Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο θα κληθεί να αποφασίσει εάν η κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας για το σύνολο των συνταξιούχων είναι συνταγματική μετά την πρόσφατη και ανατρεπτική απόφαση του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1509/2023).
Ο Άρειος Πάγος προέκρινε τον συνταγματικό χαρακτήρα της κατάργησης των επιδομάτων αποφαινόμενος ότι κάτι τέτοιο εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, λαμβάνοντας έτσι διαφορετική θέση από τις αποφάσεις που είχε εκδώσει το Συμβούλιο της Επικρατείας το 2015 και οι οποίες είχαν αποδεχθεί την αντισυνταγματικότητα των περικοπών.
Για το ζήτημα της συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του Ν 4093/2012, οι με αριθ. 2287/2015 και 2288/2015 κατά πλειοψηφία αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας είχαν δεχθεί κατά πλειοψηφία ότι η επίμαχη, ως άνω, διάταξη είναι αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Το σκεπτικό των παραπάνω αποφάσεων του ΣτΕ, όπως φαίνεται, δεν συμμερίστηκε ο Άρειος Πάγος, ωθώντας πλέον τα κατώτερα δικαστήρια να προχωρήσουν σε αναβολή των συγκεκριμένων υποθέσεων έως ότου αποφανθεί το ΑΕΔ.
Απόφαση Αρείου Πάγου
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον ΑΠ, η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη, που επιβάλλει, όταν διαπιστώνεται μεταβολή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, που εγκυμονεί κινδύνους γι’ αυτήν, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών. Οι προς τούτο αναγκαίες, κατά την επιλογή του νομοθέτη, επεμβάσεις επιτρέπεται, σε περίπτωση εξαιρετικά δυσχερών οικονομικών συνθηκών και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και τη μείωση του ύψους απονεμηθεισών παροχών, όταν το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος δεν επαρκεί για τη βιωσιμότητα ων ασφαλιστικών οργανισμών. Ως εκ τούτου, το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος δεν απαγορεύει την επί το δυσμενέστερο μεταβολή του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, όταν αιτιολογημένα προκύπτει ότι η βιωσιμότητά του μόνο με αυτές τις επεμβάσεις μπορεί να διασφαλισθεί, δηλαδή όταν αυτές κρίνονται πρόσφορες και αναγκαίες. Τέτοιες όμως επεμβάσεις, που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και μείωση ασφαλιστικών παροχών, που έχουν ήδη απονεμηθεί, πρέπει να σέβονται τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος και ιδίως την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της ισότητας των πολιτών κατά τη συμμετοχή στα δημόσια βάρη, το όριο δε στην ελευθερία των σχετικών επιλογών του νομοθέτη αποτελεί η διασφάλιση στους συνταξιούχους παροχών που επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωση αυτών, δηλαδή εισοδήματος ικανού να εξασφαλίσει τους όρους της φυσικής τους υπόστασης και τη δυνατότητα συμμετοχής στην κοινωνική ζωή.
Περαιτέρω, για να κριθεί η συνταγματικότητα της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας για όλους τους συνταξιούχους, σημειώθηκε ότι, η οξύτατη κρίση ελλειμμάτων και χρέους, η οποία ενέσκηψε κατά το έτος 2010, κατέστησε αναγκαία την υιοθέτηση ενός μείζονος προγράμματος εξυγίανσης των δημοσιονομικών μεγεθών του Κράτους, εκτεινόμενου σε όλες τις οικονομικές του λειτουργίες, έναντι της χρηματοδοτικής υποστήριξης, με την μορφή διμερών διακρατικών δανείων, από τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωζώνης λόγω της αδυναμίας της Χώρας να καλύψει τις δανειακές της ανάγκες από τις διεθνείς αγορές. Το πρόγραμμα αυτό, γνωστό ως «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής», περιείχε δημοσιονομικά μέτρα μείωσης των δαπανών της «γενικής κυβέρνησης» – μέρος της οποίας αποτελούν και οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης.
Ειδικότερα, οι διαπιστώσεις, αφενός, ότι επίκειται άμεσος (από το έτος 2015) και ουσιώδης κλονισμός της βιωσιμότητας του συστήματος εξ αιτίας της γήρανσης του πληθυσμού και της αναντιστοιχίας εισφορών-παροχών, και, αφετέρου, ότι οι διαρκείς υπερβάσεις ετησίως στον κρατικό προϋπολογισμό προέρχονταν συστηματικά από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, με αποκορύφωμα την αύξηση της τακτικής και έκτακτης κρατικής χρηματοδότησης το έτος 2009 στα 17 δισεκατομμύρια ευρώ ή στο ποσοστό 7,22% του ΑΕΠ, κατέστησαν αναγκαία την προώθηση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, προκειμένου το σύστημα να τεθεί εκ νέου σε υγιή βάση. Η μεταρρύθμιση αυτή, όπως είναι γνωστό, υλοποιήθηκε με το Ν 3863/2010, με τον οποίο ο θεσμός κοινωνικής ασφάλισης μεταβάλλει προσανατολισμό, αποκτώντας στοιχεία ανταποδοτικότητας (μέσω της ενίσχυσης της σύνδεσης εισφορών και παροχών) προσιδιάζουσας σε διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών, στο πλαίσιο του οποίου τον κίνδυνο αναλαμβάνουν οι ασφαλισμένοι. Η δομική αυτή διαφοροποίηση συνεπάγεται την σταδιακή υποχώρηση του Κράτους, το οποίο, επιδιώκοντας να αποδεσμεύσει πόρους προς αναπτυξιακές δραστηριότητες, περιορίζει προοδευτικά την αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε ποσοστό 2,5% του ΑΕΠ, ποσοστό το οποίο και αποτελεί εφεξής (για το χρονικό διάστημα 2010-2060) την οροφή της αύξησης της χρηματοδότησης και θέτει ως στόχο το ύψος της συνολικής κρατικής χρηματοδότησης προς τους ασφαλιστικούς φορείς σταθερά σε ποσοστό 5% του ΑΕΠ μέχρι το έτος 2030.
Ο Άρειος Πάγος, στη βάση των παραπάνω, έκρινε ότι η επίμαχη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας στους συνταξιούχους κύριας και επικουρικής ασφάλισης εντάσσεται σε ένα πλέγμα ρυθμίσεων με τις οποίες ο νομοθέτης, αντιμέτωπος με την οικονομική κατάρρευση της χώρας και αδυνατώντας να χρηματοδοτεί τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης στον ίδιο βαθμό με το παρελθόν, εγκαθίδρυσε νέο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, τη βιωσιμότητα του οποίου στηρίζουν παράλληλα με τους διατιθέμενους προς τούτο, μειωμένους, κρατικούς πόρους, και συγκεκριμένες κατηγορίες συνταξιούχων. Επομένως, οι συνταξιούχοι υποβάλλονται σε θυσία μέρους του εκ συντάξεων εισοδήματος τους χάριν τόσο της αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας όσο και της βιωσιμότητας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Έτσι λοιπόν, η επίμαχη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας ευρίσκει έρεισμα στο νόμο, και εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα, αφενός, για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας και, αφετέρου, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του.
Συνεπώς, σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, η θέσπισή τους εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι, απλώς, ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου ή των λοιπών φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, καθ’ όσον τα ποσά που περικόπτονται παραμένουν στην περιουσία των ως άνω οργανισμών προς ενίσχυση της βιωσιμότητας αυτών και συνακόλουθα την εξυπηρέτηση των συνταξιούχων στο σύνολό τους. Άλλωστε, από τα μακροοικονομικά στοιχεία (δημοσιονομικά και μη), προκύπτει σύμφωνα με την κρίση του Αρείου Πάγου ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων θα ήταν ανέφικτη χωρίς τη λήψη μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών μέτρων και χωρίς τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση του θεσμού μακροπρόθεσμα. Περαιτέρω, εν όψει του διακηρυχθέντος στόχου του περιορισμού της αύξησης των κοινωνικών δαπανών καθώς και του ότι το επίμαχο μέτρο εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί τούτο ως μη αναγκαίο, ούτε απρόσφορο και μάλιστα προδήλως για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτό σκοπού. Εξ άλλου, όπως κρίθηκε, ακόμη και μετά την κατάργηση των, ως άνω επιδομάτων, το ύψος της σύνταξης των συνταξιούχων εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερο από αυτό της μέσης κύριας και επικουρικής σύνταξης που χορηγεί το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ζήτημα δε διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσής τους δεν μπορεί να τεθεί.
Συμπερασματικά, η επίμαχη διάταξη κατά τους αρεοπαγίτες δικαστές δεν αντίκειται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δεν παραβιάζει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος και, επομένως αυτή δεν αντίκειται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΑΠ 1509/2023