Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με απόφαση που εξέδωσε την 30η.4.2024 στην υπόθεση C-178/22 έκρινε, κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος που υποβλήθηκε από τον αρμόδιο για την προκαταρκτική έρευνα δικαστή του Πρωτοδικείου Bolzano της Ιταλίας, ότι το άρθρο 15 παρ. 1 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8, 11 και 52 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δεν αντιτίθεται σε εθνική διάταξη κατά την οποία, στο πλαίσιο αιτιολογημένης αίτησης πρόσβασης σε σύνολο δεδομένων κίνησης ή θέσης, ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να επιτρέψει την πρόσβαση όταν αυτή ζητείται για τη διερεύνηση αδικημάτων τα οποία τιμωρούνται, κατά το εθνικό δίκαιο, με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών.
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είχε υποβληθεί στο πλαίσιο αίτησης που είχε υποβάλει η εισαγγελία πρωτοδικών Bolzano με την οποία ζητούσε να της επιτραπεί η πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προκειμένου να ταυτοποιηθούν οι δράστες δύο αδικημάτων διακεκριμένης κλοπής κινητού τηλεφώνου.
Το ΔΕΕ δέχθηκε ότι μολονότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να ορίσουν τα «σοβαρά αδικήματα» για τους σκοπούς της εφαρμογής του επίμαχου άρθρου της Οδηγίας, εντούτοις, θα πρέπει να τηρούνται οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αρχή της αναλογικότητας, και να διασφαλίζεται ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7, 8 και 11 του Χάρτη.
Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε εάν ο ορισμός που δίδεται, κατά την εθνική διάταξη, στα «σοβαρά αδικήματα», για τη δίωξη των οποίων μπορεί να παρασχεθεί πρόσβαση στα δεδομένα, είναι υπερβολικά ευρύς, δεδομένου ότι καλύπτει και αδικήματα ήσσονος κοινωνικής απαξίας.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν είναι κατ’ ανάγκην αντίθετος προς την αρχή της αναλογικότητας ο καθορισμός ορίου πέραν του οποίου η επαπειλούμενη για ορισμένο αδίκημα μέγιστη στερητική της ελευθερίας ποινή δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως σοβαρού αδικήματος.
Περαιτέρω, τόνισε ότι το δικαστήριο ή η οντότητα που είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίσει δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, των έννομων συμφερόντων που συνδέονται με τις ανάγκες της διερεύνησης αξιόποινων πράξεων στο πλαίσιο της καταπολέμησης του εγκλήματος και, αφετέρου, των θεμελιωδών δικαιωμάτων του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων των οποίων τα δεδομένα αφορά η πρόσβαση. Ειδικότερα, κατά την εξέταση της αναλογικότητας της επέμβασης στα θεμελιώδη δικαιώματα του προσώπου το οποίο αφορά η αίτηση πρόσβασης, το εν λόγω δικαστήριο ή η εν λόγω οντότητα πρέπει να μπορεί να αποκλείσει την πρόσβαση όταν αυτή ζητείται στο πλαίσιο ποινικής δίωξης για αδίκημα μη προδήλως σοβαρό.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΔΕΕ υπόθ. C-178/22