fbpx
Τετάρτη, 16 Οκτωβρίου, 2024

Οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες «πρόδωσαν» τον εργοδότη – Υποχρεώθηκε να καταβάλει στην εργαζόμενη 21.000 ευρώ

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε με το να δεχθεί ότι δεν απεδείχθη το ύψος του μισθού της ενάγουσας, και στη συνέχεια να απορρίψει ως αβάσιμα στην ουσία τους όλα τα κονδύλια της αγωγής

Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά

Δείτε επίσης

Το Μονομελές Εφετείο Πειραιά ανέτρεψε πρωτοβάθμια απόφαση, αφού αξιοποίησε επικοινωνίες μέσω Viber και SMS, υποχρεώνοντας τον εργοδότη να καταβάλει επιδόματα εορτών, αδείας και αποζημίωση απόλυσης ύψους 20.920,90 € (ΜΕφΠειρ 659/2023).

Σε πρώτη φάση το Μονομελές Εφετείο Πειραιά σημείωσε ότι στην κατ’ έφεση δίκη είναι επιτρεπτή η επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων, παρέχεται, όμως, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, η εξουσία να αποκρούσει ως απαράδεκτα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίζονται για πρώτη φορά σε αυτό, αν ο διάδικος δεν τα προσκόμισε στην πρωτοβάθμια δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Ως νέα αποδεικτικά μέσα θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτοδίκως, είτε εκείνα που υποβλήθηκαν μεν πρωτοδίκως, αλλά απαραδέκτως (λ.χ. εκπρόθεσμα).

Βέβαια, όπως τονίστηκε, τα ιδιωτικά έγγραφα, για να έχουν αποδεικτική δύναμη, δηλαδή, για να μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης, πρέπει να φέρουν την υπογραφή του εκδότη τους. Σε αντίθεση δε με ό,τι συμβαίνει επί δημοσίων εγγράφων, τα ιδιωτικά έγγραφα δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας.

Όσον αφορά την περίπτωση του ηλεκτρονικού εγγράφου, αν και δεν συγκεντρώνει τα στοιχεία του (παραδοσιακού) εγγράφου, λόγω κυρίως της έλλειψης του στοιχείου της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωση του σε υλικό που παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά πρόκειται για μία ενδιάμεση μορφή, ορθώς έχει εξομοιωθεί από τον νομοθέτη ότι τα ηλεκτρονικά έγγραφα, εμπίπτουν στα ιδιωτικά έγγραφα, ενόψει της εγγύτητας προς αυτά.

Η επίκληση και προσαγωγή ιδιωτικού εγγράφου, προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, εμπεριέχει, εντεύθεν, τον ισχυρισμό του διαδίκου, περί της γνησιότητάς του, ο, δε, αντίδικος τούτου έχει το βάρος της δήλωσης, περί άρνησης της γνησιότητας και ο πρώτος της απόδειξης αυτής, όταν αμφισβητηθεί. Για την απόδειξη αυτή μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα απόδειξης, ιδίως αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη και μάρτυρες. Κατ’ επέκταση, λοιπόν, η άρνηση της γνησιότητας των ιδιωτικών εγγράφων πρέπει να είναι ρητή, σαφής και ειδική, χωρίς ενδοιαστικές ή υποθετικές εκφράσεις και να γίνει, κατ’ αυτή τη συζήτηση, κατά την οποία προσκομίζονται, εάν, δε, αυτό δεν γίνει, θεωρείται, ότι αναγνωρίστηκε, σιωπηρώς η γνησιότητά τους και τυχόν αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτών σε μεταγενέστερη συζήτηση είναι απαράδεκτη.

Προς την ίδια κατεύθυνση το Μονομελές Εφετείο Πειραιά υπογράμμισε ότι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για τη λειτουργία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) ως μέσου επικοινωνίας στο διαδίκτυο, απαιτείται, εκτός από τη σύνδεση με κάποιον διαμετακομιστή, ο οποίος παρέχει την υπηρεσία αυτή, μέσω ειδικού λογισμικού, το οποίο έχει εγκαταστήσει μόνιμα ο χρήστης στον υπολογιστή του, η χρήση ενός ειδικού κωδικού βάσει του οποίου αναγνωρίζεται (ο χρήστης) στο σύστημα, είτε ως αποστολέας είτε ως χρήστης ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Ο κωδικός αυτός αποτελεί την ηλεκτρονική διεύθυνση (e-mail) του χρήστη, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται κατά πρωτότυπο τρόπο από τον ίδιο με τη χρήση χαρακτήρων της επιλογής του, κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο συγκεκριμένος συνδυασμός να αφορά μόνο το χρήστη που του έχει ορίσει, χωρίς να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί νόμιμα από άλλον. Η απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα πάνω στο μήνυμα, καθιστά αυτόν απόλυτα συγκεκριμένο για τον παραλήπτη, έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να επέλθει σύγχυσή του με άλλον χρήστη του ίδιου συστήματος, ενώ η ταύτισή του με το περιεχόμενο του μηνύματος είναι άρρηκτη. Η τυπική αποστολή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οδηγεί υποχρεωτικά στην ταύτιση του μηνύματος και αποστολέα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην είναι μεταβιβάσιμο το μήνυμα, αν δεν συνοδεύεται από την ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα και, βεβαίως, αν δεν έχει και συγκεκριμένο, υπαρκτό, παραλήπτη. Αυτό έχει ως λογική συνέπεια ότι, κατά την αποστολή ενός μηνύματος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δήλωση βούλησης του αποστολέα ταυτίζεται με την ηλεκτρονική του διεύθυνση και αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, ώστε να καταστεί δυνατή τεχνικά η παραλαβή της από τον παραλήπτη. Έτσι, το επικυρωμένο κατά το νόμο αντίγραφο του αποσταλέντος ηλεκτρονικού μηνύματος, το οποίο περιέχεται στο σκληρό δίσκο του παραλήπτη, αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι η περιλαμβανόμενη σε αυτό δήλωση προέρχεται από τον εκδότη αποστολέα του.

Βέβαια, το δικαστήριο δεν παρέβλεψε το γεγονός ότι, η λειτουργία του συστήματος είναι δυνατόν να υποκρύπτει τον κίνδυνο η αποστολή του συγκεκριμένου μηνύματος να πραγματοποιηθεί από άλλο πρόσωπο από αυτό στο οποίο ανήκει η συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση, κάνοντας χρήση αυτής (με οποιαδήποτε τρόπο), χωρίς την έγκρισή του. Η ελαττωματικότητα αυτή του μηνύματος που εστάλη παραπέμπει ευθέως στις διατάξεις περί πλαστότητας του, εγκαθιστώντας αναστροφή του βάρους απόδειξης στον επικαλούμενο αυτή, για το λόγο ότι η λειτουργία του συστήματος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παρέχει εγγυήσεις για την πιστότητά της, ενώ η οποιαδήποτε παθολογία εμφανίζεται, δεν προέρχεται από ελάττωμα του συστήματος, αλλά από επέμβαση τρίτου σε αυτό, γεγονός το οποίο ανήκει στη σφαίρα επιρροής του φερόμενου ως αποστολέα. Υπό την έννοια αυτή, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι.

Η κρίση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η εκκαλούσα – ενάγουσα εργαζόταν ως φωτογράφος και πωλήτρια παραγόμενων φωτογραφιών στους συμβεβλημένους χώρους εστίασης και κοινωνικών εκδηλώσεων σε ατομική επιχείρηση παραγωγής και εκτύπωσης φωτογραφικού υλικού, από 15.4.2011 έως και 14.9.2018 – ημερομηνία κατά την οποία απολύθηκε.

Η ίδια, μετά από ρητή συναίνεση του αντιδίκου της και παραίτησή του από την προστασία του απορρήτου, προσκόμισε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μεταξύ άλλων, ηλεκτρονικά μηνύματα (SMS), που αντάλλαξαν οι διάδικοι, και ιδίως μηνύματα μέσω viber με φερόμενο ως αποστολέα ή και παραλήπτη τον εναγόμενο.

Στο πλαίσιο των συγκεκριμένων ηλεκτρονικών μηνυμάτων αποδείχθηκε ότι η σχέση που συνέδεε τους διαδίκους κατά το χρονικό διάστημα από 15.4.2011 έως και την 14.9.2018, που η ενάγουσα απολύθηκε, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς να της καταβληθεί αποζημίωση, ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, επί της οποίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου και όχι σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών. Επιπλέον, όπως αποδείχθηκε, ο εναγόμενος δεν κατέβαλε στην ενάγουσα τα δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων για το χρονικό διάστημα 1.1.2013 έως 14.9.2018.

Ο εργοδότης στο πλαίσιο των συγκεκριμένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών υποστήριξε ότι δεν προκύπτει ποιος είναι ο αποστολέας και ποιος ο παραλήπτης. Εντούτοις, όπως αποδείχθηκε, ο ίδιος δεν προσδιόρισε σαφώς και ανενδοίαστα τα συγκεκριμένα έγγραφα (sms) που προσβάλλει ως πλαστά ή αρνείται την γνησιότητά τους, ούτε ανέφερε ποια είναι εκείνα εξ αυτών, που ο ίδιος αναγνωρίζει ως γνήσια. Περαιτέρω, δεν προσδιόρισε σαφώς και αν αμφισβητεί ότι ο ίδιος είναι χρήστης της ηλεκτρονικής διεύθυνσης που φέρουν, (εν προκειμένω του κινητού τηλεφώνου αποστολής τους), ή αν υποστηρίζει ότι η αποστολή των συγκεκριμένων μηνυμάτων έγινε μεν από το κινητό του τηλέφωνο, πλην όμως όχι από τον ίδιο αλλά από τρίτο πρόσωπο, χωρίς την γνώση και την έγκρισή του. Κατά συνέπεια, εφόσον τα παραπάνω έγγραφα δεν προσβάλλονται παραδεκτά ως πλαστά, αλλά ούτε και προσδιορίζονται ρητά και ανενδοίαστα εκείνα εκ των οποίων θεωρεί ο ίδιος ότι είναι πλαστά, τα παραπάνω έγγραφα θεωρούνται γνήσια.

Κατά την ημερομηνία της απόλυσης η ενάγουσα είχε συμπληρώσει επτά και πλέον έτη εργασίας και, εφόσον με την ένδικη αγωγή της, η οποία επιδόθηκε εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από την καταγγελία, επέλεξε να θεωρήσει έγκυρη την κατά τα άνω άκυρη καταγγελία, δικαιούται αποζημίωση ίση με τις αποδοχές τεσσάρων μηνών, που προσαυξάνονται κατά 1/6, λόγω συνυπολογισμού των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας.

Σύμφωνα με την κρίση του εφετείου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με το να δεχθεί ότι δεν απεδείχθη το ύψος του μισθού της ενάγουσας, και στη συνέχεια να απορρίψει ως αβάσιμα στην ουσία τους όλα τα κονδύλια της αγωγής (για δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων, επίδομα αδείας και αποζημίωση απόλυσης), έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, και κατ’ επέκταση η έφεση της ενάγουσας πρέπει να γίνει ως προς αυτό το σκέλος δεκτή.

Κατόπιν τούτων, το δικαστήριο -δικάζοντας στην ουσία την υπόθεση- έκρινε ότι ο τότε εργοδότης για τις αξιώσεις που αφορούν σε επιδόματα εορτών, σε επιδόματα αδείας καθώς και στην αποζημίωση απόλυσης είναι υποχρεωμένος να καταβάλει συνολικά στην ενάγουσα το ποσό των 20.920,90 ευρώ.

Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΜΕφΠειρ 659/2023

Δείτε τη σχετική Έκδοση: Ατομικό Εργατικό Δίκαιο

Δείτε το σχετικό Σεμινάριο: Το νέο τοπίο για practitioners, εργαζομένους και επιχειρήσεις

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -