Αντίθετη στο ενωσιακό δίκαιο κρίθηκε ισπανική νομοθεσία που προβλέπει ότι η αποζημίωση την οποία δύνανται να αξιώσουν οι προσωρινώς απασχολούμενοι λόγω ολικής μόνιμης ανικανότητας για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός τους, συνεπεία εργατικού ατυχήματος κατά την παροχή εργασίας σε έμμεσο εργοδότη, με επακόλουθο τη λύση της σχέσης της προσωρινής απασχόλησης, είναι χαμηλότερη εκείνης την οποία θα μπορούσαν να αξιώσουν, στην ίδια περίπτωση και για τον ίδιο λόγο, αν είχαν προσληφθεί απευθείας από τον συγκεκριμένο έμμεσο εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση εργασίας για το ίδιο χρονικό διάστημα.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απεφάνθη κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος του Ανώτερου Δικαστηρίου της Χώρας των Βάσκων, το οποίο εξέφρασε αμφιβολίες για το αν η εκ μέρους του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ισπανίας ερμηνεία του άρθρου 11 του Νόμου 14/1994, που αποσκοπεί στη μεταφορά της Οδηγίας 2008/104/ΕΚ (περί της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης), στην εσωτερική έννομη τάξη, είναι σύμφωνη με τις αρχές τις ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων, οι οποίες κατοχυρώνονται στα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και με το άρθρο 5 της εν λόγω Οδηγίας.
Η υπόθεση της κύριας δίκης
Το ζήτημα που ανέκυψε στην υπόθεση της κύριας δίκης αφορούσε στο αν προσωρινώς απασχολούμενος ο οποίος έχει τεθεί στη διάθεση έμμεσου εργοδότη για την άσκηση καθηκόντων πεπειραμένου φορτοεκφορτωτή δικαιούται αποζημίωση λόγω εργατικού ατυχήματος βάσει του άρθρου 31 της συλλογικής σύμβασης του κλάδου μεταφορών (το ύψος της οποίας είναι μεγαλύτερο εκείνης βάσει του άρθρου 42 της συλλογικής σύμβασης προσωρινής απασχόλησης). Τούτο, ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της ως άνω νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία δεν εμπίπτουν στην έννοια της «αμοιβής» οι συμπληρωματικές παροχές κοινωνικής ασφάλισης που χορηγούνται οικειοθελώς και δεν αποτελούν μέρος της ελάχιστης μισθολογικής εγγυήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 11 του Νόμου 14/1994, όπως η αποζημίωση που ζητείται εν προκειμένω.
Από την εν λόγω ερμηνεία προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης αποζημίωση δεν εμπίπτει στην έννοια των «βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης» και, ως εκ τούτου, ο προσωρινώς απασχολούμενος δεν δύναται να τύχει της αποζημίωσης που αξιώνει βάσει του ως άνω άρθρου 31 της συλλογικής σύμβασης του κλάδου μεταφορών. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η συγκεκριμένη ερμηνεία δύναται να οδηγήσει σε παράλογη κατάσταση στην οποία δύο εργαζόμενοι που τραυματίσθηκαν στο ίδιο εργατικό ατύχημα θα ελάμβαναν διαφορετική αποζημίωση αναλόγως του αν προσελήφθησαν απευθείας από τον εργοδότη.
Η κρίση του ΔΕΕ
Το Δικαστήριο της ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τους σκοπούς που επιδιώκει η Οδηγία 2008/104, προχώρησε σε ερμηνεία της έννοιας της «αμοιβής» του άρθρου 3 παρ. 1 στοιχ. στ περίπτ. ii αυτής και δέχθηκε, αφενός, ότι αποτελεί «βασικό όρο εργασίας και απασχόλησης», κατά το άρθρο της 5 παρ. 1 πρώτο εδάφιο της ίδιας Οδηγίας, και, συνεπώς, καταλαμβάνει την αποζημίωση την οποία μπορεί να αξιώσει ο προσωρινώς απασχολούμενος, σε περίπτωση όπως εκείνη της κύριας δίκης, και, αφετέρου, ότι ο προσωρινώς απασχολούμενος πρέπει να τυγχάνει, κατά τη διάρκεια της τοποθετησής του, της ίδιας μεταχείρισης με τους εργαζομένους που έχουν προσληφθεί απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε, για μια ακόμη φορά, την υποχρέωση που υπέχει το εθνικό δικαστήριο όταν εφαρμόζει τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί με σκοπό τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των υποχρεώσεων που προβλέπει μια Οδηγία, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των κανόνων του εθνικού δικαίου και να τους ερμηνεύει, κατά το μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού της Οδηγίας, προκειμένου να καταλήξει σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει.
Ως εκ τούτου, έκρινε ότι σε περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δικαστήριο αποφανθεί ότι ο προσωρινώς απασχολούμενος θα δικαιούταν την αποζημίωση που ζήτησε βάσει του άρθρου 31 της συλλογικής σύμβασης του κλάδου μεταφορών αν είχε προσληφθεί απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη, στο εν λόγω δικαστήριο απόκειται, μεταξύ άλλων, να διακριβώσει αν το άρθρο 11 του Νόμου 14/1994 επιδέχεται ερμηνεία σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της Οδηγίας 2008/104, ήτοι ερμηνεία διαφορετική από εκείνη που θα είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί ο προσωρινώς απασχολούμενος την εν λόγω αποζημίωση και θα ήταν αντίθετη προς το άρθρο 5 παρ. 1 πρώτο εδάφιο της Οδηγίας αυτής.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΔΕΕ υπόθ. C-649/22