλείπει η προσωπική δημιουργική επενέργεια του ανθρώπινου πνεύματος κατά το στάδιο της σύλληψης ή/και της υλοποίησης του δημιουργήματος.
4) Πρωτοτυπία και ανθρώπινος παράγοντας
Τέλος, ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του αντικειμένου προστασίας αντανακλάται και στην προϋπόθεση της πρωτοτυπίας που οφείλει να διαθέτει ένα πνευματικό δημιούργημα ώστε να θεωρηθεί έργο με την έννοια του Νόμου. Σύμφωνα με τη θεωρία και νομολογία, η πρωτοτυπία ερμηνεύεται ως στατιστική μοναδικότητα ή ως ατομική ιδιομορφία ή ως ελάχιστο δημιουργικό ύψος του έργου, που προσδίδει μία ελάχιστη δημιουργική στάθμη στο έργο, ώστε να παρουσιάζει κάποια απόσταση από τα ήδη γνωστά, καθημερινά ή αυτονόητα.
Σύμφωνα με τη θεωρία της στατιστικής μοναδικότητας και ατομικής ιδιομορφίας, ένα έργο θεωρείται πρωτότυπο όταν κατά λογική πιθανολόγηση, κάτω από παρόμοιες συνθήκες και με τους ίδιους στόχους, κανένας άλλος δημιουργός, δεν θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει όμοιο έργο. Εντός του πλαισίου αυτού, η μοναδικότητα και η ατομικότητα του έργου ερμηνεύονται ως απόρροια της προσωπικότητας του δημιουργού: η πρωτοτυπία του έργου συνιστά αντανάκλαση ή σφραγίδα της προσωπικότητας του δημιουργού πάνω στο έργο, με άλλα λόγια, της προσωπικής συμβολής του δημιουργού κατά το στάδιο της σύλληψης και υλοποίησης του έργου. Συνεπώς, υπό αυτή την έννοια, η πρωτοτυπία συνεπάγεται και απορρέει από την έκφραση της προσωπικότητας του δημιουργού. Δεν αρκεί ο κόπος, ο μόχθος, η προσπάθεια, η δεξιότητα ή η επιμέλεια του δημιουργού, αλλά απαιτείται (επιπροσθέτως) πνευματική και δημιουργική συμβολή (επενέργεια), η οποία αποτυπώνει στο έργο την προσωπική ταυτότητα του δημιουργού.
Η έννοια της προσωπικότητας δεν είναι χαρακτηριστικό μόνον του ανθρώπου. Αντανακλαστικά βέβαια, η προσωπικότητα που σχετίζεται με το στοιχείο της πρωτοτυπίας θα αντιστοιχεί πάντα σε φυσικό πρόσωπο, στο βαθμό που ως δημιουργός και πρωτογενής δικαιούχος πνευματικής ιδιοκτησίας νοείται μόνο φυσικό πρόσωπο (βλ. ανωτέρω) και η πνευματική διάσταση σχετίζεται αποκλειστικά με το ανθρώπινο πνεύμα. Εξάλλου, η προστασία του δεσμού ανάμεσα σε (πρωτότυπο) έργο και δημιουργό, ιδίως μέσω του ηθικού δικαιώματος, καταστρώνεται με επίκεντρο τον δημιουργό-φυσικό πρόσωπο, όπως μαρτυρεί π.χ. η εξουσία προσπέλασης ή η εξουσία υπαναχώρησης λόγω μεταβολής πεποιθήσεων (άρ. 4 § 1 στ. δ’ και ε’ Ν 2121/1993).
Όσον αφορά το δημιουργικό ύψος ως κριτήριο της πρωτοτυπίας, τούτο προϋποθέτει εξ ορισμού υλοποίηση δημιουργικής πράξης εκ μέρους του δημιουργού. Όμως, η δημιουργική πράξη εμπεριέχει απαραιτήτως δημιουργική επενέργεια του (ανθρώπινου) πνεύματος του δημιουργού, όπως αναπτύχθηκε ανωτέρω, ενώ το «ύψος» δημιουργικότητας θα προκύπτει από το προσωπικό στοιχείο που προσδίδει ο δημιουργός στη δημιουργία του, ώστε να διακρίνεται το έργο από τα απλά, καθημερινά και αυτονόητα. Συνεπώς η απαίτηση ανθρώπινης συμβολής διατηρείται και υπό το πρίσμα αυτού του κριτηρίου. Ως εκ τούτου, η πρωτοτυπία, ιδωμένη ως στατιστική μοναδικότητα, ατομική ιδιομορφία ή ελάχιστο δημιουργικό ύψος, διαπλάθεται ως έννοια εγγενώς συνδεδεμένη με την ανθρώπινη (δημιουργική και πνευματική) συμβολή και δη την προσωπικότητα του ανθρώπινου παράγοντα: το πνευματικό δημιούργημα προστατεύεται όταν αντανακλά την προσωπικότητα του πνευματικού δημιουργού. Κατ’ αποτέλεσμα, η απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω (βλ. υπό Β. 2 και 3) πνευματική και δημιουργική επενέργεια θα πρέπει επιπροσθέτως να χαρακτηρίζεται από τη σφραγίδα της προσωπικότητας του δημιουργού, ώστε να γίνεται λόγος για πρωτότυπο (ήτοι προστατευόμενο) πνευματικό δημιούργημα. Υπό αυτή την οπτική, η αντανάκλαση της προσωπικότητας του δημιουργού στο δημιούργημα συνιστά την πεμπτουσία της δημιουργικής αιτιότητας μεταξύ δημιουργού και έργου.
Εξ άλλου, και το ενωσιακό κριτήριο της πρωτοτυπίας, σύμφωνα με το οποίο ένα έργο είναι πρωτότυπο εφόσον είναι «αποτέλεσμα προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού» του, παρουσιάζει ανθρωποκεντρική χροιά. Διότι, το «αποτέλεσμα προσωπικής εργασίας του δημιουργού» προϋποθέτει την έκφραση δημιουργικού πνεύματος (creativity) (ή δημιουργικών ικανοτήτων – creative ability) με πρωτότυπο τρόπο, η δε πρωτότυπη έκφραση του δημιουργικού πνεύματος πρέπει να στηρίζεται σε επιλογές και διευθετήσεις, που είναι ελεύθερες και δημιουργικές και οι οποίες αντανακλούν το «προσωπικό άγγιγμα» του δημιουργού, το οποίο ασφαλώς συνδέεται με τη μοναδικότητα της προσωπικότητάς του. Kατ’ αποτέλεσμα, ως «έργα» στο ενωσιακό δίκαιο μπορούν να χαρακτηριστούν μόνον τα δημιουργήματα που αποτελούν την έκφραση της προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού, o οποίος δεν μπορεί παρά να είναι άνθρωπος. Διότι, μολονότι, η πρωτογενής κτήση πνευματικών δικαιωμάτων δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο εναρμόνισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διέπεται από τις αρχές που θέτει η Σύμβαση της Βέρνης, οι οποίες αναγνωρίζουν την αρχή του δημιουργού και την ανάγκη πνευματικής επενέργειας, προερχόμενη από φυσικό πρόσωπο.
5) Ενδιάμεσο συμπέρασμα
Η ανωτέρω ανάλυση καταδεικνύει ότι τόσο το υποκείμενο, όσο το αντικείμενο και το περιεχόμενο της προστασίας συνέχονται με τον άνθρωπο-δημιουργό φυσικό πρόσωπο και μας οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα:
(1) Η απονομή πνευματικής ιδιοκτησίας προϋποθέτει δημιουργία δημιουργήματος εμπειρικώς αισθητού, από το χώρο του λόγου, της τέχνης και της επιστήμης, προερχόμενη από φυσικό πρόσωπο (άνθρωπο) και απονέμεται πρωτογενώς πάντα σε φυσικό πρόσωπο (πνευματικός δημιουργός).
(2) Η απαιτούμενη δημιουργική πράξη πρέπει να παρουσιάζει πνευματική διάσταση (πνευματικό δημιούργημα) η οποία δύναται να προέρχεται μόνο από άνθρωπο.
(3) Η δημιουργική πράξη είναι προσωπική παροχή του ίδιου του δημιουργού. Αυτή δύναται να διαμεσολαβείται από μέσα, βοηθήματα ή βοηθούς, αρκεί να μην αναιρείται ο προσωπικός χαρακτήρας της δημιουργικής πράξης και να διατηρείται η σχέση αιτιότητας ανάμεσα στην προσωπική δημιουργική επενέργεια του πνεύματος του δημιουργού και το δημιούργημα.
(4) Το κατά τα ανωτέρω πνευματικό δημιούργημα, για να νοείται ως έργο και να τυγχάνει προστασίας, θα πρέπει επιπλέον να φέρει τη σφραγίδα της προσωπικότητας ή το προσωπικό άγγιγμα του ανθρώπου- πνευματικού δημιουργού ή έστω ένα ελάχιστο όριο δημιουργικού ύψους, ως απαραίτητο χαρακτηριστικό της πνευματικής και δημιουργικής επενέργειας του δημιουργού πάνω στο δημιούργημα.
(5) Μη ανθρώπινες οντότητες (πχ. ζώα, δυνάμεις της φύσης, μηχανές) που παράγουν δημιουργήματα που προσομοιάζουν prima facie με έργα, δεν δύνανται να θεωρηθούν πνευματικοί δημιουργοί, ούτε, αντίστοιχα, τα δημιουργήματά τους ως έργα.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το ισχύον δίκαιο ακολουθεί ανθρωποκεντρική προσέγγιση τόσο ως προς το υποκείμενο όσο και ως προς το αντικείμενο προστασίας. Η ανθρωποκεντρική προσέγγιση αναλύεται ως μία σχέση εγγύτητας (ή δεσμό) ανάμεσα στον πνευματικό δημιουργό και το έργο, η οποία λαμβάνει τη μορφή δημιουργικής αιτιότητας: ο πνευματικός δημιουργός προστατεύεται επειδή δημιούργησε ένα πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα και το δημιούργημα θεωρείται άξιο προστασίας (έργο) επειδή απορρέει από δημιουργική επενέργεια του ανθρώπινου πνεύματος και σφραγίστηκε με την προσωπικότητα του δημιουργού του (πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα). Οι δε αμεταβίβαστες ηθικές εξουσίες της πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύουν ακριβώς αυτόν δεσμό μεταξύ πνευματικού δημιουργού και πνευματικού δημιουργήματος. Ας δούμε τώρα πώς εφαρμόζεται το ανωτέρω συμπέρασμα στις δημιουργίες μηχανών.
ΙΙΙ. Σε ποιον ανήκουν οι δημιουργίες μηχανών de lege lata;
Με βάση τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του ισχύοντος πλαισίου πνευματικής ιδιοκτησίας, η απονομή προστασίας στα αποτελέσματα εξόδου συστημάτων δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης συνέχεται με την ταυτοποίηση του ανθρώπινου παράγοντα (Α) που εν δυνάμει παρουσιάζει την απαιτούμενη εγγύτητα και δημιουργική αιτιότητα με το παραγόμενο αποτέλεσμα της αλγοριθμικής διαδικασίας δημιουργίας (Β).
Α. Χαρτογράφηση του ανθρώπινου παράγοντα που σχετίζεται με τις δημιουργίες μηχανών
Ο εντοπισμός του ανθρώπινου παράγονται που δύναται να συνδέεται αιτιωδώς με τις δημιουργίες μηχανών, από την άποψη της νομικά σημαντικής δημιουργικής συμβολής για το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας, προϋποθέτει μία χαρτογράφηση των ανθρώπινων συμβολών που σχετίζονται με δημιουργίες μηχανών, υπό το φως της αρχής του δημιουργού.
Εξ αντιδιαστολής, ορισμένες κατηγορίες ανθρώπινων συμβολών μπορούν να αποκλειστούν εξ ορισμού, διότι, οι συμβάλλοντες, εκ του ρόλου τους, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως πνευματικοί δημιουργοί ή/και η συμβολή τους δεν νοείται ως (δημιουργική) επενέργεια του ανθρώπινου πνεύματος. Ειδικότερα, δεν μπορεί να θεωρηθεί πνευματικός δημιουργός δημιουργίας μηχανής ο έχων (και μη υλοποιών) την απλή ιδέα παραγωγής δημιουργικών αποτελεσμάτων εξόδου ή ο χρηματοδότης / επενδυτής της δημιουργίας ή του συστήματος δημιουργικής ΤΝ ή το φυσικό πρόσωπο που επιτελεί απλώς εκτελεστικό/βοηθητικό ρόλο κατά τη δημιουργική διαδικασία, ιδίως επειδή η συμβολή του δεν παρουσιάζει πνευματικό και δημιουργικό χαρακτήρα, όπως ο χρήστης που δίνει μία απλή εντολή παραγωγής αποτελέσματος εξόδου με το πάτημα ενός και μόνο κουμπιού ή ακόμα το πρόσωπο που πραγματοποιεί κατ’ εντολή τρίτου τη χειροκίνητη επισήμανση χαρακτηριστικών στα δεδομένα εκπαίδευσης (data labeling).
Συνεπώς, υπό το φως του υπάρχοντος συστήματος, δύο είναι οι κατηγορίες ανθρώπινου παράγοντα που κατ’ αρχήν δύνανται, εκ του εν τοις πράγμασιν ρόλου τους, να υλοποιήσουν δημιουργικές πράξεις με πνευματική διάσταση στο πλαίσιο της αλγοριθμικής δημιουργίας:
(1) τα φυσικά πρόσωπα που αναπτύσσουν το σύστημα δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης. Σε αυτούς μπορούν να περιλαμβάνονται ιδίως το ή τα πρόσωπα που συμμετείχαν στην ανάπτυξη (αρχικό προγραμματισμό) και μάθηση της μηχανής, (πχ. αυτοί που επέλεξαν και συγκέντρωσαν το εκπαιδευτικό υλικό παραδειγμάτων με το οποίο «εκπαιδεύτηκε» η μηχανή, ο επινοητής του δημιουργικού αλγορίθμου και συντάξας τον σχετικό κώδικα, ο εποπτεύων ή παρεμβαίνων κατά τη διαδικασία μάθησης) ή ο έχων το συντονισμό και την πνευματική διεύθυνση των ανωτέρω συμβολών (από κοινού: προγραμματιστές).
(2) Οι χρήστες της μηχανής, στους οποίους περιλαμβάνεται κάθε φυσικό πρόσωπο που εκτελεί, χρησιμοποιεί και δίνει εντολή στην νοήμονα μηχανή για την παραγωγή δημιουργικού αποτελέσματος, καθορίζοντας κάποιες ή όλες τις παραμέτρους του, διά της εισαγωγής στο σύστημα των νέων δεδομένων που θα επεξεργαστεί η μηχανή για την παραγωγή νέου αποτελέσματος εξόδου.
Β. Η δημιουργική αιτιότητα της συμβολής του ανθρώπινου παράγοντα στις δημιουργίες μηχανών
Το ζήτημα της δημιουργικής αιτιότητας ανάμεσα στον ανθρώπινο παράγοντα (προγραμματιστή ή χρήστη) και σε αποτελέσματα εξόδου μηχανής (κατ’ ουσίαν, ενός προγράμματος υπολογιστή) επιλύονταν έως σήμερα χωρίς σοβαρές δυσκολίες, υπό την εξής διττή περιπτωσιολογική διάκριση:
(α) Η μηχανή παράγει αποτελέσματα εξόδου τα οποία ήταν εξαρχής προγραμματισμένη να παράγει. Σε αυτή την περίπτωση, το αποτέλεσμα εξόδου που αντιστοιχεί σε δημιούργημα (π.χ. ο χαρακτήρας ενός ηλεκτρονικού παιχνιδιού που δημιουργεί ένας χρήστης αξιοποιώντας τις δυνατότητες που παρέχει το πρόγραμμα) στηρίζεται στη δημιουργική και πνευματική επενέργεια του προγραμματιστή, ο οποίος δημιούργησε ένα πεπερασμένο σύστημα εφικτών (ήτοι: προκαθορισμένων) αποτελεσμάτων εξόδου, το οποίο ο χρήστης δύναται μόνο να ενεργοποιήσει. Σε αυτή την περίπτωση, το δημιούργημα-αποτέλεσμα εξόδου θα τελεί σε σχέση δημιουργικής αιτιότητας με τον προγραμματιστή
(β) Το αποτέλεσμα εξόδου καθορίζεται αποκλειστικά από τις ενέργειες του χρήστη. Σε αυτή την περίπτωση η μηχανή συνιστά ένα απλό εργαλείο που διαμεσολαβεί την δημιουργική και πνευματική επενέργεια του χρήστη (όπως π.χ. η σύνταξη της παρούσας μελέτης- με χρήση προγράμματος επεξεργασίας κειμένου). Έτσι, ο χρήστης θα είναι και ο πνευματικός δημιουργός του δημιουργήματος- αποτελέσματος εξόδου της μηχανής.
Εντούτοις, υπό την τρέχουσα στάθμη της τεχνικής, η ανωτέρω (παραδοσιακή) δυαδική απάντηση στο ερώτημα της δημιουργικής αιτιότητας που χαρακτηρίζει τα αποτελέσματα εξόδου μηχανών φαίνεται να τίθεται υπό αμφισβήτηση στο πλαίσιο των συστημάτων (δημιουργικής) τεχνητής νοημοσύνης, διότι όπως θα αναπτυχθεί παρακάτω:
(α) ο επιδιωκόμενος λειτουργικός στόχος της μηχανής διαφοροποιείται και
(β) η υπολογιστική δραστηριότητα της μηχανής φαίνεται να «αυτονομείται», υπό την έννοια ότι ο ανθρώπινος παράγοντας (προγραμματιστής ή χρήστης) ενδέχεται να μην κατευθύνει και ελέγχει πλήρως τη διαδικασία παραγωγής του αποτελέσματος εξόδου από το εν λόγω σύστημα.
Πράγματι, ο προγραμματισμός των μηχανών με τεχνητή νοημοσύνη αποσκοπεί στην ανάπτυξη συστήματος που μιμείται την ανθρώπινη συμπεριφορά (εν προκειμένω, τη δημιουργικότητα), ώστε να είναι σε θέση να λαμβάνει αποφάσεις επί τη βάσει «κανόνων συμπεριφοράς» (εδώ: προγραμματιστικό μοντέλο παραγωγής «έργων»). Με άλλα λόγια, ο προγραμματισμός αναφέρεται στον τρόπο δημιουργίας αποτελεσμάτων εξόδου («έργων»), μέσω της λήψης («δημιουργικών») αποφάσεων που πραγματοποιούνται από την ίδια τη μηχανή, και όχι στον εξαρχής προκαθορισμό των επιθυμητών και προδιαγεγραμμένων αποτελεσμάτων εξόδου. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της μηχανικής μάθησης, η οποία περιλαμβάνει, σε γενικές γραμμές, τα ακόλουθα στάδια: αρχικός στόχος ή επιδίωξη δημιουργίας ενός συστήματος δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης, ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής του προγραμματιστικού μοντέλου (αρχικός προγραμματισμός), σύνταξη του κώδικα που εμπεριέχει τον αλγόριθμο μάθησης (training algorithm), «εκπαίδευση» (training) του συστήματος, διαμέσου μίας αυτοματοποιημένης διαδικασίας ανάλυσης μεγάλης ποσότητας κατάλληλων δεδομένων (big data) σε ψηφιακή μορφή (όπως ζωγραφικοί πίνακες, κείμενα, φωτογραφίες, μουσικά έργα, αναλόγως το είδος του επιθυμητού αποτελέσματος εξόδου) (training data sets), τα οποία χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα μάθησης για τον εντοπισμό και εξαγωγή (εξόρυξη) συσχετισμών, μοτίβων ή άλλων δημιουργικών χαρακτηριστικών και τα οποία θα αποτελέσουν τη γνώση που αποκομίζει το προγραμματιστικό μοντέλο. Το «εκπαιδευμένο» μοντέλο είναι το άμεσο αποτέλεσμα της διαδικασίας μάθησης και το «δημιουργικό εργαλείο», το οποίο θα είναι σε θέση να προβαίνει σε παραγωγή συγκεκριμένου αποτελέσματος εξόδου (νέου δημιουργήματος), κάθε φορά που θα υποβάλλεται σε νέα άγνωστα δεδομένα της ίδιας κατηγορίας (από τους προγραμματιστές ή του χρήστες).
Στη συνήθη περίπτωση της ανάπτυξης συστημάτων δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης με καθοδηγούμενη μάθηση (supervised learning), κατά την οποία, μεταξύ άλλων, η αποκρυστάλλωση του εκπαιδευμένου προγραμματιστικού μοντέλου απορρέει από την προηγούμενη (χειροκίνητη) επιλογή από τους προγραμματιστές των δημιουργικών χαρακτηριστικών που καλείται να «μάθει» η μηχανή μέσα από τα παραδείγματα των δεδομένων εκπαίδευσης (data annotation-labeling). Αντιθέτως, στην περίπτωση συστήματος δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης που εκπαιδεύεται με τεχνική μη καθοδηγούμενης μάθησης (unsupervised learning ή deep learning), ο εντοπισμός και εξαγωγή (εξόρυξη) συσχετισμών, μοτίβων ή χαρακτηριστικών που εμφανίζουν τα δεδομένα εκπαίδευσης, πραγματοποιείται χωρίς προηγούμενη επεξεργασία (labeling) των δεδομένων από τους προγραμματιστές και a fortiori από τους χρήστες. Έτσι, η γνώση που αποκομίζει το προγραμματιστικό μοντέλο απορρέει από αποτελέσματα της ανάλυσης δεδομένων στα οποία καταλήγει η ίδια η μηχανή, εφαρμόζοντας oμαδοποίηση (clustering) δημιουργικών χαρακτηριστικών με μαθηματικές μεθόδους, και προβαίνοντας σε βελτιστοποίηση του ίδιου του μοντέλου με την εμπειρία από την αλληλεπίδραση με τα δεδομένα εκπαίδευσης. Κατ’ αποτέλεσμα, τα δημιουργήματα-αποτελέσματα εξόδου της μηχανής είναι μη προβλέψιμα (αλλά όχι τυχαία) και αιτιοκρατικώς μη εξηγήσιμα για τον ανθρώπινο παράγοντα.
Σε αυτή την εκδοχή «αυτονόμησης» της υπολογιστικής δραστηριότητας της μηχανής, η εφαρμογή του δυαδικού τρόπου απάντησης (ανωτέρω υπό § 34), αναφορικά με την αιτιώδη σχέση μεταξύ των αποτελεσμάτων εξόδου μηχανής και των προγραμματιστών ή των χρηστών θα πρέπει να επανεξεταστεί. Πράγματι, στο σενάριο της μη καθοδηγούμενης μάθησης, η τελική μορφή και το ακριβές περιεχόμενο του αποτελέσματος εξόδου καθορίζεται και από τις αποφάσεις που λαμβάνει η ίδια η μηχανή, με βάση τις παραστάσεις, εμπειρίες και γνώση που αποκτήθηκαν κατά το στάδιο της μάθησης, χωρίς ανθρώπινη καθοδήγηση και έλεγχο. Υπό αυτή τη συνθήκη, η σχέση αιτιότητας της προσωπικής δημιουργικής συμβολής του ανθρώπινου παράγοντα με το αποτέλεσμα εξόδου φαίνεται να κλονίζεται. Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι, το παραγόμενο αποτέλεσμα, ως μη προβλέψιμο, μη εξηγήσιμο και μη απορρέον εξ ολοκλήρου από ελεγχόμενες από τους προγραμματιστές ή τους χρήστες συμβολές σε όλα τα στάδια της διαδικασίας της αλγοριθμικής δημιουργίας, δεν εξωτερικεύει τις εσωτερικές παραστάσεις του πνεύματός του ανθρώπινου παράγοντα, καθότι δεν προκύπτει σύλληψη (κατ’ ελάχιστον) του βασικού σχεδίου του συγκεκριμένου αποτελέσματος εξόδου, αλλά μόνο της κατηγορίας, ή αλλιώς, της ιδέας για τη παραγωγή συγκεκριμένου είδους δημιουργημάτων. Επιπροσθέτως, η στοιχειοθέτηση της στατιστικής μοναδικότητας ή ατομικότητάς του παραγόμενου αποτελέσματος που απορρέει από τη σφραγίδα της προσωπικότητας προγραμματιστών ή χρηστών θα είναι ακόμα πιο δυσχερής. Εξάλλου, το δευτερογενές αποτέλεσμα δεν συνιστά παράγωγο έργο σε σχέση με το προγραμματιστικό μοντέλο, η δε εκ των υστέρων εκούσια «συνεισαγωγή» στοιχείων στο τελικώς παραχθέν αποτέλεσμα από τους προγραμματιστές ή τον χρήστη δεν φαίνεται να επηρεάζει το ζήτημα της εγγύτητας σε σχέση με το αρχικό αποτέλεσμα εξόδου. Κατ’ αποτέλεσμα, δημιουργούνται αμφιβολίες για το κατά πόσο η μηχανή θα διατηρεί απλώς εργαλειακό χαρακτήρα, (θα είναι δηλαδή ένας “υπολογιστικός amanuensis” σε σχέση με τη δημιουργική συμβολή προγραμματιστή ή χρήστη), ή κατά πόσο θα πρόκειται για αυτόνομο δημιουργικό πράκτορα, ο οποίος χαίρει σχέσης δημιουργικής αιτιότητας με το παραγόμενο αποτέλεσμα εξόδου.
Με βάση την ανωτέρω ανάπτυξη, η απάντηση που παρέχει το ισχύον νομικό πλαίσιο στο ερώτημα που απασχολεί την παρούσα μελέτη θα καθορίζεται τελικώς από την ερμηνεία και την κατά περίπτωση διάγνωση της απαιτούμενης εγγύτητας και ελέγχου που διασφαλίζει τη σχέση δημιουργικής αιτιότητας ανάμεσα στις ανθρώπινες συμβολές και το δευτερογενές δημιούργημα-αποτέλεσμα εξόδου, τόσο κατά το στάδιο σύλληψης όσο και κατά την υλοποίηση του, παρά τη μεσολάβηση του «αυτόνομου» παράγοντα της μηχανής. Η αναγνώριση δημιουργικής αιτιότητας υπέρ του ανθρώπινου παράγοντα θα τελεί σε σχέση αντιστρόφως ανάλογη με την αποεργαλειοποίηση και εν τέλει την αυτονόμηση των μηχανών, όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων που καθορίζουν το παραγόμενο αποτέλεσμα.
Στο βαθμό που το αποτέλεσμα εξόδου αποτελεί προϊόν σύλληψης και απορρέει από μία διαδικασία ελεγχόμενη από τον ανθρώπινο παράγοντα, ώστε να δύναται να αποδοθεί αιτιωδώς στην ανθρώπινη συμβολή, τότε η προστασία του εν λόγω δημιουργήματος θα είναι εφικτή, εφόσον πληρούται και η προϋπόθεση της πρωτοτυπίας. Εν τη απουσία (καθοριστικής) εγγύτητας και κατ’ επέκταση δημιουργικής αιτιότητας με ανθρώπινη δημιουργική συμβολή, η απονομή προστασίας από το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας θα πρέπει να αποκλειστεί: ένα τέτοιο δημιούργημα μηχανής δεν θα δύναται να χαρακτηριστεί πνευματικό δημιούργημα με την έννοια του νόμου, θα εκφεύγει του πεδίου της πνευματικής ιδιοκτησίας και θα ανήκει αναπόφευκτα στο δημόσιο τομέα (public domain).
ΙV. Ποια η προσαρμογή του ισχύοντος δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας στην εποχή της αλγοριθμικής δημιουργίας;
Το βασικό ζήτημα που ανακύπτει από την ανωτέρω ανάλυση είναι κανονιστικης φύσεως. Σχετίζεται με το κατά πόσον το ισχύον σύστημα εμφανίζεται ικανοποιητικά προσαρμοσμένο έναντι των δημιουργιών μηχανών και της προστασίας τους ή, αντιθέτως, κατά πόσο η μεταρρύθμισή του κρίνεται αναγκαία ενόψει των προκλήσεων που θέτει η «αυτονόμηση» των νοημόνων μηχανών κατά τη δημιουργική διαδικασία. Για την αντιμετώπισή του είναι απαραίτητη μία αποτίμηση του ισχύοντος καθεστώτος προστασίας δημιουργιών μηχανών (Α), πριν τη διαμόρφωση μίας πρότασης ερμηνευτικής αποσαφήνισης της δημιουργικής αιτιότητας στις δημιουργίες μηχανών (Β) και τη διατύπωση ορισμένων καταληκτικών σκέψεων (Γ).
Α. Αποτίμηση του de lege lata καθεστώτος προστασίας δημιουργιών μηχανών
Όπως κατέδειξε η ανωτέρω ανάλυση, οι δημιουργίες μηχανών δεν αποκλείονται εξ ορισμού από την προστατευτική εμβέλεια της πνευματικής ιδιοκτησίας. Αντιθέτως, δύνανται να χαρακτηριστούν ως έργα, στο βαθμό που εξειδικεύονται και πληρούνται καταλλήλως οι γενικές ρήτρες προστασίας, ήτοι η ύπαρξη δημιουργήματος που προκύπτει από πνευματική και δημιουργική επενέργεια ανθρώπινου παράγοντα και σφραγίζεται από την προσωπικότητα του. Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό ότι το ισχύον σύστημα δεν χαρακτηρίζεται από γνήσιο νομοθετικό ρυθμιστικό κενό ως προς τις δημιουργίες μηχανών.
Μολαταύτα, το ισχύον πλαίσιο χαρακτηρίζεται από δυσχέρειες εφαρμογής στις δημιουργίες μηχανών, τόσο πρακτικής όσο και νομικής φύσης, οι οποίες, μέχρι σήμερα, αφορούσαν κυρίως οριακές και περιθωριακές περιπτώσεις έργων που δημιουργούνται με χρήση ενός μη πλήρως ελεγχόμενου μέσου. Από τη μια πλευρά, η επίκληση και απόδειξη της δημιουργικής αιτιότητας μεταξύ ανθρώπινου παράγοντα και αποτελέσματος εξόδου φαίνεται να παρουσιάζει δυσκολίες οι οποίες δεν χαρακτηρίζουν κατά κανόνα τις δημιουργίες που προκύπτουν χωρίς τη μεσολάβηση νοήμονος μηχανής. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι δημιουργίες μηχανών συνιστούν αποτελέσματα εξόδου μίας διαδικασίας με αρκετά στάδια, στο πλαίσιο των οποίων παρατηρείται αυτονόμηση ορισμένων υπολογιστικών διεργασιών από τον ανθρώπινο παράγοντα, με αποτέλεσμα η μηχανή να μετατρέπεται σε μη πλήρως ελεγχόμενο διαμεσολαβητή της ανθρώπινης επενέργειας και, αντιστοίχως, η ανθρώπινη συμβολή να εμφανίζεται απομακρυσμένη και λιγότερο κυρίαρχη απ’ ό, τι στο παράδειγμα της «παραδοσιακής» συνήθους δημιουργικής διαδικασίας. Από την άλλη πλευρά, η έννοια του πνευματικού δημιουργήματος, όπως προκύπτει από τα άρθρα 1 § 1 και 2 § 1 του Ν 2121/1993 ως λανθάνουσα προϋπόθεση προστασίας και ειδικότερα ο βαθμός απαιτούμενης εγγύτητας και δημιουργικής αιτιότητας μεταξύ δημιουργού και έργου δεν έχουν τύχει αντίστοιχης νομολογιακής και θεωρητικής επεξεργασίας, όπως η έννοια της πρωτοτυπίας.
Οι ανωτέρω δυσχέρειες επιδεινώνονται επιπροσθέτως από την ποικιλία των εφαρμοζόμενων διεργασιών μηχανικής μάθησης και τη διαρκή τεχνολογική εξέλιξη της αλγοριθμικής δημιουργίας. Διότι, ο εκ φύσεως περιπτωσιολογικός χαρακτήρας της εφαρμογής του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας εντείνεται από το βαθμό αυτονομίας της μηχανής και, κατ’ επέκταση, από τον κατά περίπτωση ακριβή επιμερισμό και αξιολόγηση των συμβολών κάθε παράγοντα (ανθρώπου-μηχανής). Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του ισχύοντος πλαισίου στις δημιουργίες μηχανών χαρακτηρίζεται από τη δυσκολία εντοπισμού και καθορισμού του ανθρώπινου παράγοντα που συνδέεται κατά περίπτωση αιτιωδώς με το αποτέλεσμα εξόδου, πράγμα που γεννά ανασφάλεια δικαίου ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εν λόγω δημιουργιών.
Β. Προς μία ερμηνευτική αποσαφήνιση της δημιουργικής αιτιότητας στις δημιουργίες μηχανών
Σύμφωνα με την ανωτέρω αποτίμηση, φρονούμε ότι η αντιμετώπιση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των δημιουργιών μηχανών υπό το ισχύον δίκαιο είναι ζήτημα κατά βάση ερμηνευτικό και όχι ρυθμιστικό. Δεδομένου ότι το προσεχές διάστημα τα δικαστήρια θα κληθούν να κρίνουν το καθεστώς προστασίας δημιουργιών μηχανών, κρίνεται ωφέλιμη η πρόταση ορισμένων ερμηνευτικών κατευθύνσεων του ισχύοντος πλαισίου, με στόχο τη διευκόλυνση της εφαρμογής του.
Η προτεινόμενη ερμηνευτική θεώρηση έχει ως στόχο την εξάντληση των περιθωρίων απονομής προστασίας στον ανθρώπινο παράγοντα που σχετίζεται με τη δημιουργία μηχανών, όπως επιτάσσει η ιστορική και τελολογική ερμηνεία του ισχύοντος πλαισίου για «πληρέστερη και αποτελεσματικότερη δυνατή προστασία των πνευματικών δημιουργών». Εν προκειμένω, η ιδιαιτερότητα της ανάλυσης δημιουργικής αιτιότητας έγκειται στο γεγονός ότι, αφενός, οι ανθρώπινες συμβολές συνιστούν και αναγκαίες συμβολές πρωτίστως για την ανάπτυξη του προκρίματος του αποτελέσματος εξόδου, δηλαδή του ίδιου του συστήματος τεχνητής νοημοσύνης. Αφετέρου, η δημιουργική αιτιότητα κλονίζεται περαιτέρω από την αποδιαμεσολάβηση της ανθρώπινης συμβολής που συνεπάγεται η ενδεχομένως «αυτόνομη» υπολογιστική διεργασία, στρεβλώνοντας την νοητή ευθύγραμμη αντιστοιχία ανάμεσα στις συμβολές για τη δημιουργία του συστήματος ΤΝ και το αποτέλεσμα εξόδου.
Η επιδιωκόμενη ερμηνευτική αποσαφήνιση μπορεί να επιτευχθεί μέσω του προσδιορισμού των συμβολών δημιουργικής επενέργειας του ανθρώπινου παράγοντα (προγραμματιστών ή/και χρηστών) που θα θεωρούνται καθοριστικές, ήτοι αναγκαίες και ικανές για τη θεμελίωση σχέσης δημιουργικής αιτιότητας μεταξύ του συμβάλλοντος ανθρώπινου παράγοντα και του αποτελέσματος εξόδου, επί τη βάσει ορισμένων κριτηρίων αιτιότητας που συνάδουν με το ισχύον δίκαιο.
Αρχικώς, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του ορισμού του πνευματικού δημιουργήματος, θα πρέπει να αποκλειστούν συμβολές οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται από δημιουργική επενέργεια του ανθρώπινου πνεύματος όπως π.χ. η επένδυση υπέρ της δημιουργίας συστήματος δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης, οι πλήρως «χειρωνακτικές» συμβολές χωρίς πνευματική διάσταση, όπως π.χ. ένα απλό κλικ ή η απλή σήμανση (labeling) των δεδομένων εκπαίδευσης ή η απλή διαλογή αποτελεσμάτων εξόδου) (βλ. ανωτέρω §32).
Εν συνεχεία, οι εν δυνάμει καθοριστικές δημιουργικές συμβολές μπορούν να εντοπιστούν μέσω της σωρευτικής εφαρμογής δύο κριτηρίων, τα οποία αναφέρονται στο στάδιο της σύλληψης και το στάδιο της υλοποίησης του δημιουργήματος-αποτελέσματος εξόδου από ανθρώπινο παράγοντα: (α) τον ικανό βαθμό προ-αντίληψης του επιδιωκόμενου αποτελέσματος εξόδου (κριτήριο εγγύτητας ή προβλεψιμότητας του αποτελέσματος εξόδου), και (β) τον ικανό βαθμό ελέγχου της υπολογιστικής διαδικασίας, υπό την έννοια της υπαγωγής της στη δημιουργική βούληση και πνευματική επενέργεια του ανθρώπινου παράγοντα κατά το στάδιο της υλοποίησης του αποτελέσματος εξόδου (κριτήριο εργαλειοποίησης της μηχανής).
Aκολουθώντας μία τελολογικώς συνεπή προσέγγιση με το ισχύον πλαίσιο, η έμφαση θα μπορούσε να περιέλθει στο στάδιο της υλοποίησης και λιγότερο σε αυτό της σύλληψης. Ειδικότερα, το περιεχόμενο των κριτηρίων θα μπορούσε να αντιστοιχεί κατ’ αρχάς σε μία απαίτηση ελάχιστης προβλεψιμότητας στο στάδιο σύλληψης του αποτελέσματος εξόδου: ο ανθρώπινος παράγοντας (προγραμματιστής ή χρήστης του συστήματος) δεν χρειάζεται να έχει προ-συλλάβει λεπτομερώς τη μορφή του παραγόμενου αποτελέσματος εξόδου, αλλά θα αρκεί μία πρόβλεψη του βασικού σχεδίου του έργου και η γενική προσδοκία για παραγωγή ενός δημιουργήματος με αναμενόμενα μη προβλέψιμη μορφή, κάτι που άλλωστε ισχύει κατά βάση και εκτός του πεδίου της δημιουργικής νοημοσύνης, για όλα τα δημιουργήματα.
Αντιθέτως, η δημιουργική αιτιότητα, πέραν της ελάχιστης προβλεψιμότητας, θα απαιτεί και επαρκή έλεγχο του σταδίου υλοποίησης του έργου από τον ανθρώπινο παράγοντα, ο οποίος θα ασκείται ιδίως μέσω της διενέργειας συνειδητών, υπολογισμένων και σκόπιμων σταδίων υλοποίησης ενός αποτελέσματος εξόδου. Ο έλεγχος της υλοποίησης του αποτελέσματος εξόδου από την πλευρά των προγραμματιστών αναφέρεται σε δύο καίρια στοιχεία της αλγοριθμικής δημιουργικής διαδικασίας: η επιλογή του εκπαιδευτικού συνόλου δεδομένων (training dataset) και η στοχοθεσία της διαδικασίας ανάλυσης των δεδομένων που οδηγεί στην αποκρυστάλλωση του μοντέλου, δηλαδή ο προσδιορισμός των παραμέτρων που θα αναζητήσει και καθορίσει η μηχανή κατά την υπολογιστική διεργασία της ανάλυσης δεδομένων. Διότι, το είδος των χρησιμοποιούμενων δεδομένων (στατιστικό δείγμα) καθορίζει το περίγραμμα της «γνώσης» του συστήματος (και κατ’ επέκταση, τη μεροληψία στη λήψη αποφάσεων, η οποία έλκεται από το υλικό μάθησης) και οι παράμετροι μάθησης οδηγούν στην αποκρυστάλλωση συγκεκριμένων ιδιοτήτων (attributes) που θα πρέπει να διαθέτει το αποτέλεσμα εξόδου. Μία τέτοια ελεγχόμενη εκπαίδευση αφήνει περιθώριο αυτονομίας της μηχανής μόνον ως προς τον προσδιορισμό της τιμής κάθε προδιαγεγραμμένης ιδιότητας, αλλά όχι ως προς την επιλογή της ιδιότητας αφ’ εαυτής, και πάντοτε εντός των ορίων που θέτει το εύρος, η ποιότητα και η ποικιλία των δεδομένων με τα οποία εκπαιδεύεται η μηχανή. Η δε μορφοποίηση του τελικού δημιουργήματος θα περιλαμβάνει και (μη απολύτως ελεγχόμενα) προϊόντα συγκυρίας (εν προκειμένω της υπολογιστικής διεργασίας της μηχανής), χωρίς όμως τούτο να διακόπτει τη σχέση αιτιότητας που θεμελιώνεται από την ελάχιστη προαντίληψη του βασικού σχεδίου του αποτελέσματος εξόδου. Έτσι, η χρησιμοποιούμενη μέθοδος ανάλυσης των δεδομένων και διαμόρφωσης του περιεχομένου της γνώσης είναι μία παράμετρος τεχνική και διαδικαστική σε σχέση με το συγκεκριμένο στάδιο της ελεγχόμενης δημιουργικής διαδικασίας, η οποία (παράμετρος) δεν είναι απαραίτητο να είναι πλήρως εξηγήσιμη στον ανθρώπινο παράγοντα, όπως συμβαίνει πχ. στην περίπτωση των νευρωνικών δικτύων.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι δημιουργίες μηχανών στην περίπτωση του ζωγραφικού πίνακα «Edmond de Belamy» ή των αποτελεσμάτων εξόδου του συστήματος «AIVA» που απορρέουν από νευρωνικά δίκτυα, θα συνδέονται αιτιωδώς με τους προγραμματιστές που αποκρυστάλλωσαν το προγραμματιστικό μοντέλο, ακόμα και αν η τελική μορφή του αποτελέσματος εξόδου δεν είναι επακριβώς προβλέψιμη και αναμενόμενη για τους προγραμματιστές.
Αντιστοίχως, από την πλευρά των χρηστών, θα υφίσταται έλεγχος της υλοποίησης του έργου στην περίπτωση που ο χρήστης δεν δίνει απλώς εντολή για παραγωγή αποτελέσματος εξόδου, αλλά προβαίνει σε δημιουργικές επιλογές οι οποίες επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο θα παραχθεί το αποτέλεσμα εξόδου, είτε επεμβαίνοντας στις παραμέτρους του προγραμματιστικού μοντέλου, είτε υπαγάγοντας στη δημιουργική του βούληση τα στάδια της δημιουργικής διαδικασίας για την εξαγωγή αποτελέσματος εξόδου κατά τη χρήση του συστήματος.
Στη δε περίπτωση που ουδείς ανθρώπινος παράγοντας (προγραμματιστής ή χρήστης) διαθέτει μία πρόβλεψη και γενική προσδοκία ως προς το βασικό σχέδιο της μορφής του αποτελέσματος εξόδου και ελέγχει τη δημιουργική διαδικασία υλοποίησης, θα πρόκειται για αυτόνομη δημιουργία μηχανής, η οποία δεν θα δύναται να χαρακτηριστεί ως πνευματικό δημιούργημα και να τύχει προστασίας από την πνευματική ιδιοκτησία, ελλείψει εντοπισμού σχέσης δημιουργικής αιτιότητας με άνθρωπο. Αυτό δύναται να συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση όπου τα δεδομένα εκπαίδευσης επιλέγονται αποκλειστικά από τη μηχανή ή στην περίπτωση όπου ανθρώπινος παράγοντας δεν διαθέτει ελάχιστη προαντίληψη της μορφής του αποτελέσματος ή κανέναν έλεγχο στον τρόπο υλοποίησης της μορφής του τελικού αποτελέσματος. Ενδεικτικά, η μετάφραση που δημιουργεί σύστημα τεχνητής νοημοσύνης (π.χ. το Google Translate) δεν θα συνδέεται αιτιωδώς με ανθρώπινο παράγοντα, στο βαθμό που οι προγραμματιστές δεν έχουν ουδεμία προαντίληψη του βασικού σχεδίου της μορφής της παραγόμενης μετάφρασης (η οποία καθορίζεται αποκλειστικά από τα δεδομένα εισόδου του χρήστη), ο δε χρήστης δεν έχει κανέναν έλεγχο στη δημιουργική διαδικασία, πέραν των νέων δεδομένων (το προς μετάφραση κείμενο) και της υποβολής απλής εντολής για μετάφραση.
Συνοψίζοντας, σύμφωνα με την προτεινόμενη ερμηνευτική προσέγγιση, ο εντοπισμός δημιουργικής αιτιότητας μεταξύ δημιουργίας μηχανής και ανθρώπινου παράγοντα θα λαμβάνει τη μορφή μίας εκ των υστέρων εκτίμησης των κύριων χαρακτηριστικών της μορφής του εκάστοτε δημιουργήματος και εν συνεχεία διερεύνηση απόδοσής τους σε συγκεκριμένο ανθρώπινο παράγοντα με βάση τα προταθέντα κριτήρια που εξειδικεύουν την απαιτούμενη δημιουργική επενέργεια του ανθρώπινου πνεύματος, ήτοι ελάχιστη προαντίληψη της μορφής του παραγόμενου αποτελέσματος εξόδου και επαρκής έλεγχος της δημιουργικής διαδικασίας υλοποίησής του. Eν συνεχεία, εφόσον το αποτέλεσμα εξόδου δύναται να χαρακτηριστεί πνευματικό δημιούργημα λόγω δημιουργικής αιτιότητας με ανθρώπινο παράγοντα, η απονομή προστασίας θα κρίνεται με βάση την εκτίμηση της πρωτοτυπίας του εν λόγω δημιουργήματος, η οποία (εκτίμηση) θα αφορά τις ανωτέρω καθοριστικές συμβολές που θεμελιώνουν δημιουργική αιτιότητα. Θα εκτιμάται, δηλαδή, κατά πόσο το αποτέλεσμα εξόδου φέρει το ελάχιστο απαιτούμενο δημιουργικο ύψος ή/και τη σφραγίδα της προσωπικότητας ή το προσωπικό άγγιγμα του ανθρώπινου παράγοντα (προγραμματιστή ή/και χρήστη), που συνδέεται αιτιωδώς με το πνευματικό δημιούργημα-αποτέλεσμα εξόδου, ώστε να του αποδοθεί η πνευματική ιδιοκτησία
Γ. Επικουρική κατακλείδα
Με την παρούσα μελέτη υποστηρίξαμε ότι οι δημιουργίες μηχανών δεν είναι novum για το ισχύον πλαίσιο πνευματικής ιδιοκτησίας, στο βαθμό που, με βάση την ισχύουσα στάθμη της τεχνικής, ουδέν σύστημα τεχνητής νοημοσύνης και αποτέλεσμα εξόδου ανακύπτει χωρίς ανθρώπινη συμβολή (προγραμματιστή ή/και χρήστη), έστω και απομακρυσμένη.
Έτσι, τα αποτελέσματα εξόδου νοημόνων δημιουργικών μηχανών μπορούν να θεωρηθούν έργα, χωρίς ρυθμιστική παρέμβαση αλλά μέσω εντοπισμού της αναγκαίας και ικανής δημιουργικής συμβολής ανθρώπου (προγραμματιστή ή χρήστη), που θεμελιώνει δημιουργική αιτιότητα ανάμεσα στον ανθρώπινο παράγοντα και το δημιούργημα. Η προταθείσα ερμηνευτική αποσαφήνιση: (α) προτάσσει την έννοια του πνευματικού δημιουργήματος ως αυτοτελή προϋπόθεση προστασίας, η οποία προηγείται της πρωτοτυπίας και στο πλαίσιο της οποίας γεννάται η απαιτουμένη δημιουργική αιτιότητα μεταξύ δημιουργού και δημιουργήματος και (β) επιχειρεί μία θεωρητικοποίηση των κριτηρίων θεμελίωσης δημιουργικής αιτιότητας μεταξύ ανθρώπινου παράγοντα και αποτελέσματος εξόδου μηχανής (ελάχιστη προβλεψιμότητα κατά τη σύλληψη και επαρκής έλεγχος της δημιουργικής διαδικασίας υλοποίησης). Εξάλλου, η προταθείσα ερμηνευτική προσέγγιση θα μπορούσε να εφαρμοστεί και ενόψει άλλων περιπτώσεων δημιουργημάτων, πέραν των δημιουργιών μηχανών, που χαρακτηρίζονται από συνδυασμό ανθρώπινων και μη ανθρώπινων συμβολών (όπως π.χ. συμβολή ζώου, φυσικού φαινομένου κ.λπ.).
Η εγγενής αδυναμία της πρότασής μας σχετίζεται με την περιορισμένη εδαφική ισχύ της, δεδομένου ότι διαμορφώνεται με βάση το ελληνικό δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας. Αναμφίβολα, η ανάγκη για εναρμονισμένη ρυθμιστική απάντηση στο ζήτημα της προστασίας δημιουργιών μηχανών- τουλάχιστον σε επίπεδο ΕΕ – είναι προτιμητέα, δεδομένης της υπερεδαφικής φύσης και έκτασης του ζητήματος. Η προτεινόμενη προσέγγιση δύναται βέβαια να ακολουθηθεί και σε επίπεδο ευρωπαϊκού δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, ιδίως δια μέσω μιας αυθεντικής ερμηνείας, εκ μέρους του ΔΕΕ, της έννοιας του πνευματικού δημιουργήματος (intellectual creation) ως στοιχείου του (πρωτότυπου) έργου (author’s own intellectual creation). Αυτή θα μπορούσε να περιλαμβάνει κατάστρωση συγκεκριμένων κριτηρίων για την ύπαρξη πνευματικού δημιουργήματος με την έννοια του νόμου, υπό το φως και του όρου «own», ο οποίος υποδηλώνει, ως προϋπόθεση για την εκδήλωση του προσωπικού αγγίγματος του δημιουργού, την ανάγκη δημιουργικής αιτιότητας μεταξύ δημιουργού (και δημιουργικών επιλογών που πραγματοποιεί) και έργου.
Πάντως, το γεγονός ότι η υιοθετούμενη προσέγγιση αφήνει εκτός πεδίου προστασίας τις δημιουργίες μηχανών που δεν ευρίσκονται σε σχέση δημιουργικής αιτιότητας με τον ανθρώπινο παράγοντα, την καθιστά συνεπή με την τελολογία και το φιλοσοφικό υπόβαθρο του ισχύοντος πλαισίου. Η αναζήτηση νομικής φόρμουλας για την προστασία όλων των δημιουργιών μηχανών, ανεξαρτήτως δημιουργικής αιτιότητας με ανθρώπινο παράγοντα, συνιστά πρωτίστως ένα de lege ferenda ζήτημα δικαιοπολιτικής φύσεως, το οποίο αναφέρεται σε επέκταση της υφιστάμενης προστασίας σε αντικείμενα που θα παρέμεναν απροστάτευτα υπό το ισχύον πλαίσιο πνευματικής ιδιοκτησίας. Ήδη έχουν προταθεί ποικίλες νομικές λύσεις προς το σκοπό αυτό στη θεωρία, όπως, μεταξύ άλλων: θέσπιση νομικού πλάσματος, αναγνώριση συγγενικού ή sui generis δικαιώματος («robot copyright»), απονομή δικαιώματος σε αυτόν που δημοσιεύει τη δημιουργία μηχανής, ακόμα και αναγνώριση ιδίου δικαιώματος της μηχανής επί της δημιουργίας της.
Φρονούμε ότι τα περιθώρια του ισχύοντος πλαισίου είναι επαρκώς ευέλικτα και προσφέρονται για ερμηνευτική μόχλευση ώστε να καλύπτεται από αυτό μεγάλο μέρος από τις δημιουργίες μηχανών, τουλάχιστον με βάση την τρέχουσα στάθμη της τεχνικής. Κατ’ αποτέλεσμα, η μεταρρύθμιση του ισχύοντος πλαισίου, κατευθυνόμενη στην επέκταση της προστασίας, δεν φαίνεται επί του παρόντος επιτακτική αλλά ούτε και επιθυμητή. Aντιθέτως, στην παρούσα φάση, κρίνεται πιο ωφέλιμη η βαθύτερη διερεύνηση των οικονομικών, ηθικο-φιλοσοφικών και άλλων εξωνομικών παραμέτρων και διακυβευμάτων, που σχετίζονται με την επέκταση μονοπωλιακής προστασίας στις δημιουργίες μηχανών.
Πρωτίστως όμως, κάθε μεταρρυθμιστική απόπειρα του ισχύοντος πλαισίου θα πρέπει να εναρμονίζεται με τις θεμελιώδεις δογματικές αρχές του υφιστάμενου συστήματος πνευματικής ιδιοκτησίας, και ιδίως το ανθρωποκεντρικό υπόβαθρο. Προτού επικεντρωθεί, λοιπόν, η επιστημονική συζήτηση στην αναζήτηση νομοτεχνικής φόρμουλας υπαγωγής των πραγματικά αυτόνομων δημιουργιών μηχανών στο πεδίο της πνευματικής ιδιοκτησίας, θα πρέπει πρώτα να αναζητηθεί το δικαιο-φιλοσοφικό έρεισμα το οποίο θα δικαιολογεί την ανθρώπινη οικειοποίηση μη ανθρώπινης δημιουργίας και το οποίο ταυτόχρονα δεν θα αποσαθρώνει το ανθρωποκεντρικό θεμέλιο του ισχύοντος δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας.
* Ο κ. Θεόδωρος Χίου είναι Δικηγόρος Αθηνών, Διδάκτωρ Νομικής, ειδικός σύμβουλος επί θεμάτων πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας.