fbpx

Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας: Τροποποίηση του καθεστώτος στήριξης στην Ιταλία (ΔΕΕ υπόθ. C-148/23)

Δικαιολογημένη κρίθηκε από το ΔΕΕ η έλλειψη διαπραγματευτικής ισχύος των εταιρειών ως προς το περιεχόμενο της τυποποιημένης σύμβασης GRIN, δεδομένου ότι η εν λόγω σύμβαση αποτελεί απλώς και μόνον ένα εργαλείο για την εφαρμογή του νέου καθεστώτος.

Χρόνος ανάγνωσης 2 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 2 λεπτά

Δείτε επίσης

Στην ερμηνεία των άρθρων 1 και 3 της Οδηγίας 2009/28/ΕΚ για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές προέβη το Δικαστήριο της ΕΕ με πρόσφατη απόφασή του στην υπόθεση C-148/23.

Η υπόθεση της κύριας δίκης αφορούσε στην τροποποίηση του εφαρμοστέου καθεστώτος στήριξης στην Ιταλία και ειδικότερα στην αντικατάσταση του καθεστώτος των πράσινων πιστοποιητικών από καθεστώς στήριξης βασιζόμενο στη χορήγηση τιμών ενθάρρυνσης. Οι αναιρεσίβλητες της κύριας δίκης εταιρείες που διέθεταν εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αμφισβήτησαν ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου τη νομιμότητα της σύμβασης GRIN (τυποποιημένη σύμβαση), την οποία έπρεπε να συνάψουν με την GSE, φορέα διαχείρισης των ενεργειακών υπηρεσιών στην Ιταλία, για τη μετάβαση από το ένα καθεστώς στο άλλο.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή των εταιρειών, κρίνοντας ότι η υποχρέωση σύναψης σύμβασης με την GSE δεν προβλεπόταν ρητώς από την εθνική νομοθεσία. Ωστόσο, το Συμβούλιο της Επικρατείας (αιτούν δικαστήριο), στο οποίο προσέφυγε η GSE, εκτίμησε ότι η υποχρέωση σύναψης σύμβασης ίσχυε τόσο για τις εγκαταστάσεις που είχαν τεθεί σε λειτουργία πριν όσο και μετά την 31η Δεκεμβρίου 2012. Το ΣτΕ εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα της εθνικής ρύθμισης με την Οδηγία 2009/28 και το άρθρο 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ιδίως δεδομένης της μονομερούς τροποποίησης των νομικών όρων επί των οποίων οι αναιρεσίβλητες της κύριας δίκης είχαν στηρίξει την οικονομική τους δραστηριότητα, όπερ θα μπορούσε να αντιβαίνει στον επιδιωκόμενο από την Οδηγία 2009/28 σκοπό της παροχής ορισμένης ασφάλειας στους επενδυτές. Στο πλαίσιο αυτό, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ένωσης.

Το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου έκρινε ότι Οδηγία 2009/28 δεν αντιτίθεται, αυτή καθεαυτή, στην αντικατάσταση, από τον Ιταλό νομοθέτη, του καθεστώτος των πράσινων πιστοποιητικών με το καθεστώς των τιμών ενθάρρυνσης, το οποίο παύει, για ορισμένες επιχειρήσεις, το πλεονέκτημα που τους παρείχε το πρώτο καθεστώς και τις υποχρεώνει να συνάψουν σύμβαση με την GSE, προκειμένου να υπαχθούν στο δεύτερο καθεστώς, υπό την προϋπόθεση ότι το τελευταίο αυτό καθεστώς παρέχει στην Ιταλία τη δυνατότητα να επιτύχει τους οριζόμενους από την Οδηγία στόχους της όσον αφορά το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας.

Δεδομένου ότι στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξετάσει αν εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, συνάδει προς τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, τις οποίες οφείλουν να τηρούν τα κράτη μέλη, το ΔΕΕ, στα πλαίσια της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής, παρείχε στο αιτούν δικαστήριο τις αναγκαίες ενδείξεις για την εκτίμηση της συμφωνίας αυτής.

Τέλος, δικαιολογημένη κρίθηκε η έλλειψη διαπραγματευτικής ισχύος των εταιρειών ως προς το περιεχόμενο της σύμβασης GRIN. Η συμβατική τους ελευθερία κρίθηκε ότι περιορίζεται θεμιτώς στο να αποφασίζουν αν θα αποδεχθούν ή όχι τους όρους της εν λόγω σύμβασης. Εξάλλου, η σύμβαση GRIN αποτελεί, σύμφωνα με το ΔΕΕ, απλώς και μόνον ένα εργαλείο για την εφαρμογή του νέου καθεστώτος από την GSE.

Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΔΕΕ υπόθ. C-148/23

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -