Ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 850 του ΚΠολΔ ότι: «κατά τη διαδικασία της πρόσκλησης μπορεί να κηρυχθεί αξιόγραφο ανίσχυρο, και εφαρμόζονται και οι επόμενες ειδικές διατάξεις. Η διαδικασία αυτή δεν εφαρμόζεται για τοκομερίδια, μερισματόγραφα, καθώς και για άτοκα γραμμάτια πληρωτέα ενόψει», από δε τις ακολουθούσες διατάξεις των άρθρων 851 και 852 ΚΠολΔ ότι: «1. Σε τίτλους εις τον κομιστή ή τίτλους που μεταβιβάσθηκαν με λευκή οπισθογράφηση, την έκδοση της διαταγής για τη δημοσίευση της πρόσκλησης δικαιούται να ζητήσει όποιος ήταν έως τώρα κομιστής του τίτλου που κλάπηκε, χάθηκε ή καταστράφηκε, και σε άλλα αξιόγραφα, όποιος μπορεί ν’ ασκήσει δικαίωμα που πηγάζει από τα αξιόγραφα αυτά» και ότι: «η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει το ουσιώδες περιεχόμενο του αξιόγραφου που έχει κλαπεί, χαθεί ή καταστραφεί». Αντικείμενο της δίκης που ανοίγεται κατά τα άρθρα 850 επ. ΚΠολΔ είναι η δικαστική λήψη των αναγκαίων μέτρων για να αποτραπεί η παροχή σε μη δικαιούχο της αξίας που έχει ενσωματωθεί σε αξιόγραφο, το οποίο κλάπηκε, χάθηκε ή καταστράφηκε ή αντιστρόφως, να υποχρεωθεί ο οφειλέτης να εκδώσει νέο αξιόγραφο, σε αντικατάσταση εκείνου που τυχαίως καταστράφηκε. Νομιμοποιούμενος να υποβάλει τη σχετική αίτηση στο δικαστήριο είναι ο κομιστής του τίτλου, ο οποίος συνήθως είναι ο κάτοχός του. Ειδικά προκειμένου περί συναλλαγματικής ή οπισθογραφήσιμης επιταγής, κομιστής είναι ο κάτοχός της που στηρίζει το δικαίωμά του σε αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, ακόμη και αν η τελευταία οπισθογράφηση είναι λευκή όπως προβλέπεται από το άρθρο 19 του Ν 5325/1932 περί συναλλαγματικής και άρθρο 19 Ν 5960/1933 περί νόμου περί επιταγής (βλ. ΑΙ Κιάντου-Παμπούκη, Δίκαιο Αξιογράφων, 3η έκδ. 1989, § 60, σ. 193). Εκδότης αξιογράφου είναι το πρόσωπο που κατά τον ορισμό του νόμου καταχωρίζει εντολή πληρωμής σε έγγραφο και με τον τρόπο αυτό ενσωματώνει αντίστοιχη αξίωση πληρωμής θέτοντας αυτό σε κυκλοφορία (βλ. Κ. Μπέη, ΠολΔ, τόμ. 9,1993, άρθρο 851,117 επ.). Εξάλλου, ναι μεν ορίζει η διάταξη του άρθρου 1 Ν 5960/1933 του νόμου περί επιταγής τα τυπικά στοιχεία τα οποία πρέπει να περιέχει ο τίτλος για να ισχύσει ως επιταγής με συνέπεια, αν λείπει έστω και ένα από τα στοιχεία αυτά, να μην μπορεί να ισχύει ο τίτλος ως επιταγή παρά μόνο στις εξαιρέσεις που ορίζονται στο άρθρο 2 του νόμου περί επιταγής. Όμως σύμφωνα με το άρθρο 13 του ως άνω νόμου επιτρέπεται η έκδοση λευκής επιταγής, βασικό γνώρισμα της οποίας είναι η κατά το χρόνο παραδόσεώς της από τον εκδότη στο λήπτη ηθελημένη έλλειψη ενός ή περισσοτέρων στοιχείων ή και όλων των τυπικών στοιχείων του άρθρου 1 του ιδίου νόμου πλην της υπογραφής (βλ. Νικ. Ρόκα, Αξιόγραφα, 1992, σ. 139, Μάρκου, Δίκαιο Επιταγής, 1995, σ. 120 επ.). Μόνη όμως η υπογραφή από τον εκδότη της επιταγής, δεν αρκεί για το χαρακτηρισμό της ως λευκής επιταγής, αφού εκτός από την υπογραφή αυτή απαιτείται συμφωνία παραδόσεώς μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της επιταγής και εξουσιοδότηση του δευτέρου από τον πρώτο προς συμπλήρωση των ελλειπόντων στοιχείων του άρθρου 1 του ιδίου νόμου πλην της υπογραφής (βλ. Νικ. Ρόκα, Αξιόγραφα, 1992, § 413, σ. 139, Μάρκου, Δίκαιο επιταγής, 1995, σ. 120 επ.), ώστε ακολούθως να ασκηθούν από τον κομιστή της τα προκύπτοντα εξ αυτής δικαιώματα. Για τη γένεση εξ επιταγής υποχρεώσεως κατά την πρώτη κτήση αυτής είναι απαραίτητη εκτός από την υπογραφή και παράδοση της επιταγής βάσει συμβάσεως που συνάπτεται μεταξύ του δότη και του λήπτη του εγγράφου. Με την παράδοση αυτή εκφράζεται βούληση του δότη να δεσμεύεται από την περαιτέρω κυκλοφορία του τίτλου. Βέβαια όπως δέχεται η ορθή άποψη στην ελληνική, αλλά και στην αλλοδαπή θεωρία και λευκό αξιόγραφο δύναται να κηρυχθεί ανίσχυρο κατά τη διαδικασία των άρθ. 850 επ. ΚΠολΔ, καίτοι πριν από τη συμπλήρωσή του δεν είναι ακόμη γεγεννημένο το εξ αυτού δικαίωμα [βλ. Νικ. Δελοΰκα, Αξιόγραφα, εκδ. 1980, σ. 58, Κ. Βουτση, Δίκαιον των Αξιογράφων, τομ. Α’ (1989) σ. 52 επ.]. Όμως το επιτρεπτό της δυνατότητας κηρύξεως ως ανίσχυρου κατά τη διαδικασία των άρθ. 850 επ. ΚΠολΔ και λευκού αξιογράφου (π.χ. λευκής επιταγής) προδήλως αναφέρεται στην έννοια αυτής όπως δίδεται από το νόμο (βλ. άρθρο 10 Ν 5325/1932 και άρθρο 13 Ν 5960/1933 περί συναλλαγματικής και επιταγής αντίστοιχα), δηλαδή αξιόγραφου με ασυμπλήρωτα από την αρχή ορισμένα στοιχεία, πλην της υπογραφής και, προκειμένου περί επιταγής και την περί τούτου ηθελημένη συμφωνία του δότη και λήπτη του αξιόγραφου και συμφωνία παραδόσεώς του από τον πρώτο στο δεύτερο. Δεν δύναται, συνεπώς, να εφαρμοστεί η διαδικασία των άρθ. 850 επ. ΚΠολΔ σε τίτλο, που φέρει απλώς την υπογραφή του εκδότη της επιταγής και η οποία γίνεται αντικείμενο κλοπής πριν ακόμη συμφωνηθεί η παράδοσή της από τον εκδότη σε συγκεκριμένο δικαιούχο, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν έχει γεννηθεί ακόμη η εξ επιταγής υποχρέωση του εκδότη, ούτε αυτός έχει εκδηλώσει τη βούλησή του να την κυκλοφορήσει, ούτε πρόκειται ακόμη για ολοκληρωμένο αξιόγραφο κατά την έννοια των άρθ. 850 επ. ΚΠολΔ (ΜΠρΑθ 856/2012, ΕφΠειρ 322/2006, ΕφΑθ 3562/1997 ΝΟΜΟS). Διαφορά δεν προκύπτει από τη διάταξη του άρθ. 852 ΚΠολΔ που ορίζει ότι η προς το δικαστήριο αίτηση εκ μέρους του νομιμοποιουμένου πρέπει να περιλαμβάνει το ουσιώδες περιεχόμενο του αξιόγραφου που κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αρκετό και απαραίτητο για την εξατομίκευσή του αφού προδήλως η διάταξη αναφέρεται σε αξιόγραφο που εισήλθε σε κυκλοφορία με τη θέληση του εκδότη του. Αν η δυνατότητα δικαστικής κηρύξεως ανίσχυρου επιταγής που απλώς υπογεγραμμένης φυλάσσεται στο γραφείο του υπογραφέα εκδότη της έπρεπε να επεκταθεί και στην περίπτωση αυτή, το ίδιο θα έπρεπε να ισχύσει και για την περίπτωση που γίνεται αντικείμενο κλοπής ασυμπλήρωτο «μπλοκ» επιταγών αφού δεν δικαιολογείται διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων αυτών. Η παραδοχή όμως δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 850 επ. ΚΠολΔ και στις αμέσως ανωτέρω περιπτώσεις θα εξήρχετο από το σκοπό της τελευταίας αυτής διατάξεως όπως περιγράφηκε παραπάνω (Ειρ. Πατρών 42/2021 NOMOS).
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ