Προσήκον και εύλογο κρίθηκε από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών το επιβληθέν σε τραπεζική εταιρεία πρόστιμο των 70.000 € λόγω παράβασης των διατάξεων του ν. 2251/1994 «Περί Προστασίας των Καταναλωτών». Το ένδικο πρόστιμο είχε επιβληθεί στην τράπεζα βάσει της Ζ1-798/2008 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης, η οποία απαγορεύει την αναγραφή και χρήση όρου που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση 360 ημέρες αντί του ημερολογιακού έτους των 365 ημερών σε συμβάσεις στεγαστικών δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου.
Η τράπεζα προσέφυγε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ζητώντας την ακύρωση, άλλως την τροποποίηση της καταλογιστικής πράξης, ενώπιον του οποίου επικαλέστηκε και προσκόμισε την υπ’ αριθμόν 3791/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία έχει κριθεί ότι ο επίμαχος όρος δεν παραβιάζει τις αρχές της σαφήνειας και της διαφάνειας, αφού γίνεται μνεία του ύψους του επιτοκίου, κρίση η οποία δεν επλήγη με λόγο αναίρεσης. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο, αφού έλαβε υπόψη ότι η επίδικη παράβαση παρίσταται μεμονωμένη, καθώς και τα κριθέντα, με την ως άνω απόφαση του Εφετείου Αθηνών, περί μη καταχρηστικότητας του επίμαχου όρου, μείωσε το επιβληθέν πρόστιμο στο ποσό των 70.000 €.
Το Δημόσιο απέδωσε σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση, προβάλλοντας ότι το Δικαστήριο προέβη σε «υπέρμετρη» μείωση του ένδικου προστίμου από το ποσό των 150.000 € στο ποσό των 70.000 €, χωρίς να αιτιολογεί επαρκώς την κρίση του αυτή. Υποστήριξε, δε, ότι όλα τα κρίσιμα δεδομένα, ήτοι η φύση και η βαρύτητα της παράβασης, ο επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας αυτής, η θέση υπεροχής της τράπεζας έναντι του καταναλωτή, ο βαθμός της υπαιτιότητάς της στην πρόκληση της ένδικης παράβασης, η μη υποτροπή αυτής και η ανάγκη πρόληψης για την προστασία του καταναλωτικού κοινού από την τέλεση παρόμοιων παραβάσεων στο μέλλον, είχαν ήδη ληφθεί υπόψη και αξιολογηθεί από τον Γενικό Γραμματέα Καταναλωτή κατά την επιμέτρηση του αρχικού προστίμου, το οποίο ήταν πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού περί προστασίας των καταναλωτών, βρίσκεται, δε, εντός των νόμιμων ορίων, προκειμένου να αποτραπεί η επανάληψη της τέλεσης της παράβασης στο μέλλον. Η τράπεζα επιδίωξε, επίσης, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης ως εσφαλμένης, επαναλαμβάνοντας ως λόγους έφεσης όσα είχε υποστηρίξει με την προσφυγή της πρωτοδίκως.
Το Διοικητικό Εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη: α) τα εκ του νόμου προβλεπόμενα όρια διακύμανσης του προστίμου (από 1.500 € έως 1.000.000 €), β) το είδος και τη βαρύτητα της αποδοθείσας στην τράπεζα παράβασης, γ) τους εξυπηρετούμενους με την επιβολή του προστίμου σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενους στην προστασία των, κατά τεκμήριο, οικονομικά και διαπραγματευτικά ασθενέστερων καταναλωτών, δ) την ανάγκη πρόληψης, ώστε να μην λάβουν χώρα παρόμοιες παραβάσεις στο μέλλον, ε) ότι εκ των στοιχείων του φακέλου δεν προκύπτει πως η τράπεζα ήταν υπότροπη και στ) ότι το ποσό του επιβαλλόμενου προστίμου πρέπει, κατ’ επιταγή της αρχής της αναλογικότητας να μην τελεί σε προφανή δυσαναλογία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, έκρινε ότι το ύψος του ένδικου προστίμου ορθώς μειώθηκε, με την εκκαλούμενη απόφαση, στο ποσό των 70.000 €, το οποίο παρίσταται προσήκον και εύλογο σε σχέση με τα δεδομένα της υπόθεσης.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΔΕφΑθ 3169/2023