Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε τη θέση του –εντολή διαπραγμάτευσης– σχετικά με τον Κανονισμό για την απαγόρευση της κυκλοφορίας στην αγορά της ΕΕ προϊόντων που παράγονται με καταναγκαστική εργασία.
Η διαπραγματευτική εντολή του Συμβουλίου υποστηρίζει τον γενικό στόχο της καταπολέμησης της καταναγκαστικής εργασίας και εισάγει αρκετές βελτιώσεις στο προτεινόμενο κείμενο.
Προς την ίδια κατεύθυνση, η εντολή του Συμβουλίου αποσαφηνίζει το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού καλύπτοντας τα προϊόντα που προσφέρονται για πωλήσεις εξ αποστάσεως, προβλέπει τη δημιουργία μιας ενιαίας πύλης για την καταναγκαστική εργασία και ενισχύει το ρόλο της Επιτροπής στη διερεύνηση και την απόδειξη της χρήσης καταναγκαστικής εργασίας, ενώ ευθυγραμμίζει τα προτεινόμενα μέτρα τόσο με τα διεθνή πρότυπα όσο και με τη νομοθεσία της ΕΕ.
Η πρόταση της Κομισιόν
Η πρόταση απαγορεύει τη διακίνηση στην αγορά της Ένωσης ή την εξαγωγή από την Ένωση σε τρίτες χώρες προϊόντων που έχουν κατασκευαστεί με καταναγκαστική εργασία (όπως ορίζεται από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας). Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αξιολογούν τους κινδύνους από την καταναγκαστική εργασία με βάση μια σειρά διαφορετικών πηγών πληροφόρησης, όπως υποβολές από την κοινωνία των πολιτών, μια βάση δεδομένων για περιοχές ή προϊόντα που ενέχουν κίνδυνο καταναγκαστικής εργασίας, καθώς και πληροφορίες σχετικά με το κατά πόσον οι ενδιαφερόμενες εταιρείες εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας σε σχέση με την καταναγκαστική εργασία.
Σε περίπτωση εύλογων ενδείξεων ότι ένα προϊόν έχει παραχθεί με καταναγκαστική εργασία, οι αρχές θα πρέπει να ξεκινήσουν έρευνα. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει αιτήματα παροχής πληροφοριών από εταιρείες ή τη διενέργεια ελέγχων και επιθεωρήσεων είτε στην ΕΕ είτε σε τρίτες χώρες. Εάν οι αρμόδιες αρχές διαπιστώσουν ότι χρησιμοποιήθηκε καταναγκαστική εργασία, θα διατάξουν την απόσυρση του εν λόγω προϊόντος και θα απαγορεύσουν τόσο τη διάθεσή του στην αγορά όσο και την εξαγωγή του.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν εξαιρούνται από τον Κανονισμό, αλλά το μέγεθος και οι οικονομικοί πόροι των εταιρειών, καθώς και η κλίμακα της καταναγκαστικής εργασίας, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη πριν από την έναρξη επίσημων ερευνών. Η πρόταση προβλέπει επίσης ειδικά εργαλεία υποστήριξης για να διευκολυνθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην εφαρμογή του Κανονισμού.
Η διαπραγματευτική εντολή του Συμβουλίου προβλέπει τη δημιουργία ενωσιακού δικτύου κατά των προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί καλύτερος συντονισμός μεταξύ των αρμόδιων αρχών και της Επιτροπής κατά την εφαρμογή του Κανονισμού. Η θέση του Συμβουλίου επισημοποιεί τη διοικητική συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου και εξασφαλίζει την ενεργό συμμετοχή του σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας που οδηγεί στην απαγόρευση ενός προϊόντος.
Η εντολή προβλέπει παράλληλα τη δημιουργία μιας ενιαίας πύλης για την καταναγκαστική εργασία, η οποία θα παρέχει εύκολα προσβάσιμες και σχετικές πληροφορίες και εργαλεία, συμπεριλαμβανομένου ενός ενιαίου σημείου υποβολής πληροφοριών, μιας βάσης δεδομένων και κατευθυντήριων γραμμών, καθώς και εύκολη πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνονται.
Η θέση του Συμβουλίου προβλέπει την αναγκαία συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και της Επιτροπής κατά την εφαρμογή του Κανονισμού για την απαγόρευση της καταναγκαστικής εργασίας, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η επιβολή και η εφαρμογή του είναι σύμφωνες με τις απαιτήσεις της Οδηγίας για τη δέουσα επιμέλεια ως προς την εταιρική βιωσιμότητα και της Οδηγίας για τους whistleblowers.
Ο ρόλος της Κομισιόν
Για τη μείωση του διοικητικού φόρτου και την απλούστευση της κατανομής των υποθέσεων, η εντολή ενισχύει το ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Επιτροπή, βάσει όλων των σχετικών, επαληθεύσιμων και αξιόπιστων πληροφοριών, θα αξιολογεί κατά πόσον τα εν λόγω προϊόντα παρουσιάζουν ενωσιακό ενδιαφέρον.
Θεωρείται ότι υπάρχει «ενωσιακό ενδιαφέρον» όταν πληρούνται ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια:
- η κλίμακα και η σοβαρότητα της πιθανολογούμενης καταναγκαστικής εργασίας είναι σημαντική,
- οι κίνδυνοι της πιθανολογούμενης καταναγκαστικής εργασίας εντοπίζονται εκτός του εδάφους της Ένωσης,
- τα εν λόγω προϊόντα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην εσωτερική αγορά (τεκμαίρεται ότι έχουν σημαντικό αντίκτυπο όταν υπάρχουν σε τουλάχιστον 3 κράτη μέλη).
Εάν υπάρχει ενδιαφέρον της Ένωσης, η Επιτροπή αναλαμβάνει αυτομάτως το στάδιο της προανάκρισης. Διαφορετικά, το στάδιο της προανάκρισης θα διεξάγεται από μια εθνική αρμόδια αρχή.
Η εντολή του Συμβουλίου απλοποιεί τον συντονισμό σε περιπτώσεις διασυνοριακών ερευνών, με τον ορισμό μιας επικεφαλής αρμόδιας αρχής (η οποία θα δρομολογήσει το προκαταρκτικό στάδιο και θα διασφαλίσει τη συνέχεια της έρευνας και τη συμμετοχή άλλων αρχών) και με μεγαλύτερη συμμετοχή του ενωσιακού δικτύου κατά των προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της ενωσιακής στρατηγικής.
Η εντολή αποσαφηνίζει επίσης τη διαδικασία για τις επιτόπιες επιθεωρήσεις, οι οποίες προβλέπονται ως έσχατο μέτρο. Οι επιθεωρήσεις αυτές θα πρέπει να βασίζονται στον τόπο όπου υπάρχουν υποψίες για κινδύνους καταναγκαστικής εργασίας και να διεξάγονται με πλήρη σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας.
Σύμφωνα με τη θέση του Συμβουλίου, όταν υπάρχει ανάγκη διενέργειας επιθεωρήσεων εκτός της Ένωσης, η Επιτροπή πρέπει να δημιουργεί επαφές με τρίτες χώρες (με δική της πρωτοβουλία, σε περιπτώσεις ενδιαφέροντος της Ένωσης ή κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής) και να ζητά από τις κυβερνήσεις των τρίτων χωρών να διενεργήσουν επιθεωρήσεις στις ύποπτες περιπτώσεις καταναγκαστικής εργασίας. Εάν το αίτημα της Επιτροπής απορριφθεί από την κυβέρνηση της τρίτης χώρας, αυτό μπορεί να συνιστά περίπτωση μη συνεργασίας και η Επιτροπή μπορεί να λάβει απόφαση με βάση άλλα σχετικά στοιχεία.
Δείτε τη σχετική Αρθρογραφία στη Qualex: Το έγκλημα της σωματεμπορίας – Ό,τι λάμπει δεν είναι πάντοτε χρυσός