«Ποτέ δεν υπήρξε παντοδύναμος ο φορολογικός νομοθέτης στη χώρα μας», υποστήριξε στην αρχή της εισήγησής του ο Επίτιμος Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τ. Υπηρεσιακός Πρωθυπουργός Ιωάννης Σαρμάς, στο Συνέδριο «Δίκαιο και Φορολογία», που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 2 Οκτωβρίου από τη Νομική Βιβλιοθήκη στο Wyndham Grand Athens. Ο ίδιος τόνισε περαιτέρω ότι η όποια ισχύς του σήμερα είναι ακόμη πιο περιορισμένη, καθότι υπάρχει ένα πλέγμα υπερεθνικών και συνταγματικών κανόνων που θέτει περιορισμούς.
Στη συνέχεια ο κ. Σαρμάς αναφέρθηκε σε απόφαση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, στο πλαίσιο της οποίας, στις 15 Μαΐου 2013, η Ουγγαρία καταδικάστηκε. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ήταν μια δημόσια υπάλληλος με υπηρεσία 30 ετών, η οποία απολύθηκε συνεπεία μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η εφάπαξ αποζημίωση, η οποία ανερχόταν περίπου στα 22.000 ευρώ, αντιστοιχούσε σε οκτώ μηνών μισθούς. Η ίδια φορολογήθηκε, αντί του γενικού της συντελεστή 16%, για τα 14.000 ευρώ με συντελεστή 52% και για τα λοιπά 8.000 ευρώ με συντελεστή 98%. Το Δικαστήριο, όπως επεσήμανε ο κ. Σαρμάς, θέτοντας την υπόθεση στη βάση του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, δέχτηκε την προσφυγή για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν η αθέμιτη αναδρομικότητα του φορολογικού νόμου. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο φόρος που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα είχε αναδρομικό χαρακτήρα, διότι υπολογίστηκε και σε μισθούς της πέραν του τριμήνου από της επιβολής του, με αποτέλεσμα η επίδικη αναδρομική φορολογική παρέμβαση να χαρακτηριστεί ως αυθαίρετη. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον κ. Σαρμά, το Δικαστήριο του Στρασβούργου είχε την ευκαιρία να τονίσει ότι η αναδρομικότητα του φορολογικού νόμου δικαιολογείται μόνον όταν συντρέχει ένας από τους εξής δύο λόγους: διόρθωση τεχνικών ελλείψεων προγενέστερης νομοθεσίας, ή υπερβολικά οφέλη του φορολογούμενου από τη μετάβαση σε ένα νέο φορολογικό σύστημα.
Σε ό,τι αφορά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον φόρο, ενώ θα ανέμενε κανείς ότι στη βάση της αρχής της φορολογικής αυτονομίας των κρατών μελών, τα σχετικά ζητήματα είναι περιθωριακά στη νομολογία αυτή και εν πολλοίς χωρίς απήχηση στην καθημερινή ζωή των πολιτών της Ένωσης, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, σύμφωνα με τον κ. Σαρμά, αφού, όπως υποστήριξε, «οι τέσσερις ελευθερίες της ενιαίας αγοράς μπορεί μεν να αφορούν οικονομικές δραστηριότητες μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης, αναπτύσσουν όμως φορολογικές συνέπειες που γίνονται εντόνως αισθητές από τους φορολογουμένους».
«Νομοθετήματα που εξ ορισμού στιγματίζουν ως κατ’ αρχήν φοροφυγάδες, όλα, ανεξαρτήτως τα μέλη μιας επαγγελματικής τάξης, δεν είναι συμβατά με τον σεβασμό που οφείλει το κράτος να επιδεικνύει στους πολίτες του», σύμφωνα με τον κ. Σαρμά
Σε ό,τι αφορά τα συνταγματικά όρια, παρατήρησε ότι η παρέμβαση του νομοθέτη στην επιβολή φορολογικής επιβάρυνσης απετέλεσε από την ίδρυση του κοινοβουλευτισμού εγγύηση υπέρ του φορολογούμενου κατά της αυθαιρεσίας της φορολογικής διοίκησης. Το ισχύον Σύνταγμα, περιορίζοντας την ισχύ του νομοθέτη, προβλέπει απαγόρευση της αναδρομικότητας του φορολογικού βάρους και την υποχρέωση η φορολογική επιβάρυνση να είναι ανάλογη με τις δυνάμεις του φορολογούμενου. Με δύο πρόσφατες αποφάσεις, όπως επίσης τόνισε, το Συμβούλιο της Επικρατείας περιόρισε ακόμη περισσότερο την παντοδυναμία του κοινού νομοθέτη (ΣτΕ Ολ 1738/2017, ΣτΕ Ολ 884/2016). «Η πρόσφατη ψήφιση του νόμου 5073 του 2003 και η θέσπιση στο άρθρο 15 αυτού του τεκμηρίου ελαχίστου ποσού καθαρού εισοδήματος από την άσκηση επιχειρηματικής επαγγελματικής δραστηριότητας, καθιστά ιδιαιτέρως επίκαιρη την αναζήτηση της νομολογίας του Δικαστηρίου περί των τεκμηρίων στη φορολογία», όπως εν συνεχεία σημείωσε.
Στο τέλος της εισήγησής του, ο κ. Σαρμάς αναφέρθηκε στην παραοικονομία, επισημαίνοντας ότι η μαύρη οικονομία είναι ένα διεθνές φαινόμενο που αφορά κάθε χώρα, ακόμα και τις πιο επιτυχείς στην καταπολέμησή της, ενώ στην Ελλάδα -σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία- η παραοικονομία υπολογίζεται στο 19-20% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος. Προς την ίδια κατεύθυνση, υπήρξε πτώση περίπου 10 ποσοστιαίων μονάδων από το 2009, που αποδίδεται στην ψηφιοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και στην αποτελεσματικότητα των ελέγχων της ΑΑΔΕ, όπως σημείωσε.
Ακολούθως, ο Επίτιμος Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανέφερε ότι οι προσπάθειες της πολιτείας και της ΑΑΔΕ έδειξαν ότι η παραοικονομία μειώνεται και το τείχος της πραγματικότητας δεν είναι τόσο ισχυρό όσο ήταν, ενώ «πιθανόν, τα ήπια μέτρα που χρησιμοποιήθηκαν μέχρι το 2023 να αρκούσαν», όπως επί λέξει παρατήρησε. Ολοκλήρωσε τη σκέψη του με την άποψη ότι σήμερα στην Ελλάδα δεν συντρέχει κάτι που συνέτρεχε στην εποχή των μνημονίων, δηλαδή επιτακτική δημοσιονομική ανάγκη λήψης μέτρων, με τον προφανή κίνδυνο να ληφθούν άδικα μέτρα σε επαγγελματικούς κλάδους με πρόδηλη ανομοιογένεια.
Σύμφωνα με τον κ. Σαρμά, νομοθετήματα που εξ ορισμού στιγματίζουν ως κατ’ αρχήν φοροφυγάδες, όλα ανεξαρτήτως τα μέλη μιας επαγγελματικής τάξης, δεν είναι συμβατά με τον σεβασμό που οφείλει το κράτος υπό ομαλές συνθήκες δημοσιονομικής κατάστασης να επιδεικνύει στους πολίτες του.
Ήπια μέτρα, όπως η επιμονή στην ψηφιοποίηση και στους φορολογικούς ελέγχους, αν αποδίδουν, αρκούν, όπως καταληκτικά υποστήριξε, για να προσθέσει ότι όλα πρέπει να ζυγίζονται με βάση την αρχή της αναλογικότητας, που επιτρέπει θυσίες σε επιμέρους ατομικά δικαιώματα, μόνον όταν συντρέχει επιτακτική πραγματική ανάγκη.